Ακριβή εικόνα (αριθμός γλυπτών, είδος κλπ.) των μνημείων αυτών στον δημόσιο χώρο της πρωτεύουσας πόλης της Πιερίας δεν διαθέτουμε ακόμα—η καταγραφή αυτών των 12 περιπτώσεων του παρόντος Ημερολογίου με φωτογραφίες του Παναγιώτη Φτάρα ας αποτελέσει την αφορμή για τη γνωριμία του φιλότεχνου και φιλίστορος κοινού της Κατερίνης με το σπουδαίο αυτό μνημειακό υλικό. Στη Θεσσαλονίκη, αντίθετα, από ειδικές μελέτες γνωρίζουμε πως συνολικά «τοποθετήθηκαν 145 γλυπτά (6 συντριβάνια, 8 γλυπτά διακοσμητικού χαρακτήρα, 17 ανδριάντες, 26 ηρωϊκά μνημεία, 45 προτομές και 43 αμιγώς εικαστικά γλυπτά) τα οποία δημιουργήθηκαν από 59 γλύπτες» (Παναγιωτάκης, σ. 307)—ανάμεσά τους και του δικού μας μάστορα Ευθύμη Καλεβρά, του σπουδαιότερου γλύπτη της Πιερίας στον εικοστό αιώνα.
Τι είναι όμως ο δημόσιος χώρος και πώς τον αντιλαμβάνεται η σύγχρονη αντίληψη κοινωνιολόγων, ανθρωπολόγων, πολεοδόμων και αρχιτεκτόνων; «Ο δημόσιος χώρος ορίζεται από τα κτίρια που τον περιβάλλουν και από τα τρισδιάστατα πλαστικά γλυπτικά ή μη στοιχεία που εμπεριέχει (αγάλματα, ηρώα, δέντρα, κατασκευές μόνιμες ή φορητές κλπ.). Επίσης, ο δημόσιος χώρος αποτελεί τον σημαντικότερο πόλο αναφοράς και προσδιορισμού της ιστορικής και κοινωνικής εξέλιξης μιας πόλης.
Είναι αυτός που την εντάσσει ή την διαφοροποιεί στη συνολική εικόνα ενός κράτους. Ως δημόσιο χώρο μπορούμε να χαρακτηρίσουμε κάθε χώρο ή κτίριο όπου ένας πολίτης έχει τη δυνατότητα να εργαστεί, να εκπαιδευτεί, να ψυχαγωγηθεί και ακόμα να αθλείται, να θεραπεύεται, να θρησκεύεται, να πολιτεύεται, να ενημερώνεται, να ερωτεύεται, να απασχολείται, να ασκεί και να διεκδικεί τα δικαιώματά του. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα ενεργό πεδίο κοινωνικής δράσης, ένα χώρο που καλύπτει ποικίλες ανάγκες του κοινού» (ό. π., σ. 149-150).
Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τα δώδεκα γλυπτά (ανδριάντες, προτομές) της πόλης, βλέπουμε ότι αυτά έχουν στενή σχέση με τον τόπο γέννησης σημαντικών μορφών της ελληνικής επανάστασης (Λιβάδι, Γεωργάκης Ολύμπιος) ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη σημαντική παρουσία για την ανάπτυξη και διαμόρφωση της σύγχρονης Κατερίνης από το λιβαδιώτικης καταγωγής στοιχείο.
Άλλα γλυπτά αποτίουν φόρο τιμής σε λόγιες προσωπικότητες οι οποίες συνέδεσαν τη ζωή και τη δράση τους με την εγκατάσταση στην πόλη νέων πληθυσμιακών ομάδων ύστερα από την πυρπόληση του ιστορικού τόπου τους τον Δεκέμβριο του 1943 (Καταφύγι, Ιωάννης Τσικόπουλος, Στέργιος Ζορμπάς) είτε, από την άλλη, μνημονεύουν αγωνιστές του 19ου αιώνα για την υπόθεση της απελευθέρωσης της Μακεδονίας (Κοκκινοπλός, Νικηφόρος Μπουροζίκας).
Το ίδιο συμβαίνει με κυρίαρχες μορφές της τοπικής θρησκευτικής ζωής (μητροπολίτης Βαρνάβας) αλλά και μορφές της εθνικής, πανελλήνιας και προσφυγικής ιστορίας (μητροπολίτης Χρύσανθος, γλυπτό που τοποθετήθηκε μπροστά από την είσοδο της σχεδόν ενός αιώνα Ένωσης Ποντίων Πιερίας).
