Η επιγραφή είναι αρχαία, βρέθηκε στην Ινδία, εκεί δηλαδή που έφτασε κι ο Μέγας Αλέξανδρος, και οι αρχές δίνουν αμοιβή 1.000.000 δολάρια σε όποιον μπορέσει να αποκρυπτογραφήσει αυτή την 5.000 ετών γραφή.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Είναι γνωστή με το όνομα Harappan Script. Οι αρχαιολόγοι λένε ότι περιγράφει πώς ζούσαν οι αρχαίοι άνθρωποι στην Κοιλάδα του Ινδού, στην βόρεια Ινδία και το Πακιστάν. Είναι επίσης γνωστή ως Indus Valley Script (IVS).
Πολλές σφραγίδες με αυτή τη μοναδική γραφή, περισσότερες από 7.300, έχουν βρεθεί, με την πρώτη από τον Sir Alexander Cunningham το 1875. ‘Όπως αναφέρει το IFL Science, ο ιδρυτής της Αρχαιολογικής Έρευνας της Ινδίας βρήκε έξι μη αναγνώσιμα γράμματα που σχημάτιζαν τη γραφή και ο Βρεττανός Κάνινγκχαμ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «σίγουρα δεν πρόκειται για ινδικά γράμματα». Όλες οι σφραγίδες απεικονίζουν ένα κεντρικό ζώο και μια σύντομη ακολουθία χαρακτήρων, γεγονός που έχει προβληματίσει τους ειδικούς εδώ και πολλά χρόνια.
Ο επικεφαλής υπουργός του ινδικού κρατιδίου Ταμίλ Ναντού, Muthuvel Karunanidhi Stalin, δήλωσε ότι η αμοιβή-μαμούθ θα προσφερθεί «σε άτομα ή οργανισμούς που θα αποκρυπτογραφήσουν τη γραφή προς ικανοποίηση των αρχαιολογικών εμπειρογνωμόνων».
Από τότε που άνοιξε η πρόκληση, πολλοί στην Ινδία – από μηχανικούς μέχρι εργαζόμενους πληροφορικής και συνταξιούχους – ισχυρίστηκαν ότι έχουν αποκρυπτογραφήσει τη γραφή, όπως αναφέρει το BBC News
Ο Rajesh PN Rao, ο οποίος είναι καθηγητής Hwang Endowed Professor στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον και εργάζεται στενά πάνω στη γραφή, δήλωσε: «Ισχυρίζονται ότι το έχουν λύσει και ότι η «υπόθεση έχει κλείσει»». Εντούτοις, μέχρι στιγμής δεν έχει απονεμηθεί σε κανένα άτομο ή εταιρεία το βραβείο των 1.000.000 δολαρίων.
(πηγή: Newsbomb 28-1-25)
Εξίσου μεγάλο παγκόσμιο ενδιαφέρον έχει και η εκπληκτική ιστορία μιας ελληνικής επιγραφής, της Στήλης των Καμινίων.
Είναι το αρχαιότερο γραπτό κείμενο της πελασγικής περιόδου της Λήμνου, και ανακαλύφθηκε στα χαλάσματα της εκκλησίας του χωριού Καμίνια, δίπλα στην αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης με κοινοβούλιο, που το επισκέπτονται χιλιάδες κάθε χρόνο.
Την ανακάλυψε ένας ντόπιος αγρότης που επιχειρούσε να καθαρίσει το χωράφι του από τις πέτρες. Παρών στην ανακάλυψη ήταν ο έφηβος τότε και μετέπειτα σπουδαίος φιλόλογος και ιστορικός συγγραφέας Αργύριος Μοσχίδης, του οποίου το πατρικό σπίτι βρισκόταν λίγες δεκάδες μέτρα πιο πέρα. Αναγνωρίζοντας πως επρόκειτο για σπουδαίο εύρημα παρέδωσε τη Στήλη στο Λήμνιο ευπατρίδη και συλλέκτη αρχαιοτήτων Ιωάννη Παντελίδη, που κατοικούσε στο Κάστρο (σήμερα Μύρινα), πρωτεύουσα της Λήμνου. Ο Παντελίδης την επέδειξε σε διάφορους αρχαιολόγους και από το επόμενο έτος άρχισαν να δημοσιεύονται προσπάθειες ερμηνείας της.
