Τώρα δεν γράφει βιβλία, αλλά αναπολεί το χαμό της λατρευτής του συζύγου με την ίδια ευαισθησία που ζωγράφισε τους ήρωες των έργων του στα ηθογραφικά μυθιστορήματά του. Αυτό το υπόδειγμα της συζυγικής ζωής με ανεκτίμητη αγάπη στον παρόντα βίο αξίζει την ανάγνωση του, αφού οι γάμοι περνούν τη μεγαλύτερη κρίση των αιώνων. Παραθέτουμε (σε δύο συνέχειες) το αφιέρωμα στη μνήμη της συζύγου του.
Γ. Ρ.
Αγάπη μου μοναδική, εξαγνισμένη και έμπιστη ψυχούλα μου, αναντικατάστατη Μαιρούλα μου
730 μέρες, 94 λεπτά και 96 δευτερόλεπτα πέρασαν από τότε που μας χώρισε ο μεγαλύτερος εχθρός του Ανθρώπου, ο θάνατος. Ήταν 2-2-2023 όταν η καρδούλα σου σταμάτησε να χτυπά, και βύθισε όλη την οικογένειά μας στο σκοτεινό, δύσβατο και ανηλεές μονοπάτι της θλίψης. Μέχρι εκείνη την φοβερή για μένα μέρα, καθώς και για τα τρία μας παιδιά, την αδελφή σου Θάλεια και την ανιψιά σου Γκρατσιέλα, ο θάνατος δεν ήταν κάτι άγνωστο για εμάς.
Είχαμε ήδη κατανοήσει τι σημαίνει επειδή είχαμε γευτεί τον αποχωρισμό των γονέων μας, των αδελφών μας και τόσων άλλων στενών εξ αίματος συγγενικών μας προσώπων. Όλος ο πόνος και η θλίψη που μας προκάλεσαν αυτές οι απώλειες είχαν μεγάλο για εμάς κόστος, αλλά ευτυχώς είχαν και ημερομηνία λήξης, κάτι που είναι απαραίτητο για να συνεχίσει ο άνθρωπος να ζει. Η δική σου απώλεια, αγάπη μου, δεν έχει ημερομηνία λήξης. Γιατί; Διότι για μας τους έξι εναπομείναντες ήσουν, είσαι και θα είσαι αναντικατάστατη. Καμία αξία δεν είναι ικανή να σε εξαγοράσει γιατί απ’ όποια πλευρά και αν σε αξιολογήσω, για μένα ήσουν μοναδική. Πως μπορώ να ξεχάσω την αρχοντική σου παρουσία, αγάπη μου; Την απαράμιλλη ομορφιά σου; Την λυγερή κορμοστασιά σου; Την αδιαπραγμάτευτη τιμιότητά σου; Το γεγονός ότι ποτέ σου δεν μου έλεγες ψέματα για οτιδήποτε, έστω και αν αυτό μπορούσε να σε κάνει να εκτεθείς απέναντί μου; Τι να πω για το σεβασμό που έδειχνες για τα οικονομικά και την ευημερία της οικογένειάς μας; Τη θυσιαστική σου αγάπη και αφοσίωση στα παιδιά μας;
Την εργατικότητά σου που ήσουν αφοσιωμένος συνεργάτης μου. Ήσουνα παντού παρούσα. Μαζί στα επαγγελματικά μας ταξίδια, και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Μαζί στις επιλογές των χρωμάτων, των σχεδίων, στο χτίσιμο της βιτρίνας. Μέχρις ότου ήλθε το πλήρωμα του χρόνου και όλη τη διοίκηση της επιχείρησης την ανέλαβε το Γκισέμι της οικογένειάς μας, ο μοναχογιός μας, ο Βασίλης.
