28 Οκτωβρίου
Μόλις τέλειωσε η παρέλαση, φύγαμε φουριόζες για το θερμοκήπιο. Τα κορίτσια ήθελαν να πάμε βόλτα και να φάμε μπουγάτσα, αλλά η Γραμματούλα επέμενε.
«Πάμε στο θερμοκήπιο, μας περιμένει η συμμορία των Φίκων», είπε και μ’ άρπαξε από το χέρι.
«Η ποια;» αναφώνησα.
«Τρέξε!» είπε επιτακτικά και τρέξαμε, πιασμένες χέρι χέρι, τόσο γρήγορα, λες και μας κυνηγούσανε οι Γερμανοί.
Με τόσο τρεχαλητό, φτάσαμε λαχανιασμένες. Με τράβηξε μέσα κι έκλεισε την πόρτα.
«Έχω να σου πω μια πολύ μυστήρια ιστορία, που κρύβει μοναδική γενναιοψυχία, μιαν ιστορία που θα μπορούσε να είναι μοιραία… το έκαναν για την πατρίδα…»
Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Τι άλλο θα περίμενα ν’ ακούσω; Μια ιστορία βγαλμένη από τον πόλεμο και την Κατοχή; Στον πόλεμο όλα μπορούν να συμβούν, μας το είπαν στη σχολική γιορτή. Όσοι πολεμούν, το γνωρίζουν καλά, βλέπουν τη ζωή τους να κρέμεται από μια κλωστή και τον θάνατο μπροστά τους.
Καθίσαμε ανάμεσα στους φίκους, τον Ελάστικα, τον Λυράτα, τον Νάνο και τον Βενιαμίν. Τα φύλλα τους ίσα που άγγιζαν τα μαλλιά μας. Μας πλαισίωναν λες κι ήθελαν ν’ ακούσουν την ιστορία από το στόμα της Γραμματούλας, όπως της την εκμυστηρεύτηκαν την προηγουμένη. Η φίλη μου ταλανιζόταν όλη τη νύχτα, αν θα ’πρεπε να μου την πει, αλλά αφού είμαι η κολλητή της, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Άλλωστε, μου έχει και της έχω απέραντη εμπιστοσύνη.
Διάβασε, λοιπόν, αγαπημένο μου ημερολόγιο, τι συνέβη μια κρύα νύχτα του Οκτώβρη. Σημείωσε πως είναι η πρώτη ιστορία την οποία η Γραμματούλα δεν την έγραψε, αλλά μου την είπε προφορικά, μπροστά στα ίδια τα φυτά όπως της την εμπιστεύτηκαν.
Η συμμορία των Φίκων
Ήταν μια κρύα νύχτα του Οκτώβρη. Tα γερμανικά τανκς αλώνιζαν τις γειτονιές της Αθήνας. Τα τρόφιμα ήταν δυσεύρετα, τα παιδιά ήταν σκελετωμένα. Κυκλοφορούσαν με ένα ξεροκόμματο ψωμί στο χέρι, που το μούλιαζαν στο στόμα τους όλη μέρα κι ίσως, αν ήταν τυχερά, θα έπιναν μισό ποτήρι σκόνη γάλα. Οι μανάδες τους, εξαντλημένες κι αυτές από την πείνα, ήταν σε απόγνωση.
Σε μια γειτονιά, όπου δέσποζε ένα σπίτι αρχοντικό, ήρθαν οι γερμαναράδες και διέταξαν την επίταξή του, το πήραν δηλαδή με τη βία, και το έδωσαν σ’ έναν γερμανό Αρχιστράτηγο, που είχε το πιο βλοσυρό ύφος από όλους τους στρατιωτικούς. Ήταν υπεύθυνος, μαζί με άλλους το ίδιο σκληρόκαρδους ανθρώπους, για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Να φανταστείς ήταν τόσο κακός που όταν μιλούσε, σειόταν το έδαφος σαν να περνούσαν τανκς.
Στον επάνω όροφο, στο υπνοδωμάτιο του κακού αυτού Αρχιστράτηγου, υπήρχαν τέσσερις γλάστρες με φίκους, ο φίκος Ελάστικα, ο φίκος Νάνος, ο φίκος Λυράτα και ο πιο μικρός, ο φίκος Βενιαμίν. Κάθε φορά που ο Αρχιστράτηγος έτρωγε και του περίσσευε λίγο ψωμί, το έριχνε στις γλάστρες.
«Γιατί δεν το ρίχνει στο μπαλκόνι, να το φάνε τα σπουργίτια;» αναρωτήθηκε ο Βενιαμίν.
«Ακόμη να καταλάβεις πως δεν αγαπάει κανένα πλάσμα στη γη;» του απάντησε ο Ελάστικα, ο μεγαλύτερος και ο πιο σοβαρός.
Ο Βενιαμίν δεν μπορούσε να διανοηθεί πως θα μπορούσε να υπάρχει ένας τόσο κακόψυχος άνθρωπος. Οι μέρες κι οι νύχτες περνούσαν κι οι φίκοι παρατηρούσαν τις κινήσεις του. Μια νύχτα, μόλις έπεσε να κοιμηθεί, ο Ελάστικα είπε αποφασιστικά.
