Εάν η ενεργειακή κρίση ήταν ένας εφιάλτης, η έκρηξη των τιμών της ενέργειας, από τον Ιούλιο, μοιάζει με ένα δυσάρεστο ξύπνημα επαναφοράς στην εφιαλτική πραγματικότητα: ενώ τον χειμώνα οι τιμές -λόγω της υψηλής ζήτησης για θέρμανση- είναι υψηλές σε όλη την Ευρώπη, το καλοκαίρι που η Ανατολική Ευρώπη πλήττεται από καύσωνες (και αυξάνει την κατανάλωση κατά 40% τουλάχιστον) οι τιμές (ξανα)ανεβαίνουν τοπικά. Οπότε η περιοχή μας καταλήγει να έχει ακριβό ρεύμα χειμώνα – καλοκαίρι…
Με το φαινόμενο των ακραία υψηλών τιμών (σε επίπεδα-ρεκόρ) να πλήττει το ενεργειακό σύστημα της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Ελλάδα, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ουγγαρία και άλλες χώρες ετοιμάζονται να ζητήσουν τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού που θα αποκλιμακώνει τις τιμές.
Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε με τον Έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να αναδεικνύει το θέμα στο ανώτατο ευρωπαϊκό επίπεδο, με επιστολή που απέστειλε στην πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Σε αυτή, ο κ. Μητσοτάκης εξηγεί ότι οι παθογένειες της ευρωπαϊκής αγοράς είχαν ως αποτέλεσμα απότομες και μεγάλες ανατιμήσεις, καλώντας τις Βρυξέλλες να δώσουν άμεσα μια «πολιτική απάντηση» στην «παρατεταμένη κρίση». Ο πρωθυπουργός στην επιστολή του ζητά από την Ε.Ε. να αναλάβει δράση για την αύξηση των δυνατοτήτων διασυνοριακής μεταφοράς ενέργειας, δηλαδή την ενίσχυση των διασυνδέσεων ανάμεσα στα κράτη-μέλη, ενώ τονίζει τη σημασία της καλύτερης εποπτείας της ευρωπαϊκής αγοράς, την οποία χαρακτηρίζει «μαύρο κουτί» που είναι «ακατανόητο ακόμα και για ειδικούς».
Επιστολή και στην Κομισιόν
Σε δεύτερη φάση, σύμφωνα με πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του το «ΘΕΜΑ», θα ακολουθήσει μια ακόμα επιστολή, από την Ελλάδα, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία εν είδει non paper στην Κομισιόν, στην οποία θα αναλύεται -και μάλιστα με συγκεκριμένα παραδείγματα και αριθμούς- το πρόβλημα των ακραίων τιμών της ενέργειας. Η… τελική μάχη αναμένεται να δοθεί στα μέσα Οκτωβρίου, οπότε και αναμένεται η διεξαγωγή Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας όπου θα συζητηθεί η κοινή πρωτοβουλία που αναλαμβάνουν η Ελλάδα, η Ρουμανία και η Βουλγαρία για την αποκλιμάκωση των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος.
Εκεί θα συζητηθεί και το αίτημα που θα έχουν ήδη καταθέσει οι τρεις χώρες για δομικές αλλαγές στο ευρωπαϊκό σύστημα ενέργειας target model. Ελλάδα, Ρουμανία και Βουλγαρία θα ζητήσουν οι χώρες της ΝΑ Ευρώπης να διαθέτουν και διαχειρίζονται έναν μόνιμο μηχανισμό, ο οποίος θα μπορεί να τις εξαιρεί από το ευρωσύστημα όταν υπάρχει «ενδημικό φαινόμενο», όταν δηλαδή υπάρχουν προϋποθέσεις δημιουργίας ακραίων τιμών ρεύματος που δεν οφείλονται στην παραγωγή και τη ζήτηση, αλλά στην αδυναμία των διασυνδέσεων που δημιουργεί «ενεργειακό νησί» στην περιοχή μας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην επιστολή του τονίζει τη σημασία της καλύτερης εποπτείας της ευρωπαϊκής αγοράς, την οποία χαρακτηρίζει «μαύρο κουτί» που είναι «ακατανόητο ακόμα και για ειδικούς»
