Του Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
Περίληψη του Προηγουμένου: Και ενώ «έβραζε» η ένοπλη στάση του ΚΚΕ/ΕΑΜ στη Χώρα, σε εφημερίδες των Αθηνών εμφανίζεται «πολεμικό ανακοινωθέν» των στασιαστών αλλά και άμεση αντίδραση της Κυβέρνησης με αυστηροποίηση του νόμου περί τύπου. Στα μέσα του 1945 άρχισε η ανασυγκρότηση του Εθνικού Στρατού από τους Βρετανούς. Η συγκρότηση και εκπαίδευση ήταν μεθοδική, σχολαστική αλλά οδηγούσε με αργούς ρυθμούς σε έναν στρατό για συμβατικό πόλεμο και όχι ανταρτικό που διεξάγεται στα βουνά και υποστηρίζεται από γειτονικές χώρες καθώς οι Βρετανοί πίστευαν ότι μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας εξέλιπε η …εσωτερική διαμάχη!
Ο Εθνικός Στρατός – Συγκρότηση. (Συνέχεια)
Με την εμφάνιση της ανταρσίας και τις αυξανόμενες σε αριθμό και ένταση ένοπλες επιθέσεις των στασιαστών-«επαναστατών» φάνηκε ότι η κατεύθυνση οργάνωσης και εφοδιασμού του νέου στρατού δεν θα είχε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Για παράδειγμα η οργάνωση σε «βραδυκίνητες» συμβατικές «μηχανοποιημένες» μονάδες π.χ. τάγματα, η διάθεση σε αυτά αυτοκινήτων μεταφοράς προσωπικού ή αυτοκινούμενων ή μεταφερόμενων με οχήματα πυροβόλων κλπ για έναν αντίπαλο που βρίσκονταν σε απάτητα βουνά και σε μία χώρα με ελλιπέστατο δίκτυο δρόμων ήταν κάτι μη ρεαλιστικό και ταυτόχρονα αντιπαραγωγικό. Όπως επιγραμματικά αναφέρεται, συγκροτούνταν ένας στρατός «..πλούσιος μεν εις υπηρεσίας (ΣΥΠ, ΣΕΜ, ΣΤΥ), αλλά πτωχός, πτωχότατος εις δύναμιν μαχίμων Μονάδων.. με οργάνωσιν και σύνθεσιν, τελείως προσηρμοσμένας εις την μορφήν του τακτικού πολέμου με μέγαν αριθμόν αυτοκινήτων αλλά με πενιχρότατον αριθμόν κτηνών». (ΠΕΤΖΟΠΟΥΛΟΣ, Θ. 2012, σελ. 94).
Τις ανησυχίες αυτές η ηγεσία του στρατεύματος μετέφερε ήδη από τις αρχές του 1946 στον στρατηγό Ρώλινγκς. Τις αυξανόμενες ανησυχίες τους τις βάσιζαν σε πληροφορίες που είχαν οι υπηρεσίες ασφαλείας αλλά και του στρατού κατά την διάρκεια του 1945 για προετοιμασία του ΚΚΕ σε έναν νέο γύρο Στάσης-Επανάστασης (π.χ. απόκρυψη όπλων, φυγάδευση ανταρτών του ΕΛΑΣ σε Αλβανία και Γιουγκοσλαβία, η δημιουργία ομάδων ανταρτών στα βουνά κλπ) και μάλιστα, παρά τις προβλέψεις της Συμφωνίας της Βάρκιζας. Παρόλα αυτά, ο Βρετανός στρατηγός δεν συμμερίζονταν τους φόβους της ελληνικής ηγεσίας του στρατεύματος και συνέχισε στη διαδικασία της ορθολογικής -και με βάση τους κανόνες της επιστήμης του πολέμου- συγκρότησης του ελληνικού στρατού όχι, όμως, για τη διεξαγωγή ενός ανταρτοπολέμου σε μια ορεινή και δύσβατη χώρα αλλά για διεξαγωγή συμβατικού πολέμου σε πεδιάδες. «..Η βρετανική αποστολή επέμενε να συνεχιστούν η οργάνωση και η εκπαίδευση του στρατού και να αποφευχθεί η εμπλοκή του στον συμμοριακό αγώνα..», όμως «η πραγματικότητα του συμμοριτισμού και η αντιμετώπισή του από το 1946 επέβαλε διαδοχικά την εμπλοκή των ενόπλων δυνάμεων, που ανέλαβαν την ευθύνη της εσωτερικής ασφάλειας του κράτους, την αύξηση του στρατού και την τροποποίηση της οργάνωσης και της σύνθεσής του (ορεινή σύνθεση.. μικρές ελαφριές ευκίνητες δυνάμεις κλπ)» (ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ, Δ., 2011(1956), σελ. 154).