Η πρώτη δημοσίευση της Στήλης έγινε στο Δελτίο της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Έχοντας αυτό το δεδομένο οι Γάλλοι διεκδίκησαν τη Στήλη. Μέσω της πρεσβείας τους στην Κωνσταντινούπολη και κατάφεραν να εκδοθεί παραχωρητήριο από τις τουρκικές αρχές, το οποίο τους εκχωρούσε τη Στήλη. Όμως, ο Παντελίδης αρνήθηκε να τη δώσει ισχυριζόμενος πως του την έκλεψαν. Η τύχη της Στήλης στη συνέχεια και ως το 1905 που εμφανίστηκε ξανά υπήρξε περιπετειώδης.
Για να αποφύγει να παραδώσει τη Στήλη ο Ιωάννης Παντελίδης την έθαψε κρυφά σε ένα σημείο του τεράστιου κήπου του, έκτασης 20 στρεμμάτων, στον Ρωμαίικο Γιαλό του Κάστρου Λήμνου. Εκεί παρέμεινε ξεχασμένη ως το θάνατό του, το 1898 περίπου. Μετά το θάνατό του ο γιος του Οδυσσέας επέστρεψε στη Λήμνο από την Ινδία, όπου εργαζόταν στον εμπορικό οίκο Ράλλη. Γύρω στο 1900 αποφάσισε να αναζητήσει τη Στήλη και για το σκοπό αυτό ανέσκαψε όλον τον κήπο μέχρι να την εντοπίσει. Στη συνέχεια, με δεδομένο πως είχε γίνει διάσημη και οι οθωμανικές αρχές δεν θα επέτρεπαν την απομάκρυνσή της από το νησί, ναύλωσε ιστιοφόρο και τη φυγάδευσε στην Αλεξάνδρεια, ενώ ο ίδιος ταξίδεψε με το ατμόπλοιο της γραμμής φτάνοντας νωρίτερα από το ιστιοφόρο. Στην Αλεξάνδρεια ο καπετάνιος του ιστιοφόρου ισχυρίστηκε πως λόγω θαλασσοταραχής υπέστη αβαρία και αναγκάστηκε να την πετάξει στη θάλασσα. Ο Οδυσσεύς Παντελίδης δεν πείστηκε και ζήτησε από τον Έλληνα πρόξενο να προβεί σε έρευνα του σκάφους, από την οποία αποκαλύφθηκε πως ο πλοίαρχος την είχε κρύψει σε δυσπρόσιτο σημείο με σκοπό να την οικειοποιηθεί. Έτσι την παρέλαβε και την μετέφερε στην οικία του.
Τα επόμενα χρόνια η Στήλη έγινε μήλο της έριδας και πολλοί επιχείρησαν να την αγοράσουν. Μεταξύ άλλων αναφέρεται πως ο Ροκφέλερ πρόσφερε γι’ αυτήν δέκα χιλιάδες χρυσές λίρες.
Ο Παντελίδης δεν επιθυμούσε την πώλησή της αλλά να την παραχωρήσει στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα. Όμως, αναλογιζόταν πως μια φανερή δωρεά θα επέσυρε συνέπειες για τον ίδιο και την οικογένειά του και ανέβαλε τη δωρεά. Από το αδιέξοδο τον έβγαλε ο Αργύριος Μοσχίδης, ο οποίος το 1905 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια για να εργαστεί ως καθηγητής στο Αβερώφειο Γυμνάσιο. Η λύση που του υπέδειξε ήταν να εμφανιστεί ως δωρητής της Στήλης στο Μουσείο ο Βασίλειος Αποστολίδης, ένας Αλεξανδρινός λόγιος ιατρός και ερασιτέχνης αρχαιολόγος, έμπιστος και των δύο ανδρών Έτσι στο Μουσείο φέρεται ως “Δώρον του ιατρού Β. Αποστολίδου“.
