Λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, οι περισσότερες χώρες από τις οποίες εισάγουμε σιτάρι έπαψαν να μας πουλάνε.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ανατιμήσεις στο ψωμί και τα αρτοσκευάσματα εξαιτίας της έλλειψης επαρκών αποθεμάτων και εάν δεν λήξει σύντομα ο πόλεμος προβλέπεται δύσκολος χειμώνας. Θυμίζει λίγο τις ελλείψεις που είχαμε παλιά, την εποχή που οι Γερμανοί είχαν υποδουλώσει τη χώρα μας το 1941 κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου. Για τρία και μισό χρόνια τότε η μπομπότα, δηλαδή ψωμί από καλαμποκάλευρο, ήταν «το ψωμί των φτωχών», όταν το σταρένιο αλεύρι δεν ήταν εύκολο να το έχουν όλοι.
Ανάμεσα στα πολλά βάσανα που πέρασε ο ελληνικός λαός την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής ήταν και η μεγάλη πείνα, από την οποία ειδικά τον πρώτο χρόνο (1941-1942) πέθαναν χιλιάδες άνθρωποι. Οι κατακτητές άρπαξαν από τη χώρα ό,τι τους ήταν χρήσιμο για τον πόλεμο που συνέχιζαν με άλλες χώρες: τρόφιμα, πρώτες ύλες από τα εργοστάσια, μεταφορικά μέσα, καύσιμα, χρήματα. Χώρια τον χρυσό και άλλα πολύτιμα. Έπεσε λοιπόν μεγάλη φτώχεια γιατί έκλεισαν εργοστάσια και μαγαζιά και ο κόσμος έμεινε χωρίς δουλειά. Επίσης τα λεφτά έχασαν την αξία τους. Μετά από λίγο καιρό, για να αποκτήσει κάποιος οτιδήποτε έπρεπε να το ανταλλάξει με κάτι άλλο γιατί κανείς δε δεχόταν χρήματα.
Πιο πολύ υπέφεραν από την πείνα οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων και ειδικά της Αθήνας καθώς και οι κάτοικοι των νησιών, επειδή με τον πόλεμο είχαν καταστραφεί σε μεγάλο βαθμό οι δρόμοι και δεν μπορούσαν να έρθουν τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, όσπρια, λαχανικά) από την επαρχία.
Άλλος λόγος ήταν ότι οι αγρότες στην επαρχία δεν εμπιστεύονταν τους κατακτητές και την κυβέρνηση από τους Έλληνες «δωσίλογους» που είχαν διορίσει οι πρώτοι, για να τους πουλήσουν τα προϊόντα τους και να πάρουν χρήματα χωρίς αξία. Προτιμούσαν λοιπόν να τα κρατήσουν και να τα καταναλώσουν οι ίδιοι ή να τα ανταλλάζουν με άλλα προϊόντα που είχαν ανάγκη. Έτσι όμως δεν έφταναν τρόφιμα στις πόλεις.
Ο πολύς κόσμος ζούσε από ό,τι του πρόσφερε η γη. Ένα από τα φυτά που καλλιεργούσε ο λαός τότε ήταν το καλαμπόκι. Από νωρίς τον Απρίλιο ξεκινούσε η διαδικασία της σποράς. Τότε δεν υπήρχαν τα τρακτέρ και η κάθε οικογένεια είχε από ένα άλογο. Σε αυτό το άλογο έδεναν πίσω το αλέτρι και όργωναν τα χωράφια και το έσπερναν καλαμπόκι.
Το καλοκαίρι το πότιζαν με νερό είτε από το πηγάδι είτε από το ποτάμι. Το Σεπτέμβριο το θέριζαν και το πήγαιναν στο μύλο με τα άλογα και το έκαναν αλεύρι για μπομπότα. Από το μύλο έπαιρναν το αλεύρι σε σακιά και το μετέφεραν στο σπίτι με τα άλογα.
Πολλοί μάλιστα, για να μη το βρουν και το κατασχέσουν οι Γερμανοί – και αργότερα οι αντάρτες στον εμφύλιο πόλεμο – το παράχωναν μέσα στη γη.
