Γράφει ο Κώστας Δαλακιουρίδης.
Υπήρχε μια εποχή, λένε, που δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα. Που κοιμόταν με τις εξώπορτες διάπλατες. Που αφήναν τα πράγματα όπου ήθελαν και τα ξανάβρισκαν.
Μια εποχή που τέτοιες μέρες ντυνόμασταν μασκαράδες και κάναμε επισκέψεις σε γνωστούς. Μπαίναμε που λέτε σε φιλικά σπίτια…
– Σας άνοιγαν;
– Γιατί τι είχαν να φοβηθούν; Μπαίναμε που λέτε, και καθόμασταν αμίλητοι για να μη μας γνωρίσουν. Μας κοιτούσαν ασκαρδαμυκτί που λένε (με ορθάνοικτα μάτια), ερευνητικά και με απορία. Προσπαθούσαν να συνταιριάξουν κάποιο χαρακτηριστικό και να πετάξουν κάποιο όνομα ίσως και πιάσουν κάτι. Στην παρέα μας ο αδύναμος κρίκος ήταν η Σοφία. Πρόσχαρος τύπος ζωντανός, αλλά με ένα ελάττωμα. Γελούσε πολύ. Κι όταν λέμε γελούσε ακουγόταν σε όλη τη γειτονιά. Την ορμηνεύαμε:
– Κοίτα να μη γελάσεις και μας γνωρίσουνε.
– Θα είμαι σοβαρή!
– Σε ξέρουμε.
Λοιπόν είναι παρατηρημένο. Όποιος κάνει τον σοβαρό αμέσως μπαίνει στο στόχαστρο. Την κοιτούσαν από εδώ, την κοιτούσαν από εκεί κι ένας μπόμπιρας την πλησίασε μ’ ένα κουτί σπίρτα.
– Μπαμπά να τη βάλω φωτιά;
– Βρε ξουτ από εδώ ούρλιαξε η Σοφία κι έβαλε τα γέλια.
– Σας γνωρίσαμε, σας γνωρίσαμε, φώναζαν οι νοικοκύρηδες. Αυτή δεν είναι η Σοφία;
– Δεν σου είπαμε να μη γελάσεις;
– Δηλαδή τι θέλατε, να παραστήσω την Ζαν ντ’ Αρκ στην πυρά για να μη μας γνωρίσουν;
Όμορφες εποχές. Πολύ πιο φτωχές αλλά πιο ανθρώπινες. Που άνοιγες την πόρτα χωρίς να ρωτήσεις ποιος είναι. Που πρώτα κοιτούσες την παρέα και μετά τι έχει το τραπέζι. Που δεν είχαμε πολλές απαιτήσεις από τη ζωή αλλά με μια λαχτάρα να ζούμε την κάθε στιγμή, οτιδήποτε κι αν ήταν αυτή. Που δεν αναβάλαμε μέχρι που να έρθουν καλύτερες μέρες. «Κοινή γαρ η τύχη και το μέλλον αόρατο». Ποιος ήξερε τι θα φέρει το αύριο;
Σήμερα τα πράγματα άλλαξαν. Βλέπουμε το χρήμα να κυκλοφορεί κι εμείς είμαστε στην απέξω. Πώς να γελάσεις; Πώς να αστειευτείς; Ποιος θα σου ανοίξει αν ντυθείς καρναβάλι; Και με το δίκιο του. Αναρωτιέται ο άλλος . Μήπως είναι ληστής και μου βγάλει κανένα κουμπούρι; Λές να είναι οι Ρουβίκωνες και γεμίσουν το σπίτι μελάνες; Μήπως τίποτε αναρχικοί με γκαζάκια και μολότοφ; Και διπλοκλειδώνεται.
Κλειδωμένες οι πόρτες κλειδωμένες κι οι καρδιές. Πώς να γελάσεις που σε λίγο θα φορολογήσουν και το γέλιο. Πώς να χαρείς που η χαρά θα είναι τεκμήριο ευτυχίας άρα πλούτου, αφού τόσο άστοχα τα εξισώσαμε. Κι όμως. Θα ήταν όλα καλύτερα αν δεν ήμασταν αφελείς να πιστεύουμε σε χρυσοστόλιστα παλάτια και τον πλούτο να ρέει. Γιατί είναι η χαμένη προσδοκία που σε τσακίζει και η ιδέα του πως θα ζούσες αν… Αν, αν αν. Όλο με το αν. Αλλά η ζωή περιγράφεται σαν «είναι» κι αυτό ζούμε. Το μυστικό είναι να το ζούμε πραγματικά χωρίς το αν.
Κώστας Δαλακιουρίδης.