Έτσι, μόνον μετά τα μέσα του 1946, όταν πλέον όλα έδειχναν με βεβαιότητα όχι μόνον τα σύννεφα ενός επερχόμενου πολέμου αλλά και τον χαρακτήρα του, πείστηκαν και οι Βρετανοί, καθώς και όλοι πλέον οι πολιτικοί, ότι απαιτείται νέα προσέγγιση του ζητήματος με αλλαγή προτεραιοτήτων, σχεδίων, ρόλων κλπ.
Πέραν των ανωτέρω, ο Στρατός αντιμετώπιζε και μία σειρά εγγενών προβλημάτων που φαίνεται πως δεν απασχολούσαν, λόγω νοοτροπίας ίσως, τη βρετανική στρατιωτική αποστολή, αλλά προκαλούσαν ανησυχίες στην ηγεσία του στρατεύματος σε όλες τις βαθμίδες και σε ολόκληρη την έκταση.
Υπήρχε, καταρχήν, το θέμα της «γήρανσης» και της μακράς υπηρεσίας των στρατιωτών που προκαλούσε προβλήματα στο ηθικό του Στρατού. Υπηρετούσαν ακόμη οπλίτες προπολεμικών κλάσεων και πολλοί υπηρετούσαν συνέχεια μετά την απελευθέρωση. Την οποία δεν γεύτηκαν καν, έχοντας περάσει και από τον τραγικό Δεκέμβριο του ΄44. Όμως, το τραγικότερο ήταν η υψηλή συμμετοχή στον νεοπαγή στρατό οπαδών του ΚΚΕ που διηθήθηκαν με ένα καλομελετημένο σχέδιο δημιουργίας κομμουνιστικών πυρήνων στις μονάδες (ΖΑΟΥΣΗΣ, 1992, τ. Α, σελ. 150). Εξάλλου, για την οικειοθελή αυτή συμμετοχή είχε ήδη συμφωνήσει από τον Νοέμβριο του ΄44 η ηγεσία του ΚΚΕ, οι Σιάντος και Ιωαννίδης, με το σκεπτικό ότι αφού για τον στρατό η Κυβέρνηση θα κάνει επιστράτευση, αυτοί που θα «..επιστρατεύονται θα είναι δικοί μας άνθρωποι..» και «όση εκκαθάριση και να κάνουν, η πλειοψηφία των στρατιωτών θάναι πάλι δική μας, θάναι από τον ΕΛΑΣ..» (ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, 1979, σελ. 330). Το ΚΚΕ μαθημένο και εξασκημένο στην παράνομη δουλειά άρχισε την οργάνωση πυρήνων από νωρίς σε όλες τις μονάδες οι οποίοι ανέπτυσσαν συνδέσεις και με τις κομματικές τοπικές οργανώσεις.
Η συνωμοτική διάβρωση του Στρατού από το ΚΚΕ..
Η διάβρωση του στρατού είχε στο μεταξύ προχωρήσει επικίνδυνα. Συνωμοτικοί μηχανισμοί του ΚΚΕ είχαν σχηματιστεί μεθοδικά σε πολλές στρατιωτικές μονάδες προκαλώντας, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, πολλά προβλήματα στην εσωτερική συνοχή τους και στην αποτελεσματικότητά τους (π.χ. Ποντοκερασιά Κιλκίς, Ρητίνη Πιερίας ). Μία διάβρωση που την συναντούσες και σε μικρές και σε μεγάλες μονάδες.. H πιο χαρακτηριστική περίπτωση και εκείνη που «ταρακούνησε» την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του τόπου και απασχόλησε για πολλές ημέρες τον τύπο της εποχής ήταν η αποκάλυψη της συνωμοτικής επιχείρησης που είχε στήσει το ΚΚΕ και η οποία είχε εντοπιστεί στην περιοχή του Β΄ Σώματος Στρατού που έδρευε στην Λάρισα.
Ανατρέχοντας στα στοιχεία της Δ/νσης Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ που βασίζονται σε διαταγές, εκθέσεις, ημερολόγια, δελτία στρατιωτικής κατάστασης κλπ όλων των επιπέδων μονάδων από το ΓΕΣ μέχρι τον τελευταίο Λόχο, η κατάσταση είχε ως εξής: Με την ανάληψη της Διοίκησης του Β΄ Σώματος Στρατού, ο Διοικητής Αντιστράτηγος Γεωργούλης Σπ. και με βάση τις πληροφορίες που είχε, κυρίως από κατώτερους Αξιωματικούς, οργάνωσε ένα δίκτυο αντικατασκοπίας στο οποίο συμμετείχαν τόσον αυτοί όσον και πολίτες οι οποίοι διείσδυσαν στον συνωμοτικό μηχανισμό τόσον στις μονάδες όσον και στις τοπικές κομματικές οργανώσεις. Στο πλαίσιο αυτό, ένα τυχαίο γεγονός, μία ανεπίδοτη επιστολή που ανοίχθηκε από τον Αστυνομικό Σταθμάρχη λόγω του περιεχομένου της παραδόθηκε αμέσως στον αρμόδιο αξιωματικό του Β΄ Σώματος Στρατού, η αντίδραση του οποίου ήταν κεραυνοβόλος.
(Συνεχίζεται)