Γράφει η Ελένη Ελευθεριάδου, Ψυχολόγος
Λίγα συνώνυμα, μικρές λέξεις,
αλλά ένα φαινόμενο με μεγάλη βαρύτητα
και συνέπειες στην ψυχική υγεία
Το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού παίρνει τα φώτα της δημοσιότητας μέσω των ΜΜΕ συνήθως όταν οι συνέπειες αυτού έχουν φτάσει έναν μαθητή σε τραγική κατάληξη ή όταν είναι η παγκόσμια ημέρα του σχολικού εκφοβισμού, σαν σήμερα. Δυστυχώς όμως στα σχολεία αποτελεί καθημερινότητα για πολλά παιδιά ο τραμπουκισμός εις βάρος τους.
Ο σχολικός εκφοβισμός ορίζει μια κατηγορία επιθετικής συμπεριφοράς που λαμβάνει χώρα εντός ή και εκτός του σχολικού χώρου με στόχο την πρόκληση επώδυνων συναισθημάτων στον άλλο. Οι συγκεκριμένες συμπεριφορές μπορούν να πάρουν πολλές μορφές, διότι ο εκφοβισμός δεν έχει μόνο μία όψη, άλλα πολλούς τρόπους έκφρασης. Αυτές οι εκφράσεις επιθετικής συμπεριφοράς μπορεί να είναι σωματικές, λεκτικές, με εκβιασμό, έμμεσες (όταν στοχεύει στην κοινωνική απομόνωση ή αγνόηση ατόμου), ρατσιστικές (π.χ. αρνητικά σχόλια λόγω διαφορετικότητας ή οικονομικής κατάστασης), στο διαδίκτυο ή και σεξουαλικές (π.χ. ανεπιθύμητο άγγιγμα). Οι πράξεις εκφοβισμού χαρακτηρίζονται από σκοπιμότητα, συστηματικότητα και έχουν στόχο συγκεκριμένες συνήθως κατηγορίες παιδιών. Αυτά τα παιδιά- θύματα του φαινομένου – συχνά εγκλωβίζονται σε κατάσταση αδυναμίας και υιοθετούν ή χτίζουν μέσα τους μέχρι και την ταυτότητα του “αδύναμου”, την οποία μπορεί να διατηρούν και στην μετέπειτα ζωή τους.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, μέσω της παρατήρησης των παιδιών να εντοπίζουμε εκτός από εξωτερικά εμφανή σημάδια (π.χ. μώλωπες) και αλλαγές στην συμπεριφορά τους. Αυτές οι αλλαγές μπορούν να αφορούν διαταραχές ύπνου ή διατροφής, ανάπτυξη επιθετικής συμπεριφοράς στο σπίτι, άρνηση να πάει σχολείο, μείωση της επίδοσης του σε σχολικά μαθήματα, απομόνωση, γενικότερη θλίψη και ανησυχία, η οποία δεν οφείλεται σε κάποιο άλλο γεγονός (π.χ. διαζύγιο) και αλλαγή περιβάλλοντος. Επιπλέον οφείλουμε να ακούμε τα παιδιά και μέσω της ενεργητικής ακρόασης να τα ενθαρρύνουμε να μιλήσουν για ότι τους απασχολεί. Η κατανόηση είναι βασικός παράγοντας στην επικοινωνία με τα παιδιά θύματα εκφοβισμού. Δεν πρέπει να συμβουλεύουμε ένα παιδί να αγνοεί τις επιθετικές συμπεριφορές που δέχεται, αλλά ούτε πρέπει να παρεμβαίνουμε χωρίς να συμφωνεί και το παιδί με τις δράσεις παρέμβασης. Εντάσσουμε το παιδί στις αποφάσεις για τις επόμενες κινήσεις και δίνουμε βάση στο διάλογο, μοιραζόμαστε και δικές μας εμπειρίες ως γονείς με ειλικρίνεια. Η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης των παιδιών αυτών μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ενασχόλησης τους σε τομείς που κερδίζουν το ενδιαφέρον τους και τους βοηθά να αναπτύξουν δεξιότητες, να βιώσουν μια θετική εξέλιξη.
