Η Ελένη αφηγείται
Θύματα
Ήμασταν κρυμμέν’ ιμείς σιαπάν’ στα βνα (κρυμμένοι στα βουνά επάνω). Κάποια γυναίκα δική μας έβαλι του πιδί τς φούστα γυναικεία για να του γλιτώσ’. Ιδώ κάτ’ απ’ του Παλιζιάζιακου (παρακάτω από τον Παλιοζιάζιακο) είχι σκουτουθεί ένας Γιρμανός κι του μπήραν κι τουν έφιραν στου χουριό σ’ ν’ αγία Παρακσκιβή κι τουν έθαψαν όξου απ’ ν’ Ικκλησία. Έδουσαν ένα χαρτί του μπαπά να μη φουβάτι. Κι πήγαν οι Γιρμανοί ικεί, δε ντου μπείραξαν (στην αρχή δεν τον ενόχλησαν). Μιτά, αφού είδαν του πιδί που είχι φούστα: «Α! είπαν. Ιδώ θα είνι όλ’ τέτοιοι».
-Ποιανού ήταν το κορίτσι;
-Τ’ Πίτσια.
-Αγόρι;
-Αγόρι. Κατιρίνα η μάνα τ’ κι ι πατέρας τς Νίκους. Το αγόρ’ το λέγαν Κώστα. Του σκότουσαν απού πάν’ από το σπίτι μας του Βασταζάτκου. Όταν κατέφκαμι ιμείς απ’ τα βνα, σκότουσαν του μπαπά κι άλλις δυο γυναίκις απού πέρα (στο εργοστάσιο, πέρα από το ποτάμι).
-Ποιες γυναίκες σκότωσαν;
Ήταν η θειά η Όλγα Μυρωτή, η Λυμπία η Τσιρίμπαση, η Γιάννου του Γάκ’, ο Τέλας ο Πίτσιας (ήταν κι αντάρτς), ο παππούς ο Λιόλιος ο Μυρωτής, η νύφη τ’ Καλλιόπ’ Μυρωτή.
-Με πιστολιά ή με ντουφέκι σκότωσαν το παιδί.
Με το κοντάκ’ κι ανοιγμένο το κεφάλ’. Με τον υποκόπανου απ’ του τφέκ’. Τς άλλις τς έσφαξαν απού πέρα (=εργοστάσιο). Στου γκιφύρ’ απού πάν’. Μι μαχαίρ’. Η μια στη βρύση και η άλλη στο γκεφύρι. Η Σκούμπα η Δημήτρινα και η Σκούμπα Ολυμπία. Οπότε αυτές πεθάναν εκεί κάτω. Μια γριά μάκου, που τη λέγαμε Σκούμπινα Ελένη, τη σκοτώσαν στην αυλή του σχολείου. Η Μυρωτή Καλλιόπη με τον παππού σκοτωθήκανε στο σπίτι τους. Το κορίτσι του Γάκη σκοτώθηκε στο Κτίριο (=κτίριο δασαρχείου), μαζί με τον Αριστοτέλη Πίτσια. Εκεί σκοτώθηκε και ένας ανθυπολοχαγός που ήταν του ελληνικού στρατού. Γυναίκα του ήταν η Φεφρονία του Χατζή από την Περίσταση.
-Τους σκοτώσανε όλους με σφαίρες;
– Την Ολυμπία του Μυρωτή και τον παππού με σφαίρες.
-Πότε έγινε αυτό;
-Τζ 13 Δεκεμβρίου 1943.
Λαογραφική γωνιά
Γράφει: Ιω. Α. Καλιαμπός