Το γούστο σου και η καλαισθησία πολύ ανώτερη από τη δική μου και σε καμάρωνα. Τα απογεύματα της Δευτέρας και της Τετάρτης κλείναμε το μαγαζί και βιαστικά φεύγαμε, πότε στη Λάρισα και πότε στη Θεσσαλονίκη, για να κάνουμε της προμήθειες για την επιχείρησή μας. Με τάιζες με τα πεντακάθαρα χέρια σου στο στόμα ενώ οδηγούσα, για να προλάβουμε ανοιχτούς τους συνεργάτες μας. Ενέπνεες σεβασμό σε όλους, γιατί αυτό το είχες κληρονομήσει στο DNA σου και δεν μας πρόσβαλλαν επειδή αργούσαμε στα ραντεβού μας. Πάντοτε έλεγες τη γνώμη σου, αλλά είχες το ΤΑΚΤ να αφήνεις εμένα να παίρνω την τελική απόφαση. Θα ήταν ατόπημα αγάπη μου να μην σε ευχαριστήσω και για κάτι άλλο πολύ μεγάλο που πρόσφερες για μένα. Την αποδοχή σου να αναλάβεις μετά το θάνατο της μάνας μου, τη φροντίδα του Πατέρα μου για μια ολόκληρη δεκαετία. Παρόλη την ατελείωτη απασχόλησή σου με το μαγαζί μας, δεν σταμάτησες να μαγειρεύεις μή τυχόν και δεν έχει την απαραίτητη τροφή ο μπαμπάς μας.
Ποτέ σου δεν δείλιασες καθώς έτυχε να αναλάβεις τις ευθύνες δυο οικογενειών και μάλιστα ταυτόχρονα. Γεροκόμησες χωρίς γογγυσμό τους τέσσερις ηλικιωμένους γονείς μας, τον μπαμπά σου και τη μάνα σου. Στάθηκες ακούραστο λιοντάρι στη βραχύβια νοσηλεία της δικής μου μάνας, και για μια ολόκληρη δεκαετία υπηρέτησες τον δικό μου πατέρα.
Ότι και να πω, ότι και να γράψω, όπως και να το γράψω, όσο δάνειο και να πάρω από την υπέρ πλούσια αποθήκη της Ελληνικής μας γλώσσας δεν μπορεί να αποτυπώσει με λόγια αυτά που έχεις κάνει στον εικοστό πρώτο αιώνα που η ανευθυνότητα και η καλοπέραση ισοπέδωσε όλες τις παλιές αξίες. Ήσουνα το Γκισέμι της οικογένειας.
Πριν να γευτώ την προσωπικότητά σου ήξερα ότι τα γκισέμια ενός εύτακτου κοπαδιού προβάτων ήταν πάντοτε αρσενικά. Εσύ αυτή την μοναδικότητα την κατάργησες ενώ παράλληλα Ήσουνα 150% θηλυκότατη, ελκυστική, επιθυμητή. Μοσχοβολούσε η αύρα που άφηνες στο πέρασμά σου. Πως μπορώ να ξεχάσω όλα αυτά που έχεις προσφέρει αγάπη μου;
Όλα πλέον δεν έχουν καμιά ουσία για εμένα, ευτυχώς βλέπω και αγκαλιάζω ένα μέρος του εαυτού σου, τον ποιοτικότατο καρπό των σπλάχνων σου, όταν με αγκαλιάζουν τα παιδιά μας. Το καλόγουστο σπίτι μας, δικού σου σχεδιασμού και δικών σου επιλογών, είναι πλέον άχρωμο και άδειο, έχει μελαγχολήσει και αυτό, λες και τα άψυχα αντικείμενα έχουν ψυχή και τους λείπει η αρχοντική τους οικοδέσποινα. Θα έδινα τα πάντα αν μπορούσα να σ’ έχω ζωντανή στην αγκαλιά μου. Τώρα ζω με ψευδαισθήσεις, όνειρα και οπτασίες. Πολλές φορές όταν ξυπνάω νομίζω ότι κοιμάσαι δίπλα μου και απλώνω το χέρι μου να σ’ αγκαλιάσω, αλλά αμέσως διαπιστώνω ότι η πραγματικότητα είναι άκαρδη και σκληρή. Ένα πράγμα όμως πρέπει να ξέρεις, η συζυγική μας κλίνη ήταν και παραμένει αμόλυντη όπως την ήθελες και την είχες και εσύ. Λείπουν από τα συρτάρια που έβαζες με απόλυτη τάξη τα προσωπικά σου αντικείμενα. Τα πήραν για να σε θυμούνται τα κοριτσάκια μας. Η ευταξία που ήταν το σήμα κατατεθέν σου με δίδαξε πολλά και ωφελήθηκα πολύ βελτιώνοντας την ποιότητα της ζωής μου.
