Ζούμε σε μία εποχή που η συμμετοχή συμπολιτών μας στα ‘κοινά’ παραμένει δύσκολη και ψυχοφθόρα διαδικασία. Υπάρχει ο φόβος της κουτσομπολίστικης κριτικής από τους ‘άλλους’! Πρόσφατα γεγονότα φέρνουν στην δημοσιότητα προσπάθειες κάποιων που δεν φοβούνται την κριτική. Ο λόγος γίνεται για την δικαστική απόφαση στην υπόθεση βιασμών του Δημήτρη Λιγνάδη. Συγκεκριμένα, στην πιο πρόσφατη απόφαση του δικαστηρίου για την προσωρινή αθώωση του κατηγορουμένου.
Δρ. Στέφανος Δ. Αβακιάν
Το αξιοθαύμαστο της υπόθεσης είναι η περίπτωση καλλιτεχνών του ευρύτερου χώρου. Αποφασίζουν να βγουν και να μιλήσουν ανοιχτά για αυτά που πιστεύουν. Αισθάνονται την ανάγκη να μιλήσουν ανοιχτά αν και τα λόγια τους ποτέ δεν δημοσιεύονται επίσημα στα ΜΜΕ.
Η απόφαση της προσωρινής αλλά και (ίσως) μόνιμης αθωότητας του Λιγνάδη δημιουργεί έξαρση σχετικά με τον ρόλο της Δικαιοσύνης αλλά και την εξάσκηση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Ο δήθεν ανεξάρτητος ρόλος των δικαστικών επιμελητών υποτίθεται πως αντλεί αστείρευτες δυνάμεις από την γνώση της νομοθεσίας.
Υποτίθεται πως οι δικαστικές αρχές έχουν την ‘ωριμότητα’ και ‘γνώση’ να δικάσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνουν αντικειμενική ‘κρίση’.
Η μεταβίβαση του κύρους της εξουσίας γίνεται γιατί οι αποφάσεις τους έχουν καταλυτικές συνέπειες για την τύχη και το μέλλον ενός ατόμου αλλά και του λαού συνολικότερα.
Η περίπτωση του Λιγνάδη και η απότομη και παράξενη στροφή της υπόθεσης με την εκδίκαση της προσωρινής αθωότητας παραμένει ένα σημαντικό γεγονός. Μας φέρνει αντιμέτωπους με αυτό που απλός πολίτης κατανοεί ως ‘εξουσία’ αλλά και τα προνόμια της ΄διαχείρισης’ αλλά και τις συνέπειες της κακοδιαχείρισης της εξουσίας.
Η ‘εξουσία΄ δεν αφορά την ανθρώπινη δράση προς την επικήρυξη δικαστικών αποφάσεων μόνο, αλλά και το ίδιο το σύστημα που απαρτίζει την εξουσία!
Το ‘σύστημα’ είναι αυτό που εναγκαλίζει το μεμονωμένο όργανο της δικαστικής εξουσίας δημιουργώντας συνοχή για τον ρόλο που παίζει. Συγκεκριμένα, συμβάλει καταλυτικά για την ίδια του την συμβολή που μετέπειτα επηρεάζει αποφασιστικά προς στήριξη και συντήρηση ‘όλου’ του συστήματος.
Η δικαστική εξουσία συνυπάρχει με την εκτελεστική εξουσία. Αυτό γίνεται ώστε τα νομοθετήματα να μπορούν υλοποιηθούν ως τελικές αποφάσεις.
Η αμφίδρομη σχέση μεταξύ της ‘νομοθετικής’, ‘δικαστικής’ και ‘εκτελεστικής’ εξουσίας μας φέρνουν αντιμέτωπους με την ανάγκη προσάρτησης σε ανώτερες αξίες και ιδανικά. Συγκεκριμένα, η δικαστική εξουσία εμφανίζεται να εφαρμόζει ‘κοινωνικό λειτούργημα’. Θεωρητικά μπορεί να παραμένει ανεπηρέαστη από συγκεκριμένα συμφέροντα.
Η συνεχή παρακμή της δικαστικής εξουσίας γίνεται αποδεκτή γιατί δεν υπάρχει το κοινωνικό σθένος προς την δημόσια κριτική ή την αξιολόγησης των πράξεων της.
Αυτή η παθητική δράση δημιουργεί το ζωτικό ερώτημα για το ποια είναι τελικά τα όρια αυτής της παθητικής στάσης.