Το ίδιο σημαντικός είναι ο ρόλος του γονέα και στα παιδιά θύτες του φαινομένου. Ένα παιδί μπορεί να μπεί στο ρόλο του “νταή” λόγω συναισθηματικών αδυναμιών, αισθημάτων ανεπάρκειας ή χαμηλής αυτοεκτίμησης. Η επιθετικότητα μπορεί να λειτουργεί ως μέσο κοινωνικής επιτυχίας, μέσο για αναγνώριση και συμμετοχή σε μία ομάδα ή και τρόπος για να κερδίσουν τον θαυμασμό των συνομήλικών τους. Πολλά από αυτά τα παιδιά μπορεί να προβούν σε εκφοβισμό για να εκτονώσουν συναισθήματα θυμού που νιώθουν τα ίδια από το σπίτι ή επειδή έρχονται αντιμέτωποι με επιθετικές συμπεριφορές στο οικογενειακό περιβάλλον και τις υιοθετούν ως πρότυπα. Καθόλου σπάνιο δεν είναι οι θύτες να είναι οι ίδιοι τους θύματα εκφοβισμού σε κάποιο άλλο πλαίσιο εκτός σχολείου. Σε αυτό το σημείο οι γονείς θα πρέπει να αφήσουν την άρνηση, διότι η μη αποδοχή λόγω ενοχικών συναισθημάτων μπορεί να οδηγήσουν το παιδί και σε πιο βαριές παραβατικές συμπεριφορές αργότερα, που θα συνοδεύονται και με μεγαλύτερες περιπέτειες στην ζωή τους. Η Θετική ενίσχυση στην διαχείριση οριοθέτησης, η διερεύνηση κάποιου προβλήματος στο οικογενειακό πλαίσιο, αλλά και η παρατήρηση του παιδιού στις διαπροσωπικές του σχέσεις (φιλίες, παρέες) είναι σημαντικό να γίνονται χωρίς θυμό και εκνευρισμό. Η αποσαφήνιση των όρων της ισότητας, της ελευθερίας του ανθρώπου και τα δικαιώματα των άλλων μπορούν να ενισχύσουν την ενσυναίσθηση των παιδιών αυτών.
Οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση επιθετικών συμπεριφορών στα σχολεία δεν είναι πλέον μόνο εξατομικευμένες, δεν απευθύνονται μόνο στον μαθητή που εμφανίζει προβλήματα συμπεριφοράς, αλλά έχουν στόχο την πρόληψη της επιθετικότητας. Η αποτελεσματική πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα παρέμβασης, έναν συνδυασμό ολιστικής και ατομικής παρέμβασης, με την εμπλοκή της συνολικής σχολικής κοινότητας καθώς και άλλων κοινωνικών φορέων. Χωρίς επιθετικότητα, αλλά σε συνεργατικό κλίμα θα πρέπει να προσεγγίζονται όλες οι πλευρές που εμπλέκονται, είτε πρόκειται για γονείς θύματος εκφοβισμού είτε για γονείς του θύτη. Το ίδιο συνεργατικό πνεύμα πρέπει να επικρατεί και απέναντι στους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι από την πλευρά τους καλούνται να διαχειριστούν τέτοιες καταστάσεις καθημερινά. Κάθε άνθρωπος στην κοινωνία οφείλει να συμβάλλει με τον δικό του τρόπο στην προσπάθεια καταπολέμησης του Bullying. Η επιθετικότητα γύρω μας αυξάνεται διαρκώς, αξίζει να γίνει λίγη προσπάθεια να μειώσουμε τέτοιου είδους συμπεριφορές στα σχολεία, να τις περιορίσουμε έτσι και στα υπόλοιπα κοινωνικά πλαίσια.
Ελένη Ελευθεριάδου, Ψυχολόγος