Την ίδια φροντίδα γύρω από το μικρασιατικό και φιλελεύθερο προσφυγικό παρελθόν της Κατερίνης δείχνουν οι τοπικές προσφυγικές κοινότητες προβάλλοντας πολιτικούς ηγέτες πανελλήνιας εμβέλειας (Βενιζέλος) ή εμβληματικές μορφές ποντιακής καταγωγής πολιτικών και πνευματικών προσωπικοτήτων (Ελευθέριος Ελευθεριάδης, Αιμίλιος Ξανθόπουλος) αλλά και προσωπικοτήτων που συνέδεσαν το όνομά τους είτε με την απελευθέρωση της πόλης από τους Οθωμανούς (Απόστολος Κονταξάκης) είτε με τα σκληρά κατοχικά και μετακατοχικά χρόνια της δεκαετίας 1940-1950 (Αιμίλιος Ξανθόπουλος, Σοφία Ευθυμίου).
Το χρονικό διάνυσμα των δώδεκα προσωπικοτήτων που επελέγησαν για την παρούσα εργασία καλύπτει ένα διάστημα ακριβώς δύο αιώνων (1772-1972) αν λάβουμε υπόψη μας τις χρονολογίες γεννήσεως του ηρωϊκού Γεωργάκη Ολύμπιου (1772) και του αδικοχαμένου σμηναγού Αθανάσιου Μπατσαρά (1972).
Ο δημόσιος χώρος έγινε αντικείμενο εξέτασης τα τελευταία χρόνια και με την ανάδυση της δημόσιας ιστορίας (public history)—ενός σχετικά νέου ερευνητικού κλάδου που αποτελεί σε πολλές χώρες και ακαδημαϊκό αντικείμενο σπουδών.
Τα δημόσια μνημεία, τα αντικείμενα δηλαδή που τοποθετούνται στον δημόσιο χώρο, σύμφωνα με την αντίληψη αυτήν, διαθέτουν «βιογραφία», «κοινωνική ζωή» και έτσι μπορούν να κατανοηθούν ακόμα ως «δρώντα υποκείμενα» τα οποία συχνά επιβάλλουν συγκεκριμένες συμπεριφορές. Αυτό συμβαίνει γιατί η ανέγερση ενός μνημείου δεν είναι μια ατομική πράξη αφού «παραπέμπει ευθέως στην εξουσία εκείνη που έχει τη δυνατότητα διαχείρισης του δημόσιου χώρου, επομένως και την εξουσιοδότηση να το πράξει.
Αυτή μπορεί να είναι είτε το κράτος και οι διάφορες θεσμικές εκδοχές του—όπως π.χ. ο στρατός, τα υπουργεία, η αστυνομία, οι δήμοι κλπ.—είτε συγκεκριμένες και εγκεκριμένες συλλογικότητες—όπως οι πολιτιστικοί σύλλογοι, τα επαγγελματικά σωματεία κ.ο.κ.» (Η δημόσια ιστορία στην Ελλάδα, σ. 116-117).
Το βέβαιο, πάντως, είναι πως κυρίως σε ό,τι αφορά τα μνημεία εκείνα που διαχειρίζονται το ιστορικό παρελθόν όπως στην πόλη μας (Ελληνική Επανάσταση, Μακεδονικός Αγώνας, Μικρασιατική Καταστροφή, δεκαετία του 1940) επιδιώκεται η διαμόρφωση μιας συλλογικής πολιτικής/εθνικής ταυτότητας, η νομιμοποίηση επιλογών του ιστορικού παρελθόντος, η προβολή συγκεκριμένων παραδειγμάτων προς μίμηση και, τελικά, «η προσφορά παρηγορίας για τη διαχείριση της απώλειας» (ό.π., σ. 117).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αντρέας Ανδρέου κ.ά. (επιμ.), Η δημόσια ιστορία στην Ελλάδα. Χρήσεις και καταχρήσεις της ιστορίας, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2015.
Σταύρος Παναγιωτάκης, Γλυπτά της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης και οι σύγχρονες τάσεις των δημόσιων εικαστικών παρεμβάσεων, διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Σχολή Πολυτεχνική. Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Τομέας Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού και Εικαστικών Τεχνών, 2015.
Μικροϊστορικά του Αντώνη Κάλφα
antoniskalfas@yahoo.gr