Δηλαδή, μέχρι σε ποιο βαθμό η διατήρηση της παρακμής δικαστικής εξουσίας θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή μέσα στην κοινωνία;
Η αμφισβήτηση των θεσμών δεν εναντιώνεται στην υπόσταση της δικαστικής εξουσίας αλλά στον τρόπο δράσης της.
Συγκεκριμένα, η κριτική και η παρέμβαση από τους πολίτες αποδεικνύουν την παντελή ύπαρξη ή απουσία συνειδητοποιημένης συσχέτισης μαζί της. Η παθητική στάση αποσιώπησης, ή, η ενεργή συμπεριφορά παρέμβασης, περιέχουν κομβική σημασία γιατί καθορίζει τι πραγματικά γίνεται στο διάβα του χρόνου. Η στάση ‘παραδοχής’ ή ‘αντίστασης’ λειτουργεί καταλυτικά για αυτό που επιτρέπουμε να γίνει στους ίδιους εμάς!
Το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών δεν αντιστέκεται ενεργά σε δικαστικές αποφάσεις ακόμα και όταν αυτές είναι λανθασμένες. Ο φόβος βρίσκεται στις πρακτικές συνέπειες που θα υποστούν. Συγκεκριμένα στον κοινωνικό στιγματισμό η ακόμα και στην περίπτωση της προσωπικής τιμωρίας.
Ο απλός πολίτης απεχθάνεται την κριτική. Δεν θέλει να γίνει στόχαστρο αναφοράς από συμπολίτες. Ακόμα και όταν παρατηρεί την αδικία απλά αποφασίζει να ΜΗΝ ασχοληθεί.
Συνάμα, εύχεται με θρησκευτική εγκράτεια, πως οι καταστάσεις που θα λάβουν χώρα στην ζωή να είναι τέτοιες ώστε να μη γίνει ο ίδιος αποδέκτης παρόμοιας περίπτωσης!
Αυτός ο ατομιστικός τρόπος σκέψης το μόνο που δημιουργεί είναι απάθεια και μιζέρια γιατί κανένας δεν μπορεί να ξέρει πότε ο ίδιος θα είναι ο ‘επόμενος’ αποδέκτης. Επομένως, η απόφαση της συμμετοχής στα κοινά δεν μπορεί να αποτρέψει την ευθύνη της κριτικής.
Η περίπτωση του γνωστού τραγωδοποιού και συνθέτη Θανάση Παπαθανασίου καταγράφεται σε μουσική συναυλία στο διαδίκτυό. Κάποια στιγμή, σαν να είναι έτοιμος να αποδώσει δημόσιο λόγο αφιερώνει σημαντικό χρόνο στην περίπτωση του Λιγνάδη. Κάνει αναφορά και κριτική και για την ‘ταξική δικαστική εξουσία΄.
Ο ίδιος ισχυρίζεται πως η απόφαση του για την επιλογή αναφοράς στο συγκεκριμένο περιστατικό βασίζεται σε ανάγνωσμα δοκιμίου που τον επηρέασε. Συγκεκριμένα, στο δοκίμιο Η Μπριζόλα και η Πολιτική του σημειολόγου Ουμπέρτο Έκο. Ο Έκο κάνει αναφορά στον παγκοσμίως φημισμένο πιανίστα Κλασσικής Μουσικής Μαούριτσιο Πολίνι.
Η αναφορά του Ουμπέρτο Έκο φαίνεται να τον προβλημάτισε τον Παπαθανασίου σε βαθμό που θεώρησε σημαντικό να πράξει και ο ίδιος με παρεμφερή τρόπο προς το δικό του κοινό. Θεώρησε αποκλειστική υποχρέωση λοιπόν να μιλήσει και για τον Λιγνάδη.
Ο Ουμπέρτο Έκο αναφέρει στο δοκίμιο την απόφαση του φημισμένου πιανίστα, προς έκπληξη όλων, να ΜΗΝ εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του μπροστά στο ακροατήριο, όταν το κοινό ξεκίνησε να τον γιαχουίζει στην προσπάθεια του να διαβάσει ένα κείμενο για τον πόλεμο στο Βιετνάμ.
Αναφερόμενος γλαφυρά σε αυτό το γεγονός ο Έκο αναζητά να σηματοδοτήσει την έννοια της ‘τέχνης’ και του ‘πολιτισμού’ κάνοντας προφορική αναφορά στην σημασιολογία της αποφασιστικής άρνησης του Πολίνι.