«Πρέπει να τον απειλήσουμε».
Οι φίκοι σώπασαν. Μα τι εννοούσε; Πώς θα μπορούσαν να απειλήσουν έναν άνθρωπο; Ο Ελάστικα διάβασε στα βλέμματα των τριών τον φόβο και την απορία τους.
«Δε βλέπετε πως πρέπει να βοηθήσουμε τους ανθρώπους; Δεν μπορούμε να παραμένουμε άπραγοι, καθηλωμένοι σ’ αυτές τις μουντές, γκρίζες γλάστρες, ανήμποροι θετές αυτού του παράλογου παιχνιδιού τους».
Συμφώνησαν και οι τέσσερις, ακόμη κι ο Βενιαμίν. Σαν τους τρεις Σωματοφύλακες με τον Ντ’ Αρντανιάν, αποφάσισαν πως ο Αρχιστράτηγος, που μόλις είχε αποκοιμηθεί, θα ’πρεπε να πάρει ένα γερό μάθημα!
«Σήμερα κάνει κρύο κι όπως θα παρατηρήσατε, ο γερμαναράς έκλεισε το παράθυρο. Είναι η μοναδική μας ευκαιρία. Μη χάνουμε χρόνο. Ξεκινήστε να αναπνέετε γρήγορα, πολλές και μικρές αναπνοές και εκπνοές. Όσο μπορείτε πιο πολλές. Πρέπει να γεμίσουμε τον αέρα του δωματίου με διοξείδιο του άνθρακα. Να μην έχει οξυγόνο και να ζαλιστεί. Το καταλάβατε;»
«Jawohl!» απάντησαν οι τρεις φίκοι, (στα γερμανικά σημαίνει μάλιστα)
Το κατάλαβαν πολύ καλά.
«Εμπρός λοιπόν!» πρόσταξε ο Ελάστικα.
Οι φίκοι ήδη ανέπνεαν με γρήγορες και κοφτές ανάσες. Κατανάλωναν το οξυγόνο και απελευθέρωναν διοξείδιο του άνθρακα και, όπως ήταν κλειστή η εσωτερική πόρτα και το παράθυρο, κατάφεραν μέχρι τις τέσσερις τα χαράματα να ’χουν εξαντλήσει αρκετό οξυγόνο. Ο Αρχιστράτηγος κοιμόταν βαθιά.
«Συνεχίστε, μη σταματάτε, ακόμη κι αν κουραστήκατε, ακόμη κι αν κοιμάται, πρέπει να είμαστε σίγουροι πως θα ζαλιστεί», διέταξε χαμηλόφωνα ο Ελάστικα. Οι φίκοι συνέχιζαν σαν στρατιώτες στο μέτωπο. Δεν πτοήθηκαν από την πολύωρη προσπάθεια. Όφειλαν να σώσουν τη χώρα από τους πολεμοχαρείς στρατηγούς.
Όταν ο ήλιος χάραξε, ο Ελάστικα διέταξε:
ΑΛΤ!
Οι φίκοι μετρίασαν τον ρυθμό της αναπνοής τους. Ήταν πλέον εξουθενωμένοι.
«Σταματήστε. Χαράζει. Σε λίγο θα φωτοσυνθέσουμε. Δεν πρέπει να καταλάβει πως είμαστε υπεύθυνοι για τη ζαλάδα του. Θα μας ξεριζώσει, ο άσπλαχνος. Τσιμουδιά!»
Μετά από λίγο ο Αρχιστράτηγος ξύπνησε με δυσκολία στην αναπνοή του. Ένιωσε το κεφάλι του βαρύ σαν τούβλο. Σηκώθηκε κακόθυμα, κοίταξε ψυχρά τους φίκους και κατέβηκε στο ισόγειο. Πήρε τηλέφωνο στο αρχηγείο. Μιλούσε τα γερμανικά του κι έπειτα έφυγε τρέχοντας. Κάτι φώναζε στην ακαταλαβίστικη γλώσσα του. Οι νεραντζιές της δενδροσειράς του πεζοδρομίου είπαν πως τον είδαν να κλαίει.
Οι φίκοι παρέμειναν στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο υπνοδωμάτιο για πολλά χρόνια. Ποτέ δεν αναφέρθηκαν στις μεταξύ τους συζητήσεις στο περιστατικό. Ποτέ δε μίλησαν για τα δεινά της Κατοχής και του πολέμου. Ήθελαν να ξεχάσουν όσες φρικιαστικές εικόνες είχαν δει. Ήθελαν να ξεχάσουν τον βλοσυρό Αρχιστράτηγο με τα ακαταλαβίστικα γερμανικά του, που δε συμπονούσε ούτε τα πεινασμένα σπουργίτια. Μέσα τους ένιωθαν υπερήφανοι που κατάφεραν να διώξουν τον εχθρό από το σπιτικό τους, που βοήθησαν τους Έλληνες στην Αντίσταση.
Η Γραμματούλα σταμάτησε την αφήγησή της. Την κοιτούσα άφωνη. Μου φάνηκε τόσο ηρωική η πράξη τους! Οι φίκοι, σαν αληθινοί σωματοφύλακες, έδρασαν ομαδικά για το καλό μας! Φίκοι, οι γενναιόψυχοι!