Τα έργα τους αποτέλεσαν πρωτογενές υλικό που άφησε αναλλοίωτα στο χρόνο γεγονότα υψίστης σημασίας, απεικόνισαν την ελληνική ψυχή, την αδούλωτη, εκείνης της εποχής, η οποία αντιστάθηκε σε τετράδα εισβολέων και τους έκανε να απορούν πού βρέθηκαν τόσα αποθέματα ψυχής και δύναμης, ανθρωπιάς και καλοσύνης, εκεί που δεν υπήρξε φόβος, μόνο ορμή, εκεί που μόνο το «Εμπρός» ακουγόταν και τίποτα άλλο.
Του Γιάννη Παπαγεωργίου
Κι, όταν κάποτε εμφανίζονταν αιχμάλωτοι, τότε έπαυαν να είναι αντίπαλοι και γίνονταν αυτόματα συνάνθρωποι, έκοβαν το τσιγάρο που έλειπε από τους ίδιους και το μοιράζονταν με τον μέχρι πριν από λίγο εχθρό, πρόσφεραν τη λειψή δική τους μερίδα ψωμιού «να φάει κι εκείνος λίγο, άνθρωπος είναι».
Μέσα από τις εικόνες της φρίκης του πολέμου αναδύθηκαν στην επιφάνεια σκηνές μεγαλείου, ο εχθρός που ήρθε απρόσκλητος να τους υποδουλώσει γίνεται άνθρωπος που έχει τους ίδιους καημούς.
Ένας σπουδαίος Έλληνας Λογοτέχνης, ο Συγγραφέας Άγγελος Τερζάκης αποτύπωσε στο χαρτί τέτοιες εικόνες από τις πρώτες μέρες του πολέμους, με τρόπο λογοτεχνικό, δημοσιογραφικό και ανθρώπινο, όπως φαίνεται στα παρακάτω αποσπάσματα.
Άγγελος Τερζάκης – Ημερολόγιο Μετώπου
18/11/1940
Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.
19/11/1940
Συναντήσαμε πρωί-πρωί ένα τραίνο με τραυματίες. Τα παιδιά γίνονται μελαγχολικά. Οι ελαφρά τραυματισμένοι είναι όρθιοι και μας χαιρετούνε γελώντας. Ρωτούν τι σύνταγμα είμαστε. Ένας τους φωνάζει: “Τους φάγαμε”. Μας δίνουνε οι αξιωματικοί τη διαταγή να έχουμε τα όπλα μας γεμάτα (ίσως, μη φανεί αεροπλάνο).
20//11/1940
Όλα τα πράγματα γίνονται πολύτιμα: Ένα κομμάτι σπάγκου, ένα κομμάτι εφημερίδα, ένα σπίρτο. Καπνίζουμε το τσιγάρο ώσπου να κάψει το δάχτυλο.
Στρατόπεδο κοντά στον Άραχθο.
Βρέχει. Κλεισμένοι στ’ αντίσκηνο τρώμε καρύδια και κουραμάνα. Οι αρβύλες μας έχουν οκάδες τη λάσπη.
Την ώρα του προσκλητηρίου πέρασε ένα αυτοκίνητο με τέσσερις Ιταλούς αιχμαλώτους. Ο ένας, ο ταγματάρχης είναι ευδιάθετος, μασουλάει. Οι φαντάροι τούς προσφέρουν καρύδια, τσιγάρα. Είναι οι τρεις αχώριστοι. Όλοι αξιωματικοί. Ο ένας νέος, λιγνός, με ακαλλιέργητο γενάκι σκύβει το κεφάλι και δεν κοιτάζει γύρω, δεν μιλάει. Είναι ντροπιασμένος, αποφεύγει τα βλέμματά μας. Του προσφέρουν τσιγάρο και αρνείται ευγενικά.
19/1/1941
Από το πρωί σήμερα βροντάει το κανόνι. Σαν βροντή. Ένας αυτόμολος που παρουσιάστηκε εδώ είπε πως οι Ιταλοί θάκαναν σήμερα γενική επίθεση. Λοιπόν αυτό είναι.
Η πρώτη και τελευταία ίσως προσπάθεια του Καμπαλέρο. Πίσω της -λέει το δελτίο του Στρατηγείου- κρύβεται τέλεια αποσύνθεση. Βλέπει τον κλοιό που περισφίγγεται γύρω από το Τεπελένι και αγωνίζεται να τον σπάσει.
– Τι μέρα είναι σήμερα;
– Στην κοινωνία των ανθρώπων Πέμπτη. Σ’ εμάς τίποτα.
Άγγελος Τερζάκης «Προσωπικές σημειώσεις»