Το Σάββατο του Λαζάρου και η Κυριακή των Βαΐων έχουν μοναδική θέση στο εκκλησιαστικό έτος ως μέρες χαράς ανάμεσα στη Μεγάλη Σαρακοστή και τον θρήνο της Μεγάλης Εβδομάδας. Τη μέρα αυτή την έχει περιβάλει ο λαός μας με όμορφα έθιμα.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Σύμφωνα με την παράδοση οι γυναίκες ζυμώνουν για τα παιδιά μικρά ψωμάκια, τα οποία τα ονομάζουν «Λαζαράκια», «Λαζάρηδες» ή αλλιώς και «Λαζαρούδια», στα οποία δίνουν το σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, όπως παριστάνεται στις εικόνες ο Λάζαρος, λέγοντας: «Λάζαρο, αν δεν πλάσεις, ψωμί δεν θα χορτάσεις». Πάντα τέτοια μέρα στους φούρνους – ειδικά της περιφέρειας – ο κόσμος ζητά τα αφράτα ημίγλυκα λαζαράκια. Έχουν το σχήμα σπαργανωμένου ανθρώπου, όπως παριστάνεται ο Λάζαρος στις εικόνες, και συμβολίζουν την ανάστασή του. Είναι νηστίσιμα, δηλαδή δεν περιέχουν γαλακτοκομικά προϊόντα ή αυγά. Για τον λόγο αυτό, σε αντίθεση με τα τσουρέκια, αλείφονται με ελαιόλαδο για να γίνουν πιο γυαλιστερά. Παρότι στις μέρες μας τα λαζαράκια αγοράζονται ως επί το πλείστον έτοιμα από τον τοπικό φούρνο, παλαιότερα οι γυναίκες τα ζύμωναν σε σχήμα ανθρώπου, ως σύμβολο της ζωής που νικάει τον θάνατο. Ένα από τα λαζαράκια το κρατούσαν στο σπίτι όλο το χρόνο και είτε το έτρωγαν τον επόμενο χρόνο είτε το πετούσαν στη θάλασσα για να το φάνε τα ψάρια.
Όσα παιδιά έχει η οικογένεια τόσους «λαζάρηδες» πλάθουν.
Τα παιδιά τη μέρα αυτή συγκροτούν ομάδες, επισκέπτονται τα σπίτια και τραγουδούν τραγούδια, τα λεγόμενα «λαζαρικά». Συνήθως κρατούν στα χέρια εικονική παράσταση του Λαζάρου και λέγονται και αυτά «Λάζαροι».
Σε κάποιες περιοχές τα κάλαντα τα τραγουδούν μόνο κορίτσια, οι «Λαζαρίνες» οι οποίες την προηγούμενη μέρα ξεχύνονται στα χωράφια, μαζεύουν λουλούδια και στολίζουν τα καλαθάκια που θα κρατήσουν γυρνώντας από σπίτι σε σπίτι. Μέσα σ’ αυτά τα καλαθάκια οι νοικοκυρές των σπιτιών από τα οποία θα περάσουν τα κορίτσια βάζουν αυγά που θα τα βάψουν την Μ. Πέμπτη, φρούτα, διάφορα φαγώσιμα ή μικρά φιλοδωρήματα.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, τα έθιμα του Σαββάτου του Λαζάρου είχαν και κοινωνική διάσταση. Στις γυναίκες και ιδιαίτερα στα νεαρά κορίτσια, που λόγω των ηθών της εποχής και του φόβου αρπαγής από τους Τούρκους περιορίζονταν στο σπίτι, δίνονταν κάποιες ελευθερίες. Οι εκδηλώσεις για τα κάλαντα του Σαββάτου του Λαζάρου αποτελούσαν ευκαιρία για αλληλογνωριμίες και νυφοδιαλέγματα, που συχνά οδηγούσαν σε προξενιά, αρραβώνες και γάμους.
Το πιο διαδεδομένο έθιμο για το Σάββατο του Λαζάρου είναι «τα κάλαντα του Λαζάρου». Σ’ αυτά τα κάλαντα αποτυπώνεται η περιέργεια του λαού για το τι είδε ο Λάζαρος κατά την τριήμερη ταφή του.
Στην πιο γνωστή τους εκδοχή, με διαφορετικές παραλλαγές ανά περιοχή, οι στίχοι τους λένε:
« Πού ’σαι Λάζαρε, πού είναι η φωνή σου,
που σε γύρευε η μάνα κι η αδερφή σου.
Ήμουνα στη γη, στη γη βαθιά χωμένος
κι από τους εχθρούς, εχθρούς βαλαντωμένος.
