Χιόνια στα ορεινά και στα ημιορεινά και βροχές στα παράλια. Περπατώντας στην οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, τα καφέ είναι για πρώτη φορά άδεια, όπως και το πάρκο της πόλης μας, που τις ηλιόλουστες μέρες πλημμυρίζει με παιδάκια που έρχονται με δασκάλους τους σε σχολικές εκδρομές.
Γράφει ο Θεοχάρης Στύλος
Τα πουλιά, κούρνιασαν κι αυτά στα δέντρα και το νοτισμένο χώμα μοσχοβολάει βροχή. Διασχίζοντας την Μεγάλου Αλεξάνδρου φτάνω στην είσοδο του πάρκου το οποίο αν και προσπερνώ αμέτρητες φορές με τ’ αυτοκίνητο, εδώ και δεκαετίες, μόνο τώρα που το προσεγγίζω με τα πόδια, το βλέπω στ’ αλήθεια.
Δυο κολώνες στέκονται και οριοθετούν την είσοδο του σήμερα. Τα περιστέρια και αυτά καθηλωμένα στον τόπο και στον χρόνο ενώ ένας τεράστιος φίκος ανοίγει τα κλαδιά του, σκεπάζοντας τα αγάλματα, άχρονος κι αυτός, όπως μαρτυρούν ο κορμός και οι γέρικες ρίζες του που αναδύονται ανάγλυφες μέσα από το χώμα.
Η αυλαία του μυαλού μου σηκώνεται και βλέπω μπροστά στα μάτια μου ένα άλλο σκηνικό μ’ ένα μικρό φίκο και ένα επίσης μικρό παιδάκι που κάνει γύρους παίζοντας κουτσό γύρω από τα δένδρα. Είναι μια ζεστή καλοκαιρινή μέρα, με τη μάμμα και τη γιαγιά Μαρία ήρθαμε επίσκεψη στη θεία Σταματία και καθόμαστε στη μικρό μπαλκονάκι του σπιτιού της. Βαριέμαι τις κουβέντες των μεγάλων και κατεβαίνω να παίξω με τα ξαδέρφια μου Ελπιδοφόρο και Θεοχάρη.
Το Δημοτικό μας πάρκο όπως και τα υπόλοιπα παρκάκια της πόλης μας δεν προσφέρονταν εκείνη την εποχή για παιδιά, αφού δεν είχαν διαμορφωμένο χώρους για παιχνίδι πέρα από τα μονοπάτια, την παιδική χαρά που βρισκόταν στην πλευρά που έβλεπε το Νοσοκομείο και ένα ζωολογικό πάρκο με κυριότερο έκθεμα μια μαϊμού. Αργότερα ο Δήμος της πόλης μας ανακατασκεύασε το πάρκο δίνοντας του σύγχρονη όψη κάτι που είχε μεγάλη ανάγκη ή Κατερίνη που άλλαζε γρήγορα, η Μεγάλου Αλεξάνδρου, η μοναδική λεωφόρος της πόλης μας έγινε πεζόδρομος που σφύζει από κόσμο σήμερα και σε αρκετά σημεία της τοποθετήθηκαν μνημεία και προτομές, κεφάλια άγνωστων αντρών, φτιαγμένα από πέτρα ή μάρμαρο τα οποία διδάσκουν στα παιδιά μας ιστορία και πολιτισμό λαμπρύνοντας παράλληλα τους δρόμους που βρίσκονται.
Σαν παιδί είχα τις δικές μου προσωπικές ανεράδες που εκείνο το ζεστό δειλινό που έσμιξαν με τα μαρμαρωμένα πουλιά τα οποία μου χαμογέλασαν και απλώνοντάς μου το χέρι πετάξαμε μαζί, ψηλά, πέρα από το σπίτι της θείας και το καμπαναριό της Αγίας Τριάδας που οι καμπάνες του κτυπούσαν εκείνη την ώρα για τον εσπερινό. Ο ουρανός γέμισε πουλιά που πήγαιναν να κουρνιάσουν στα δέντρα. Πετάξαμε πάνω από τον μόλο και τον ζωολογικό κήπο, είδαμε τα ζώα να βολεύονται κι αυτά για τον νυχτερινό τους ύπνο. Τον πατέρα που έρχονταν σπίτι γεμάτο ψώνια από το Παντοπωλείο του Βασιλειάδη, τραβώντας προς τα κάτω τη μεγάλη σιδεριά και την αδελφή μου να επιστρέφει στο σπίτι της θείας μας διασχίζοντας τον δρόμο.
Αυτή ήταν όλη κι όλη η πόλη μας, αυτός ήταν ο κόσμος μου. Σουρούπωσε για τα καλά, οι τζίζτζικες σώπασαν με μιας, ενώ άναψαν τα φώτα στους δρόμους και οι φανοστάτες στη βεράντα της θείας. Τότε άκουσα τη μάμμα να με φωνάζει «έλα πίσω, σκοτεινιάζει». Χοροπηδηκτός επέστρεψα πίσω στο μικρό μπαλκονάκι με τα σφυρήλατα έπιπλα, όπου κάθονταν κύκλο οι γυναίκες κουβεντιάζοντας ατέλειωτα, κάνοντας ταυτόχρονα σταυροβελονιά ή σμιλί όλο το δειλινό. Τώρα που το φως άρχισε να λιγοστεύει και να πέφτει το σκοτάδι, φύλαξαν τα σεμέ και τα εργόχειρά τους, ενώ ετοιμάζονταν για την επιστροφή στα σπίτια τους.
Πέρασαν τα χρόνια κι εγώ πέρασα χιλιάδες, άπειρες φορές από το συγκεκριμένο πάρκο με το αυτοκίνητο πάντα, κεκτημένη ταχύτητα πάντα, χωρίς να έχω χρόνο να το παρατηρήσω, να νιώσω ή να αφεθώ να θυμηθώ. Με το περπάτημα όμως, το σώμα εναρμονίζεται με το πνεύμα, δεν είμαστε πια ένα με τη μηχανή ή με τις μηχανικές κινήσεις που κάνουμε στην καθημερινότητά μας. Περιπατώντας, κοιτάζουμε λίγο παραπέρα ή λίγο ψηλότερα, αφού το οπτικό μας πεδίο δεν φράζει η οροφή του αυτοκινήτου ή η οθόνη του κινητού μας που έγινε προέκταση του χεριού και του μυαλού μας.
Τα πουλιά στο πάρκο, δεν είναι ένα μνημείο προς τιμήν κάποιου λόγιου ή ευεργέτη της πόλης μας. Είναι για μένα μια ωδή στην ομορφιά, την αθωότητα και την αγνότητα της παιδικής ηλικίας, στα χρόνια και στους ανθρώπους που πέρασαν από την πόλη μας, που περπάτησαν στους δρόμους και στις συνοικίες της. Ωδή στις γυναίκες που μας φρόντιζαν, που κεντούσαν τα δειλινά τον καημό τους, φτιάχνοντας τα προικιά των κοριτσιών του σπιτιού, τους άντρες που δούλευαν για να συντηρήσουν τις οικογένειές τους, τους ποιητές που αναζητούσαν τις ανεράδες τους και τους εργάτες που πελεκούσαν την πέτρα και ζύμωναν τον πλίνθο για να κτίσουν τα σπίτια και την πόλη μας.