Έπειτα η νοικοκυρά έπαιρνε το αλεύρι και το κοσκίνιζαν μέσα σε μια ξύλινη σκάφη, εκεί ξεχώριζε το αλεύρι που έπεφτε στη σκάφη με το πιο χοντρό, που το έδιναν στα ζώα τους. Στη συνέχεια στη σκάφη όπου έχε ήδη πέσει το αλεύρι ρίχνανε την ανάλογη ποσότητα ζεστού νερού, το ζύμωναν και το βάζανε σε ταψιά. Αφού είχαν ανάψει ήδη τον φούρνο με τα ξύλα, έβαζαν τα ταψιά μέσα στο φούρνο για μισή ώρα και το έψηναν.
Η μπομπότα λοιπόν γινόταν ένα πιο λεπτό από τα συνηθισμένα ψωμιά και πιο πυκνό στην υφή. Εκτός από ψωμί με μπομπότα έφτιαχναν επίσης πίτες και αλλά φαγώσιμα. Στον χυλό του καλαμποκάλευρου προσθέταν, εάν υπήρχε, λάδι ή βούτυρο ή λίπος χοιρινό. Επίσης χόρτα, λίγο τυρί ή μυζήθρα ή κανένα αβγό. Σε κάποιες περιοχές την έκαναν γλυκιά, κυρίως σε γιορταστικές περιόδους. Άλλες φορές πάλι ανακάτευαν νερό με καλαμποκάλευρο, κανέλα, σταφίδες, κολοκύθα βρασμένη, λάδι, ή άλλη λιπαρή ουσία, το έβραζαν και ρίχνοντας από πάνω πετιμέζι, έφτιαχναν το «κατσαμάκι». Το κατσαμάκι μπορούσε να γίνει και αλμυρό με φρέσκο βούτυρο και ψιλοκομμένο πράσο. Με ό,τι είχαν πορεύονταν, η φτώχεια έκανε τον τότε άνθρωπο να αυτοσχεδιάζει για να επιβιώσει,
Αργότερα, όταν πέρασε η κατοχή, το καλαμποκόψωμο περιφρονήθηκε, ήταν της κατώτερης τάξης ως το ψωμί των φτωχών. Κι όμως, η φτωχή μπομπότα, σύμφωνα με αυτά που λένε οι σύγχρονοι διατροφολόγοι είναι ένας διατροφικός θησαυρός γιατί περιέχει θειαμίνη, νιασίνη αλλά και φυλλικό οξύ, συστατικά απαραίτητα για την υγιή και ολοκληρωμένη ανάπτυξη του οργανισμού. Η μπομπότα η σημερινή βέβαια είναι μια μπομπότα πλούσια, και όχι κατοχική, αν και όπως δείχνουν τα σημεία των καιρών πρέπει σιγά σιγά να αρχίσουμε να προσαρμοζόμαστε στις διατροφικές μας συνήθειες παρόμοια με τους οι παππούδες μας.
Να, λοιπόν, μια συνταγή για μπομπότα για όποιον θέλει να δοκιμάσει:
ΥΛΙΚΑ
5 αυγά
2 ποτ. νερού καλαμποκέλαιο
2 ποτ. νερού χλιαρό νερό
2 ποτ.νερού καλαμποκάλευρο
1 κ.γ αλάτι
1 κ.γ. σόδα φαγητού
1 μπέικιν πάουντερ
1 κεσεδάκι γιαούρτι αγελαδινό
Προαιρετικά λαχανικά (πιπεριά, πράσο κ.ά.) ψιλοκομμένα
400 με 500 γρ. φέτα κατά προτίμηση καλαθάκι Λήμνου τριμμένη
ΕΚΤΕΛΕΣΗ
Σε βαθύ μπολ χτυπάμε τα αυγά και προσθέτουμε σιγά-σιγά τα υπόλοιπα υλικά με την σειρά όπως αναγράφονται πιο πάνω.
Στο τέλος προσθέτουμε το τριμμένο τυρί και ανακατεύουμε ελαφρά.
Έχουμε το ταψί μας λαδωμένο στρώνουμε ομοιόμορφα τα υλικά και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο για 30′ με 40′ λεπτά στους 170°
Αφού κρυώσει κόβουμε και σερβίρουμε.
Μπορεί να συνοδευτεί με αριγιάνι ή με βυσσινάδα.