Βάγια, βάγια των βαγιών, τρώνε ψάρια, τον κολιό
και την άλλη Κυριακή, ψήνουν το παχύ αρνί».
Άλλα πάλι λένε:
Σήμερον έρχεται ο Χριστός ο επουράνιος θεός.
Εν τη πόλει Βηθανία Μάρθα κλαίει και Μαρία.
Λάζαρο τον αδελφό της τον γλυκύ και καρδιακόν της.
Τον μοιρολογούν και λένε τον μοιρολογούν και κλαίνε.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν
Και τη μέρα την Τετάρτη κίνησε ο Χριστός για να ‘ρθει.
Τότε εβγήκε η Μαρία έξω από τη Βηθανία
και εμπρός του γονατίζει και τα πόδια του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν, Χριστέ μου δεν θα πέθαιν’ ο αδελφός μου.
Μα και πάλιν εγώ πιστεύω και καλότατα ηξεύρω
ότι δύνασαι αν θελήσεις και νεκρούς να αναστήσεις.
Τότε ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει.!
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς επελυτρώθη ανεστήθη κι εσηκώθη
Τότε τον Θεόν δοξάζουν και τον Λάζαρο εξετάζουν.
Πες μας, Λάζαρε, τι είδες εις τον Άδην απού πήγες;
Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους,
Δώστε μου νερό λιγάκι να ξεπλύνω το φαρμάκι
της καρδιάς και των χειλέων και μην μ’ ερωτάτε πλέον.
Του χρόνου πάλι να ‘ρθουμε, με υγεία να σας βρούμε,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει,
να ζήσει χρόνια εκατό και να τα ξεπεράσει.
Ο Λάζαρος, ο επονομαζόμενος Δίκαιος και Τετραήμερος, ήταν αδελφός της Μάρθας και της Μαρία, με τις οποίες ζούσε στη Βηθανία, κοντά στα Ιεροσόλυμα. Στο σπίτι τους είχε φιλοξενηθεί επανειλημμένα ο Χριστός, όταν περνούσε από την περιοχή, με κατεύθυνση προς την Ιερουσαλήμ. Όπως ήταν φυσικό, το θαύμα της εγέρσεως του Λαζάρου εξέγειρε τους Ιουδαίους και «εβουλεύσαντο οι αρχιερείς, ίνα και τον Λάζαρον αποκτείνωσιν» (Ιω. ιβ΄ 9-11), καθότι ήταν το ζωντανό τεκμήριο του θαύματος. Έτσι ο Άγιος διωκόμενος από τους Ιουδαίους καταφεύγει στην Κύπρο, όπου τον συναντούν οι απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας και τον χειροτονούν πρώτον επίσκοπο Κιτίου.
Ο Λάζαρος έζησε άλλα 30 χρόνια μετά την έγερσή του. Οι παραδόσεις τον θέλουν σκυθρωπό και αγέλαστο στη ζωή που έζησε μετά την ανάστασή του, και αυτό οφειλόταν – λέγεται – στα όσα είχε δει κατά την τετραήμερη παραμονή του στον Άδη.
Πέθανε σε ηλικία 60 ετών. Τον Οκτώβριο του 890 ο βυζαντινός αυτοκράτορας Λέων ΣΤ’ ο Σοφός βρήκε στην Κύπρο το λείψανο του Λαζάρου και το μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Το τοποθέτησε σε αργυρή θήκη στον ομώνυμο ναό που κτίσθηκε στη βασιλεύουσα. Η ανακομιδή των λειψάνων του εορτάζεται στις 17 Οκτωβρίου. Ο τάφος του Λαζάρου έχει υποδειχθεί μέσα σε βράχο (διαστάσεων 3×3μ.) στο Όρος των Ελαιών στην Ιερουσαλήμ.
Το αρχαίο Κίτιο, η πόλη του φιλοσόφου Ζήνωνος είχε τη μεγάλη τιμή να ευαγγελισθεί το λόγο της Αληθείας όχι από έναν απλό εργάτη του Ευαγγελίου αλλά από ένα προσωπικό φίλο του Κυρίου. Σύμφωνα με τον Άγιο Επιφάνιο επίσκοπο Κωνσταντίας της Κύπρου (367-403), ο δίκαιος Λάζαρος έζησε άλλα τριάντα χρόνια μετά την έγερσή του. «Εν παραδόσεσιν εύρομεν ότι τριάκοντα ετών ήταν τότε ο Λάζαρος ότε εγήγερται, μετά δε το αναστήναι αυτόν άλλα τριάκοντα έζησε, και ούτω πρός Κύριον εξεδήμησε κοιμηθείς».