Αυτό όμως που έγινε είναι ότι ο Pollini θέλησε να μιλήσει για τα θύματα άγριων βομβαρδισμών που συγκλόνισαν όλο τον κόσμο. Και οι περισσότεροι θεατές αρνήθηκαν αυτή την έκκληση. Γιατί; Προφανώς γιατί οι διαφωνούντες κάνανε διάκριση μεταξύ θυμάτων για τα οποία είναι ωραίο και ευγενικό να συγκινείται κανείς και θυμάτων για τα οποία πρέπει να δυσπιστούμε. Επομένως αυτός που έκανε πολιτική, ανοιχτή, δηλωμένη, ευτελή, είναι το ακροατήριο που σταμάτησε τον Pollini: είναι σαν να του είπε: «Σώπα, αυτοί οι νεκροί δεν είναι όλων μας, όπως οι νεκροί ενός σεισμού. Είναι μόνο δικοί σου και των φίλων σου. Υπάρχουν νεκροί και νεκροί». Ουμπέρτο Έκο, Ιλ Τζιόρνο, 1973
Σε συνέχεια της αναφοράς του Έκο, ο Παπαθανασίου θέλει να βάλει το δικό του λιθαράκι στο θέμα του Λιγνάδη κάνοντας μία παρόμοια παρέμβαση. Στην δημόσια συναυλία του αποφασίζει να αφήσει ξεκάθαρες αιχμές για την ‘τοξική’ δικαιοσύνη λέγοντας:
η δικαιοσύνη εκτός από ταξική, που ήταν πάντα κατά την γνώμη μου, τώρα είναι και ‘τοξική’, βαθιά τοξική!… υπάρχουν εξαιρέσεις, υπήρχαν εξαιρέσεις. Στο παρελθόν το θέμα των δικαστών ήταν το ποιο προοδευτικό κομμάτι του Ελληνικού λαού…[όμως]..υπάρχει μεγάλη τοξικότητα και βλέπουμε τύπους σαν τον Λιγνάδη…να πέφτουν στα πούπουλα κατά κάποιο τρόπο…και βλέπουμε από την άλλη πλευρά αντισυστημικούς φτωχοδιάβολους σαν τον Μιχαηλίδη σαν τον Καλαιτζή…να υφίστανται αυτή την κρατική την καταστολή της ‘δικαιοσύνης’…. ας πούμε, όχι τον ήλιο [της δικαιοσύνης] τον νοητό που περιμένουμε, αλλά τον ήλιο τον ανόητο που υπάρχει αυτή την στιγμή.΄ (λεπτό 5:30-)
ΠΗΓΗ: https://www.youtube.com/watch?v=ltB0FgSIMdE&ab_channel=ChrisPetridis
Άσχετα με το αν κάποιος ‘συμφωνεί’ η ‘διαφωνεί’ με την αναφορά του Παπαθανασίου το σίγουρο είναι πως με βάση την αναφορά του Ουμπέρτο Έκο ο Παπαθανασίου κάνει συνειδητή προσπαθεί να αφήσει το αποτύπωμα του. Δηλαδή, μας αναφέρει πως αφουγκράζεται όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία και δεν παραμένει αδιάφορος αν και φαίνεται να είναι σιωπηρός. Η αναφορά του Παπαθανασίου παραμένει σημειολογική αλλά εκδηλώνει το γεγονός ό,τι αισθάνεται το βάρος της ‘τοξικότητας’ ενός συστήματος που κάνει συλλεκτικές παρεμβάσεις με βάση των συμφερόντων της και ΟΧΙ με βάση την πραγματικότητα.
Αυτή η εκμετάλλευση αλλά και η χειραγώγησης των καταστάσεων από την δικαστική εξουσία ίσως μπορεί να μην αλλάξει στο μέλλον αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η τοξική συμπεριφορά παραμένει και απαρατήρητη!
Η γλαφυρή αναφορά μεταξύ του ‘νοητού’ και ‘ανόητου’ ήλιου της Δικαιοσύνης του Ελύτη παραμένει αλληγορική.
Συνάμα, περιέχει μία ζωτική διάσταση για την πραγματικότητα μιας υπάρχουσας ή μιας τραγελαφικής απούσας συνειδητότητας. Η κατανόησης της κατάντιας και παρακμής που απορρέει από την κακοδιαχείριση μπορεί να λειτουργήσει σαν θεραπευτικό φάρμακο για να επουλώσει πληγές. Συνάμα, μπορεί να συμβάλει περισσότερο προς την σαπίλα ενάντια στα υγιή και ζωτικά όργανα που ακόμα βρίσκονται ορκισμένα να μην παραδοθούν.