Θυμάσαι εκείνα τα όμορφα χρόνια της νεότητας που ετοιμάζαμε τις βαλίτσες μας για κάποιο ταξίδι, συνήθως επαγγελματικό; Εγώ ήθελα δυο βαλίτσες για να χωρέσουν τα πράγματά μας. Εσύ όμως με την ευταξία σου τα βόλευες μόνο σε μία και τα έβγαζες και καλοσιδερωμένα. Όταν γύριζα στο σπίτι από μια βόλτα με τους φίλους μου, ήμουνα σίγουρος ότι θα σε βρω εκεί πιστή οικοφύλακα, δεν υπέκυπτες στον πειρασμό να κουτσομπολέψεις με γειτόνισσες με άσκοπες και ανούσιες συζητήσεις. Όταν τα παιδιά σχολούσαν από το σχολείο τους ήταν σίγουρα ότι θα σε βρούνε ή στο σπίτι ή στο μαγαζί μας. Σε τραβούσαν από το χέρι να ανέβεις στον τρίτο όροφο να σου ανακοινώσουν καλές και κακές στιγμές που ζήσανε στο σχολείο. Ήσουν η έμπιστη σύμβουλός τους, τα είχες μάθει να μην σε κρατούν μυστικά και οι συμβουλές σου έπιασαν τόπο. Όλα αυτά τα ανεκτίμητα προσόντα σου τα εκτιμούσα, αλλά τώρα τα εκτιμώ περισσότερο. Γιατί; Διότι βλέπω την αξία τους από τη σωστή οπτική γωνία.
Με είχες καλομαθημένο να είσαι σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο δίπλα μου, επιμελώς ντυμένη, πεντακάθαρη και σε καμάρωνα. Ότι ρούχο και αν φορούσες, σου πήγαινε. Ότι χρώμα και αν επέλεγες, του έδινες προστιθέμενη αξία. Είχε δίκαιο η Κυρία Μαριγώ, η μοδίστρα που έραβε τα ρούχα σου και έλεγε χωρίς υπερβολές. Εσένα κορίτσι μου και τσουβάλι να σου ράψω, σου πηγαίνει.
Αυτό το υπερπολύτιμο δώρο μου έκανε ο Θεός όταν το 1957 μετοίκησε η οικογένειά μου από το ορεινό και φτωχό χωριό μου, την Κρανιά Ολύμπου, και εγκατασταθήκαμε στην πόλη της Κατερίνης. Εγώ τότε ήμουνα ένα χωριατόπαιδο και φορούσα στα πόδια μου μάλλινες πλεγμένες από την μάνα μου κάλτσες που τα λέγαμε «τσουράπια». Εσύ όμως είχες αριστοκρατική σε σύγκριση με εμένα καταγωγή. Πως να σε πλησιάσω; τι να σου έλεγα; Τεράστια ιστορία, δεν είναι του παρόντος το θέμα, γιατί μόνο ένα ολόκληρο βιβλίο 400 σελίδων μπορεί να περιγράψει την αγωνία, τα δάκρυα, τα χτυποκάρδια από υποψήφιους μνηστήρες, τόσο από το εσωτερικό όσο και από το εξωτερικό, καθώς είχαν διακρίνει την αξία σου τόσο οι ίδιοι, όσο και οι οικογένειές τους στο πρόσωπό σου, και στέλνανε τα προξενιά τους. Έχω γράψει πολύ λίγα πράγματα στο Facebook για την μεγάλη και γλυκιά περιπέτεια που ζήσαμε μαζί για 58 ολόκληρα χρόνια.
