Του Γιάννη Κορομήλη
Μια πολύ παλιά κινέζικη παροιμία – αρκετές χιλιάδες χρόνια προ Χριστού λέει ότι σ΄ένα από τα πολλά βασίλεια της χώρας (ήταν τότε διαιρεμένη) ο μεγαλειότατος παρουσίασε μια σπάνια αρρώστια: τίποτα δεν του άρεσε, τίποτα δεν τον συγκινούσε, δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν, κοντολογίς όλα τάβλεπε μαύρα. Κάλεσε τότε τους καλύτερους γιατρούς και τους μεγαλύτερους σοφούς του βασιλείου του. Κανένας τους δεν μπόρεσε να κάνει σωστή διάγνωση ή να προτείνει κάποια θεραπεία. Σήμερα την αρρώστια του θα τη λέγαμε κατάθλιψη ή μελαγχολία κι οι γιατροί θα του συνιστούσαν κάποια αντικαταθλιπτικά. Τότε δεν ήταν η εποχή των φαρμάκων. Ήταν η πρώτη εποχή της ιατρικής (σήμερα ζούμε την πέμπτη), με τους μάγους και τα γιατροσόφια.
Απελπισμένος ο βασιλιάς έβγαλε τελάληδες σε χωριά και «πόλεις» να πληροφορούν τον κόσμο για την αρρώστια του βασιλιά με την απόφαση του ότι όποιος έβρισκε τον τρόπο να τον θεραπεύσει, εκτός από τις ευχαριστίες του άρχοντα ( με όλα τα παρεπόμενά της: τιμές και δόξες) θα εισέπραττε επίσης και ένα τεράστιο χρηματικό ποσό.
Λίγο καιρό αργότερα, αφού οι τελάληδες ολοκλήρωσαν το έργο τους, παρουσιάστηκε στα ανάκτορα ένας χωρικός και ισχυρίστηκε πως έχει το «φάρμακο» που χρειάζεται η Αυτού μεγαλειότητα. Αμέσως τον παρουσίασαν στον απελπισμένο βασιλέα. Ο οποίος τον πληροφόρησε ότι αν δεν είναι σίγουρος πως θα τον γιατρέψει – γιατί αν το «φάρμακο» αποδειχθεί αναποτελεσματικό θα σκοτωθεί, πάραυτα να φύγει αμέσως. Ο χωρικός δεν έφυγε. Παρουσίασε στον βασιλιά ένα δαχτυλίδι του οποίου εξωτερική στοιβάδα περιστρεφόταν πάνω στη εσωτερική. Πάνω στην εξωτερική ήταν χαραγμένα ιδεογράμματα που έλεγαν: «Θα περάσει κι αυτό».
Το φόρεσε στο κατάλληλο δάκτυλο και είπε στον βασιλιά: Όταν νιώθεις πως αρχίζει να καταλαμβάνει την καρδιά και το μυαλό σου η θλίψη κι η στεναχώρια γύριζε το δαχτυλίδι ( την πάνω στοιβάδα εννοείται), διάβαζε και σκέψου αυτά που γράφει. Σε λίγες μέρες θα γίνεις απολύτως καλά. Το δοκίμασε βασιλιάς και διέταξε να κρατηθεί ο χωρικός μέχρι νεωτέρας. Μερικές μέρες αργότερα ο μονάρχης ξαναβρήκε το γέλιο και την όρεξη του, και είδε τον κόσμο με «άλλα μάτια». Τον χωρικό εκτός από τα χρήματα που του έδωσε τον διόρισε μυστικοσύμβουλό του.
Γνωστό – θα πείτε- το «θα περάσει κι αυτό». Έχετε δίκιο. Όμως γνωστό σημαίνει ότι γνωρίζουμε την ύπαρξη του. Όπως γνωρίζουμε και τη ρήση του Επίκτητου: «Ο άνθρωπος δεν υποφέρει από όσα του συμβαίνουν, αλλά από τη γνώμη του γι αυτά που του συμβαίνουν». Όμως μόνο η γνώση δεν αρκεί. Γνωστό είναι επίσης και το : «Η γνώση είναι δύναμη μόνο όταν γίνεται πράξη, όταν εφαρμόζεται». Ο βασιλιάς της ιστορίας μας αποδεικνύεται ότι σκέφτηκε πολύ και κατανόησε την αλήθεια των τεσσάρων λέξεων «θα περάσει κι αυτό». Και την εφάρμοσε.
Κατάλαβε δηλαδή πως όλα όσα τον στεναχωρούσαν και του προξενούσαν μελαγχολία και τα συναφή ήταν χωρίς αξία. Είχε τα προς το ζην και με το παραπάνω. Με το πολύ πολύ παραπάνω. Είχε όλα όσα χρειαζόταν ως άνθρωπος με το παραπάνω επίσης: δόξα, τιμή, σκοπό (ή αποστολή) στη ζωή του κ.λ.π.). Του έλειπε η σωστή κρίση. Το δακτυλίδι του χωρικού τον δίδαξε να σκέφτεται σωστά. Κάτι που λείπει από τους περισσότερους ανθρώπους.
Τώρα, θα πείτε, εύλογα: και πώς άραγε θα μπορούσε αυτό το δακτυλίδι ή ακόμα κι ολόκληρη αυτή η ιστορία, να βοηθήσει όλους εμάς που δεν έχουμε τα προς το ζην; Κι είμαστε πάρα πολλοί. Πάνω από το ένα τρίτο του ελληνικού λαού. Σίγουρα η φράση του δακτυλιδιού δεν μπορεί να λύσει αυτό το σοβαρότατο , όσο και απαράδεκτο για σύγχρονο κράτος, πρόβλημα. Μπορεί όμως να μετριάσει το ψυχικό μας άχθος. Την ανησυχία, την αγωνία, την απόγνωση μας. Κι επίσης τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Μας κάνει δηλαδή να σκεφτούμε ότι στη μακραίωνη ιστορία μας πέσαμε ως φυλή, πολλές φορές στον ίδιο λάκκο της φτώχειας, της εξαθλίωσης, της απόγνωσης. Μόνο στην, 200 περίπου ετών, ζωή του νεοελληνικού κράτους περάσαμε άλλες έξι πτωχεύσεις . η τωρινή είναι η έβδομη. Τις έξι τις περάσαμε. Γνωρίσαμε μέρες ευημερίας και υπερκατανάλωσης και από τις υπερβολές και τα λάθη των πολιτικών μας ξαναπέσαμε για έβδομη φορά. Οι έξι πάντως πέρασαν. Ε, λοιπόν θα περάσει κι τωρινή. Το πότε και πώς είναι μια άλλη… ιστορία. Στην οποία θα αναφερθούμε σε επόμενα φύλλα μας.