Ναι, αλλά γιατί (ξανα)ακριβαίνει το ρεύμα;
Το τιμολογιακό βάρος που σηκώνουν οι βαλκανικές κυρίως χώρες σε ό,τι αφορά την ενέργεια αποδεικνύεται από την απόκλιση του κόστους ανάμεσα σε αυτές και τις άλλες βαλκανικές χώρες. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου,η Ελλάδα είχε μέση τιμή 146,28 ευρώ τη μεγαβατώρα, η Ρουμανία 158,74 και η Βουλγαρία 146,34 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Αυτό, την ώρα που η μέση τιμή της μεγαβατώρας στη Γαλλία για το ίδιο διάστημα έφτανε τα 77,21 ευρώ και στη Γερμανία τα 94,41. Σε ό,τι αφορά τις ανώτατες τιμές χονδρεμπορικής, οι αριθμοί είναι ακόμα πιο… τρομακτικοί, αφού ξεπέρασαν τα 940 ευρώ τη μεγαβατώρα και οδεύουν ολοταχώς προς τα 1.000 ευρώ. Γιατί συμβαίνει αυτό λοιπόν;
Ειδικοί εξηγούν ότι είναι «απολύτως αναμενόμενο αυτό το φαινόμενο», από τη στιγμή που στην αγορά έχει προκύψει ξαφνικά ένας «desperate consumer», δηλαδή ένας απελπισμένος καταναλωτής ενέργειας, ο οποίος προκαλεί στρεβλώσεις στο target model, αλλά και την αγορά ενέργειας αυτής καθαυτής. Ο λόγος για την Ουκρανία, η οποία αποτελούσε έναν από τους μεγάλους παραγωγούς ενέργειας της Ευρώπης. Ωστόσο η στρατηγική επιλογή της Ρωσίας να βομβαρδίζει στοχευμένα το ενεργειακό της δίκτυο έχει αναγκάσει τη χώρα να θέσει εκτός τα πυρηνικά εργοστάσια παραγωγής ρεύματος. Και καθώς η Ουκρανία έχει στραγγίξει από ρεύμα, αναγκάζεται να μετατραπεί σε εισαγωγέα ενέργειας, πληρώνοντας μάλιστα όσο όσο.
Αυτό το όσο όσο είναι που προκαλεί και τη μεγάλη στρέβλωση. Το τελευταίο διάστημα και όσο η Ρωσία έχει εντείνει τους βομβαρδισμούς της, η Ουκρανία αγοράζει ενέργεια σε κόστος που κινείται κατά μέσον όρο στα 6.000 ευρώ ανά μεγαβατώρα και έχει φτάσει ως και τα 9.000 ευρώ τη μεγαβατώρα! Σε αυτή την περίπτωση εμφανίζεται η απόλυτη κερδοσκοπική πτυχή του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης: ενώ, δηλαδή, δεν υπάρχει έλλειμμα ενέργειας και η παραγωγή φτάνει να καλύψει τη ζήτηση, ο «απελπισμένος καταναλωτής» ωθεί, άθελά του, ανοδικά την τιμή και για τους άλλους, ιδιαίτερα αυτούς που είναι αποκομμένοι από την υπόλοιπη αγορά. Γιατί όμως αυτό αφορά την Ελλάδα, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τις άλλες βαλκανικές χώρες και όχι αυτές της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης;
Ο λύκος, λένε, στην αναμπουμπούλα χαίρεται και, όταν συμβαίνει αυτό, θα στοχεύσει στα πρόβατα που είναι έξω από το μαντρί. Στην περίπτωσή μας, η Ελλάδα και οι άλλες γειτονικές μας χώρες εμφανίζονται να βρίσκονται αποκομμένες σε ένα «ενεργειακό νησί». Δεν έχουν, δηλαδή, αρκετές διασυνδέσεις -καλώδια, για να το εξηγήσουμε πιο λαϊκά- ώστε να μεταφερθεί η ενέργεια στα δικά μας δίκτυα, κάτι που, φυσικά, δεν ισχύει στις περιπτώσεις των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Στη δική μας περίπτωση υπάρχει ένα τριπλό μειονέκτημα: από τη μία είναι η Ουκρανία που ωθεί τις τιμές του ρεύματος προς τα πάνω (αφού η ίδια το πληρώνει ακριβά) και από την άλλη η αδυναμία των διασυνδέσεων που φέρνει τις βαλκανικές ευρωπαϊκές χώρες σε δυσχερή θέση, ως ένα αποκομμένο νησί σε ό,τι αφορά την ενέργεια.
