Ήταν η απάντηση της Ρώμης στην άρνηση του Έλληνα πρωθυπουργού-δικτάτορα, Ιωάννη Μεταξά, να επιτρέψει την ελεύθερη διέλευση και κατάληψη στρατηγικών σημείων της Ελλάδας από τις ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η ηρωική αντίσταση του ελληνικού στρατού στην ελληνοαλβανική μεθόριο και η προώθησή του στη νότια Αλβανία (Βόρεια Ήπειρος), την οποία οι Ιταλοί είχαν καταλάβει από το 1939, ματαίωσαν τα σχέδια του Ιταλού δικτάτορα, Μπενίτο Μουσολίνι, για γρήγορη κατάκτηση της Ελλάδας.
Ο φύρερ της Γερμανίας, Αδόλφος Χίτλερ, αποφάσισε τον Νοέμβριο του 1940 να παρέμβει με στρατιωτικά μέσα στην ελληνοιταλική ένοπλη σύρραξη. Ο Χίτλερ πήρε την απόφαση αυτή, παρότι δεν ήταν στα αρχικά του σχέδια, προκειμένου να πετύχει μια σειρά από στόχους. Αρχικά, επιδίωκε την εκδίωξη των βρετανικών δυνάμεων που είχε πληροφορηθεί ότι αποβιβάστηκαν στην Ελλάδα. Η παρουσία του βρετανικού στρατού στο νότιο άκρο της βαλκανικής χερσονήσου αποτελούσε απειλεί για τις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του Γ΄ Ράιχ, όπως επίσης και για τον στρατό του που προετοίμαζε να εισβάλει στην Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών (Ε.Σ.Σ.Δ.). Ταυτόχρονα, η κατάληψη της Ελλάδας θα διέσωζε το κύρος του Άξονα (συμμαχία αποτελούμενη από τα κράτη της Γερμανίας, Ιταλίας και Ιαπωνίας) που είχε πληγεί εξαιτίας της αποτυχίας της Ιταλίας να πράξει το παραπάνω.
Στις 6 Απριλίου 1941, η Γερμανία εισέβαλε στην Ελλάδα μέσω των ελληνοβουλγαρικών συνόρων και την επόμενη ημέρα μέσω των ελληνογιουγκοσλαβικών. Το μέτωπο σταδιακά κατέρρευσε και οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν μέχρι της 1 Ιουνίου 1941 το σύνολο των ελληνικών εδαφών. Το Βερολίνο σκόπευε να αξιοποιήσει την Ελλάδα ως εφαλτήριο για επιθετικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική.
Για τον σκοπό αυτό οι Γερμανοί, μεταξύ άλλων, κατασκεύασαν οχυρωματικά έργα σε στρατηγικής σημασίας μέρη, όπως λιμάνια, αεροδρόμια και υψώματα, για να τα προστατέψουν από ενδεχόμενες επιθέσεις. Ένα τέτοιο οχυρωματικό έργο είναι το φρούριο στον σιδηροδρομικό σταθμό Κατερίνης το οποίο διασώζεται έως σήμερα.
Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα γερμανικής αρχιτεκτονικής πύργου-πολυβολείου. Πανομοιότυπα έργα συναντάμε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και της Ευρώπης. Το φρούριο είναι κατασκευασμένο από πέτρα, οπλισμένο σκυρόδεμα, συμπαγείς οπτόπλινθους, χάλυβα και ξύλο. Πιο συγκεκριμένα, στο μέσο κάθε πλευράς του κτηρίου προεξέχουν κατασκευασμένα από οπτόπλινθους και σκυρόδεμα πυροβολεία που επέτρεπαν στους στρατιώτες να βάλλουν κατά των επιτιθέμενων από προστατευόμενη θέση. Ο φέροντας οργανισμός και τα πατώματα στο εσωτερικό του κτηρίου είναι κατασκευασμένα από ξύλο και η στέγη από χαλύβδινες δοκούς και σκυρόδεμα. Η γερμανική Οργάνωση Τοτ (Organisation Todt) που ανέλαβε τη διεκπεραίωση του έργου κάλυψε τις ανάγκες σε εργατικό δυναμικό εξαναγκάζοντας κατοίκους του συνοικισμού του Σταθμού σε εργασία.
Το φρούριο ήταν επιφορτισμένο με την προστασία του σιδηροδρομικού σταθμού της Κατερίνης ο οποίος λειτουργούσε από το 1916 και γενικότερα τον έλεγχο της σιδηροδρομικής γραμμής. Επίσης, εξαιτίας του ουκ ευκαταφρόνητου μεγέθους του αποτελούσε χώρο στρατωνισμού της γερμανικής φρουράς της περιοχής. Μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου (25 Νοεμβρίου 1942) από τις ελληνικές αντιστασιακές ομάδες «Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (Ε.Δ.Ε.Σ.) και «Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός» (Ε.Λ.Α.Σ.) οι δυνάμεις του φρουρίου ενισχύθηκαν περαιτέρω από τη Βέρμαχτ (Wehrmacht) -γερμανικές ένοπλες δυνάμεις-. Οι επιθέσεις που πραγματοποιούσαν οι αντιστασιακές ομάδες που δραστηριοποιούνταν στην Πιερία εναντίον των κατακτητών συνέβαλαν στην απόφαση των Γερμανών αξιωματικών για έμψυχη ενίσχυση των στρατηγικών σημείων που κατείχαν.
Μετά το πέρας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1939-1945) το φρούριο πέρασε στον έλεγχο του ελληνικού στρατού ο οποίος το επαναχρησιμοποίησε κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου (1946-1949). Το κτήριο βρίσκεται επί της λεωφόρου Λεωνίδα Ιασωνίδη στον Σταθμό Κατερίνης με εμφανή τα σημάδια του χρόνου επάνω του. Είναι το μοναδικό διασωθέν οχυρωματικό έργο που πραγματοποίησαν οι Γερμανοί κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944) στην περιοχή της Κατερίνης. Το φρούριο εντάσσεται στα μνημεία Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας, ωστόσο παραμένει αναξιοποίητο από την πολιτεία.
Γεώργιος Βουλγαράκης
Ιστορικός (M.A.)