Του Γιάννη Κορομήλη
Αν δεχθούμε ότι στις σύγχρονες δημοκρατίες δεν είναι ο λαός που εξουσιάζει αλλά κάποιες ομάδες πολιτικών σε συνεργασία με ορισμένες οικονομικές δυνάμεις, κάτι που δεν απέχει από την αλήθεια τότε θα πρέπει να δούμε τι συνέπειες έχει το γεγονός αυτό στα εκλογικά συστήματα όσο και στον αριθμό των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή. Τα εκλογικά συστήματα πρώτα.
Δεν είναι πολλά: Πλειοψηφικό, δηλαδή όποιο κόμμα αναδειχθεί πρώτο σε ψήφους σε μια εκλογική περιφέρεια παίρνει όλες τις έδρες της περιφέρειας αυτής. Η απλή αναλογική. Σύμφωνα μ’ αυτή κάθε κόμμα που θα ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο ποσοστό εγκύρων ψηφοδελτίων ( π.χ. 3% στη χώρα μας, 5% στη Γερμανία κ.λ.π.) θα εκπροσωπηθεί στη Βουλή με έδρες ανάλογες σε αριθμό με τις ψήφους που πήρε. Συν κάποιες έδρες που του αναλογούν από αυτές που θα έπαιρναν τα κόμματα που έπεσαν κάτω του ορίου (του 3% δηλαδή για μας).
Έτσι αν ένα κόμμα συγκεντρώσει συνολικά 35% θα πάρει 300Χ 0,35= 105 συν το 35% των ε δρών που μένουν αδιάθετες διότι μερικά κόμματα πέτυχαν ποσοστό μικρότερο του 3%. Αυτό ποικίλει από εκλογή σε εκλογή. Έτσι δεν μπορούμε να ξέρουμε πόσες έδρες θα πάρει επιπλέον αν δεν έχουν οριστικοποιηθεί τα αποτελέσματα των εκλογών. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τα υπόλοιπα κόμματα που εκπροσωπούνται στη Βουλή.
Στην ενισχυμένη αναλογική δεν ισχύει βέβαια ούτε το πλειοψηφικό, ούτε η απλή αναλογική. Εκτός εάν εκπονηθεί ένα μικτό σύστημα σύμφωνα με το ποίο να εφαρμόζεται σε κάποιες εκλογικές περιφέρειες το πλειοψηφικό και σε άλλες απλή ή ενισχυμένη αναλογική.
Ακούγεται παράξενο. Όμως έχει εφαρμοστεί. Συστήματα ενισχυμένης υπάρχουν αρκετά που πάντως εξυπηρετούν συνήθως το κόμμα που ψηφίζει τον εκλογικό νόμο. Από το τι συμφέρει το ίδιο. Δηλαδή που με βάση προβλέψεις, δημοσκοπήσεις, θα δώσει στο κυβερνών κόμμα περισσότερες έδρες. Άλλο αν μερικές φορές γυρίζει μπούμερανγκ. Γίνεται κάποτε και αυτό.
Από τα αναλογικά συστήματα που προαναφέρθηκαν ποιο άραγε είναι το δικαιότερο; Εξαρτάται από τη σκοπιά που το βλέπει κανείς. Τα κεντροδεξιά κόμματα κατά κανόνα είναι υπέρ της ενισχυμένης. Καμιά φορά και υπέρ του πλειοψηφικού. Και τούτο διότι πιστεύουν ότι δεν υπερέχει το ζήτημα της «δικαιοσύνης» (αφού ούτως ή άλλως δεν υπάρχει λαοκρατία πραγματική όχι φανταστική) αλλά το ζήτημα της αποτελεσματικότητας για το καλό της χώρας και του λαού. Πιστεύουν δηλαδή ότι προέχει να έχει η χώρα ισχυρή και σταθερή κυβέρνηση.
Τα αριστερά αλλά και τα «μικρά» κόμματα γενικότερα τάσσονται υπέρ της απλής αναλογικής επικαλούμενα μεν το ζήτημα της δικαιοσύνης (κάθε ψήφος να έχει την ίδια δύναμη) όμως δεν αποκλείεται να πρυτανεύει το κομματικό συμφέρον. Δηλαδή να πάρουν όσο γίνεται περισσότερες έδρες στη Βουλή.
Καλοπροαίρετα σκέφτεται κανείς πως η απλή και άδολη αναλογική είναι δικαιότερη. Αν το ψάξουμε όμως λίγο περισσότερο θα δούμε, ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Αν δεν υπάρχει «λαϊκή κυριαρχία» αλλά κομματοκρατία ή παρεοκρατία τότε η απλή αναλογική θα στέλνει στη Βουλή πολλά κόμματα. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι θα γίνεται πάντα σχεδόν κυβέρνηση συνεργασίας δύο ή περισσότερων κομμάτων. Όπως για παράδειγμα σήμερα: Εχούμε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Δηλαδή Κυβέρνηση του πρώτου σε ψήφους κόμματος με το μικρότερο των ΑΝΕΛ.
Αυτό που ο λαός το κατέταξε στην αντιπολίτευση (μετ’ επαίνων).
Κι αυτή η κυβέρνηση μόλις που συγκεντρώνει την απαραιτητη στήριξη 145 (ΣΥΡΙΖΑ) + 8 (ΑΝ.ΕΛ). Το δεύτερο με περισσότερους υπουργούς απ’ όσους θα του αναλογούσαν αν γινόταν κανονική κατανομή.
Αλλά κι αυτή η κυβέρνηση, έγινε διότι δεν είχαμε απλή αναλογική. Αν είχαμε ο ΣΥΡΙΖΑ θα είχε 105 βουλευτές, κι η ΑΝΕΛ 10. Που δεν θα έφταναν ούτε καν για κυβέρνηση μειοψηφίας (121 έδρες τουλάχιστον).Θα χρειαζόταν ( με την απλή αναλογική) ακόμα 2-3 κόμματα. Κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Όχι τόσο για τη συγκρότηση της Κυβέρνησης αλλά κυρίως για τη λειτουργία της. «Όπου λαλούν πολλά κοκόρια αργεί να ξημερώσει» Κι από κοκόρια το πολιτικό μας σύστημα διαθέτει πάμπολλα και ετοιμοπόλεμα.
Αλλά ο τόπος χρειάζεται – ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιόδους σωστή και στιβαρή διακυβέρνηση. Και όχι κοκορομαχίες.