Το target model, το σύστημα που έχει υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Ενωση, όχι μόνο δεν βοηθά, αλλά επιδεινώνει την κατάσταση. Κι αυτό γιατί, όπως εξηγούν παράγοντες του υπουργείου Ενέργειας στο «ΘΕΜΑ», το target model έχει την αδυναμία ότι «παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει αλλαγή κόστους ή παραγόμενης ποσότητας της ενέργειας, υπάρχει ο “desperate consumer”, λόγω του οποίου η τελευταία τιμή που δίνεται για να εκκαθαριστεί η αγορά είναι στα όρια της παράνοιας. Το target model δίνει την τελευταία τιμή σε όλους και βγάζουν όλοι (οι παραγωγοί) τρελά λεφτά, με εξαίρεση τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, οι οποίες λειτουργούν με ταρίφες».
Το ευρωπαϊκό σύστημα δέχεται τις ακραίες τιμές ως μέση, εξηγούν οι ίδιες πηγές, για να στείλει ένα σήμα στην αγορά. Το σήμα που παίρνει η αγορά σε αυτή την περίπτωση, ωστόσο, είναι να παίρνουν πιο πολλά χρήματα οι παραγωγοί. Καθώς τα χρήματα αυτά τα πληρώνουν οι καταναλωτές, η ελληνική πλευρά υποστηρίζει -και είναι απολύτως λογικό- ότι δεν έχει απολύτως κανένα νόημα να κατευθύνονται τα λεφτά αυτά στους παραγωγούς, όταν χρειάζονται επενδύσεις διασυνδέσεων (καλώδια) που θα έπρεπε να κάνουν οι διαχειριστές των δικτύων. Κι αυτό όταν οι διασυνδέσεις πληρώνονται και πάλι από τους καταναλωτές και τις κάνουν οι πάροχοι με σκληρό ρυθμιζόμενο ποσοστό. Είναι δηλαδή ο… ορισμός του παραλόγου: το σύστημα προβλέπει να υπολογίζονται οι ακραίες τιμές για να δίνεται σήμα στους ρυθμιστές ώστε να κάνουν επενδύσεις που θα αποτρέπουν τα ενεργειακά νησιά, όμως δίνει τα λεφτά στους παραγωγούς.
Το… τρίτο κακό της μοίρας μας, το οποίο ωθεί τις τιμές σε ακραία επίπεδα στην περιοχή μας, είναι ο… καλός μας ο καιρός. Το φετινό (ή, καλύτερα, και το φετινό) καλοκαίρι ήταν το θερμότερο που έχει καταγραφεί ποτέ στον πλανήτη και στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης ήταν ουσιαστικά ένας συνεχής, τρίμηνος καύσωνας με θερμοκρασίες-ρεκόρ.
Αυτό έφερε αύξηση της κατανάλωσης λόγω της ανάγκης χρήσης κλιματιστικών σε τέτοιον βαθμό που, στην περίπτωση της Ελλάδας, έφτασε το 40% τους τρεις μήνες του καλοκαιριού. Και ενώ ταυτόχρονα η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας που αποδίδεται στην κλιματική κρίση οδηγεί κι άλλες, παραδοσιακά ψυχρές ευρωπαϊκές χώρες στην ανάγκη χρήσης air condition, αυτή είναι μια τάση η οποία -βάσει των όσων προβλέπουν οι επιστήμονες- αν δεν ενταθεί, θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, με τα καλοκαίρια να γίνονται πιο θερμά και άρα τη ζήτηση να εκτοξεύεται.
Σε αυτή την περίπτωση αναλαμβάνει ο «νόμος της αγοράς», κατά τον οποίο η μεγαλύτερη ζήτηση λόγω ακραίων καιρικών συνθηκών οδηγεί σε αύξηση της τιμής του ρεύματος. Αυτό δεν θα ήταν καταστροφικό από μόνο του, όμως συνδυάζεται με την έκρηξη της ζήτησης από την Ουκρανία και το φαινόμενο του «ενεργειακού νησιού», επιτρέποντας στους παραγωγούς να κερδοσκοπήσουν, εκτοξεύοντας τις τιμές. Οι ΑΠΕ θα μπορούσαν να δώσουν τη λύση παρέχοντας την απαραίτητη ενέργεια σε σταθερά χαμηλό κόστος, όμως έχουν το μειονέκτημα ότι δεν παράγουν 24 ώρες το 24ωρο και εξαρτώνται εν πολλοίς από τις καιρικές συνθήκες.