Αν ο θεός μου χαρίσει το χρόνο, ίσως στο έκτο στη σειρά βιβλίο μου γράψω τι ένοιωσα όταν σε πρωτοείδα το έτος 1960, τότε που εγώ ήμουνα 20 ετών και εσύ 16 και καθημερινά περνούσες μπροστά από την μικρή, σχεδόν ασήμαντη βιοτεχνία με δυο ξύλινους αργαλειούς που είχα με τον αδελφό μου. Ήσουν τόσο ηθική που κοκκίνιζες όταν σε κοιτούσε κάποιος νέος. Αυτό το δρομολόγιο το έκανες κάθε μέρα γιατί πήγαινες ανελλιπώς στο γυμνάσιο, και εγώ σε παρακολουθούσα ανελλιπώς. Ποτέ μα ποτέ δεν έκανες σκασιαρχείο, όλο σου το είναι φανέρωνε ότι ήσουνα μια ευσεβής και θεοφοβούμενη κοπέλα. Πίστευες στο θεό πριν γεννηθείς από την ημέρα που έγινε το θαύμα της συλλήψεώς σου στην αγνή σαν τη δική σου μήτρα της μητέρας σου. Όλα αυτά τα σπουδαία προτερήματα κούμπωσαν με τα δικά μου, γιατί και οι δικοί μου γονείς πίστευαν στον θεό και στον μονογενή γιο, τον Ιησού Χριστό. Έτσι λοιπόν πιστέψαμε στην βασικότερη διδασκαλία του Χριστού. Ποια είναι αυτή; Η ανάσταση των νεκρών. Ο πρώην διώκτης του Χριστού και των ακολούθων του, ο Απόστολος Παύλος, είπε στο ακροατήριο που κήρυττε στην αρχαία πόλη της Κορίνθου τα γεμάτα νοήματα λόγια που αναγράφονται στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή κεφάλαιο 15 δηλαδή ΙΕ παράγραφος 12-19. Αν σε τούτη τη ζωή μόνο πιστεύουμε, είμαστε οι ελεεινότεροι πάντων των Ανθρώπων. Σήμερα ζουν στον πλανήτη μας 2.6 δισεκατομμύρια άνθρωποι που θρησκευτικά ανήκουν στον χριστιανικό κόσμο.
Όλη αυτή η πληθώρα ανθρώπων σαν θεόπνευστο και ιερό βιβλίο έχει την Αγία Γραφή. Εκεί βασίστηκαν οι επίσκοποι του χριστιανικού κόσμου και συνέταξαν το σύμβολο της πίστεως που υπόσχεται λέγοντας: Προσδοκώ ανάσταση νεκρών, και ζωή του μέλλοντος αιώνος. Αμήν. Σ’ αυτή την υπόσχεση πιστεύαμε και οι δυο μας. Οπότε περιμένω με ασυγκράτητη αγωνία την πραγματοποίηση του μεγαλύτερου θαύματος όλων των εποχών. Ποιος μπορεί να το κάνει; Μόνο αυτός που κάπου κάπου οι άνθρωποι τον αποκαλούνε ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟ. Η λέξη τα λέει όλα, αγάπη μου γλυκιά και μοναδική.
Καλή αντάμωση στην Βασιλεία του θεού για την οποία 2.6 δισεκατομμύρια χριστιανοί αναπέμπουν καθημερινά στις προσευχές τους τα γεμάτα με νοήματα λόγια της προσευχής που μας δίδαξε ο Ιησούς Χριστός: Ελθέτω η Βασιλεία σου ως εν ουρανώ και επί της ΓΗΣ.
Υ.Γ. Θυμάσαι σε συζητήσεις που είχαμε με φίλους που αμφέβαλαν για την παντοδυναμία του θεού; Τους έλεγα αν ζούσαμε το έτος 1800 μ.Χ. και μας έλεγε κάποιος ότι θα βγει ένα κουτί που θα το βάλουμε στην πλατεία του χωριού μας και θα βλέπουμε την ίδια στιγμή ένα αγώνα πάλης που γίνεται στην Αυστραλία, θα το πίστευε κανείς; ούτε ένας. Θα μπορούσαν και να μας λιθοβολήσουν ακόμα γιατί μεταδίδουμε ψεύτικες ειδήσεις.