Τι είναι αυτό που κάνει αυτήν την στήλη τόσο ενδιαφέρουσα και μοναδική;
Η Στήλη είναι ορθογώνια από κίτρινο πωρόλιθο με διαστάσεις 0.95 x 0.40 x 0.14 μέτρα και πάνω της είναι χαραγμένο το κεφάλι ενός πολεμιστή που κρατάει ορθωμένη λόγχη και φέρει ασπίδα. Τριγύρω της είναι χαραγμένες δύο επιγραφές. Η μία γύρω από το κεφάλι του πολεμιστή και η άλλη στην πλάγια στενή πλευρά της. Είναι γραμμένη στο δυτικό ελληνικό αλφάβητο. Ο Ι. Θωμόπουλος στο βιβλίο “Πελασγικά” χρονολογεί την πρώτη επιγραφή πριν το 510 π. Χ. που συνέβη η Αθηναϊκή κατάκτηση της Λήμνου, ενώ τη δεύτερη μετά το 510 π.Χ. Με την ανάγνωση της επιγραφής ασχολήθηκαν αρχικά οι Γάλλοι Cousin και Durrbach και αργότερα ο Σουηδός Nachmanson. Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι κάτοικοι της Λήμνου ήταν οι «αγριόφωνοι Σίντιοι»:
οὐ γὰρ ἔθ’ Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη
οἴχεται ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους.
(“Ο Ήφαιστος τώρα εδώ δε βρίσκεται πια θα ‘χει πάει στη Λήμνο το δίχως άλλο, τους αγριόφωνους για ν’ ανταμώσει Σίντιες”).
Η μετάφραση των κειμένων της στήλης είναι η εξής:
Οδοιπόρε, συ που γνωρίζεις τις δυστυχίες σας, λύπη να έχεις.
Όταν επήλθε εκείνος που γειτονεύει, την πατρίδα του έσωσε αυτός.
Ή, όταν η Μαλίς γη επήρχετο, αυτός έσωσε τους Μυριναίους.
Αλλά ω Ταβάρζιε, ας ζεις.
Οδοιπόρε, όταν οι Φωκείς επιτέθηκαν, αυτός έσωσε την πατρίδα του αλλά χάθηκε. Να ζεις Χαράλη, ας ζεις. Ακολούθησε δυστυχία, διώχθηκαν οι Φωκεις. Ας ζεις. Εμφανίσου. Επέπλευσε εκείνος, ο οποίος προς λύπη μου γειτονεύει. Αχ! εξέλιπε αυτός.
Μετά λοιπόν από περιπέτειες 20 ετών η στήλη βρέθηκε στην Αίγυπτο, από όπου την παρέλαβε ο Βασίλειος Αποστολίδης και τη δώρισε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
Η στήλη έγινε αφορμή να στρέψουν οι αρχαιολόγοι το βλέμμα και την προσοχή τους στην γύρω περιοχή και να εντοπιστεί τελικά η Πολιόχνη, ο σπουδαίος και μοναδικός αυτός αρχαιολογικός τόπος τον οποίο χιλιάδες έρχονται να επισκεφτούν από όλο τον κόσμο.
Στην δεύτερη ανασκαφή το 1951 τα Καμίνια γνώρισαν μεγάλες δόξες. Όλη η αρχαιολογική αποστολή έμενε στο χωριό και το παλιό σχολείο, που βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία της Παναγίας, χρησιμοποιούνταν ως εργαστήριο, όπου συγκεντρώνονταν, πλένονταν και καταγράφονταν τα ευρήματα.
Η Πολιόχνη σήμερα θεωρείται η αρχαιότερη ευρωπαϊκή πόλη, από το 5.000 π.Χ. Είχε Βουλευτήριο με έδρανα για τη λήψη αποφάσεων και εκεί ανακαλύφτηκε ο περίφημος θησαυρός των χρυσών κοσμημάτων.
Η Πολιόχνη θεωρείται ως ένα από τα μεγάλα πρωτοαστικά κέντρα της πρώιμης εποχής του χαλκού και οφείλει την ανάπτυξή της στον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε στη διακίνηση του διαμετακομιστικού εμπορίου με τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, τα απέναντι μικρασιατικά παράλια, τις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας και τα νησιά των Κυκλάδων. Γνώρισε τόσο μεγάλη άνθηση, ώστε να θεωρείται σήμερα η αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης με πρώιμη μορφή κοινωνικής και αστικής οργάνωσης.
Η Λήμνος σύμφωνα με τη σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα εντάσσεται στον πολιτισμό του βορειοανατολικού Αιγαίου μαζί με την Τροία, τη Θερμή στη Λέσβο, το Εμποριό στη Χίο και το Ηραίο στη Σάμο. Με κομβική θέση ανάμεσα στη δυτική Μικρά Ασία και το Αιγαίο η Λήμνος εξυπηρετούσε τη διακίνηση των μεταλλευμάτων και γενικότερα του θαλάσσιου εμπορίου.