Στο βάθος της αυλής βρίσκεται ένα σπιτάκι με μόνιμα ανοιχτά τα παραθυρόφυλλα. Μια νεαρή γυναίκα περνά καθημερινά από εκεί, παίρνοντας βόλτα με το καροτσάκι την κορούλα της.
Γράφει ο Θεοχάρης Στύλος
Σταματούν μπροστά από το κοτέτσι για να δει το κοριτσάκι τις κοτούλες, με τις οποίες χαίρεται, ενώ ενθουσιάζεται με το πέρασμα του μεγαλόπρεπου πετεινού. Μια μέρα σαν τις άλλες βγήκε από το σπίτι η ένοικός του και έγιναν οι συστάσεις. «Με τις πολυκατοικίες δεν ξέρεις ούτε τους γείτονες σου, δεν είναι όπως παλιά» είπε η ηλικωμένη γυναίκα, η οποία μπήκε στο κοτέτσι επιστρέφοντας με δυο αυγά, «για το μωρό, να μεν τρώει ’που τα έτοιμα της φάρμας».
Από εκείνη τη μέρα και για δύο τρεις φορές την εβδομάδα η κυρία Στεφανία άφηνε μερικά αυγά έξω από το διαμέρισμα της γειτόνισσάς της μαζί με φρέσκα σύκα, όσο ήταν η εποχή τους. Αρνείτο να πάρει χρήματα . « Δεν υπάρχει περίπτωση, μα δεν τα δούλεψα ούτε τα πλήρωσα, οι κότες και οι συκιές μου τα κάνανε». Στις προσκλήσεις της να κάτσει για ένα καφέ, η κυρία Στεφανία απαντούσε «Δεν είμαι ακατάδεχτη, αλλά βιάζομαι να πάω στις σκάλες». Ήταν οι σκάλες των πολυκατοικιών της περιοχής τις οποίες καθάριζε.
Μόνο κάποια δωράκια για την εγγονή της δεχόταν που και που. Τη μεγάλωνε η ίδια αφότου πέθανε η κόρη της και μητέρα του κοριτσιού. Έμεναν στο μικρό σπιτάκι, με το μεγάλο κοτέτσι, το κλειστό πηγάδι και το περιβόλι με τις συκιές, όπου πάντα έκανε σκιά και δροσιά το καλοκαίρι, ενώ τον χειμώνα που τα δέντρα ήταν γυμνά από φύλλα, το σπιτάκι λουζόταν και ζεσταινόταν από τον χειμωνιάτικο ήλιο.
Ο πετεινός ήταν ο μοναδικός της περιοχής και ξυπνούσε τη γειτονιά με τα κοκορίκο του, περιφερόταν σαν άρχοντας και έκανε κουμάντο στην αυλή της κυρίας Στεφανίας. Οι μονοκατοικίες όλο και λιγόστευαν στην περιοχή, χρόνο νε τον χρόνο, δίνοντας τη θέση τους σε πολυκατοικίες. Μόνο το σπιτάκι με το περιβόλι και το κλειστό πηγάδι έμεναν εκεί, κόντρα στην ανάπτυξη, θυμίζοντας άλλες εποχές. Οι developers πήγαιναν και έρχονταν με νέες και όλο καλύτερες προτάσεις. « κυρά Στεφανία, θα πάρεις δύο διαμερίσματα.
Θα ζεις σαν βασίλισσα στο ένα και θα νοικιάζεις το άλλο, άσε που θα πιάνεις ένα σωρό λεφτά. Ετσι δεν θα χρειάζεται να καθαρίζεις πλέον σκάλες». Μα αυτή δεν διανοείτο να ζήσει ψηλά, χωρίς να πατά στο χώμα! Και οι κότες, ο πετεινός και οι συκιές της; Θα τα έσφαζε και θα ξερίζωνε «τα δεντρά» της; Απορρίπτοντας λοιπόν το εφιαλτικό αυτό σενάριο, έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της στο σκιερό δροσερό σπιτάκι, όπου έκανε δροσιά ακόμη και τα καυτά καλοκαίρια ενώ τον χειμώνα καθόταν κάτω από τις γυμνές συκιές στο ήλιο, «να βράσουν τα κόκκαλά», όπως συνήθιζε να λέει.
Η νεαρή άλλοτε μητέρα μετακόμισε κάνοντας πολύ καιρό να περάσει από την περιοχή που άλλοτε έμενε παλιά και απο το σπιτάκι με τις συκιές και τις κότες. Η περιοχή έχει γίνει αγνώριστη, με ψηλά κτίρια, ένα από τα οποία είναι κτισμένο στο σημείο όπου υπήρχε κάποτε το σπίτι και περιβολάκι της κυρίας Στεφανίας.. Ρωτά γι’ αυτήν στη γειτονιά μα κανείς δεν τη γνωρίζει, μόνο ο μπακάλης ο κυρ Απόστολος μένει ακόμα εκεί, το μαγαζί του οποίου, πλάι στο σπίτι του, έκλεισε και αυτό, λόγω των αλυσίδων υπεραγορών που γέμισαν την περιοχή.
Την πληροφορεί πως αφού πέθανε η κυρία Στεφανία η εγγονή της έδωσε το οικόπεδο αντιπαροχή, ζώντας η ίδια πια στο ρετιρέ. Τον κόκορα της αυλής τον έσφαξαν μάλιστα στα θεμέλια αφού ο εργολάβος ήθελε να κρατήσει το παλιό ειδωλολατρικό έθιμο. Έχουν δημιουργηθεί οικοδομικά τετράγωνα εκεί που άλλοτε υπήρχαν χωράφια, με μεγάλους δρόμους, η όλη περιοχή έχει αλλάξει και έχει αγνώριστη με νέα σύγχρονα κτίρια και σπίτια, καφετέριες και καταστήματα πολυτελείας που δεν θυμίζουν σε τίποτα τον παλαιό συνοικισμό Αστών της Κατερίνης.
Το καροτσάκι κυλά, οι ρόδες γυρίζουν, περνά μπροστά από το κοτέτσι και το σπιτάκι με τις συκιές, τις κοτούλες, τον πετεινό. Ένα κοριτσάκι χτυπά χαρούμενα τα χέρια του και τιτιβίζει από χαρά στη θέα τους. Ο χρόνος κυλά κι αυτός και δεν γυρίζει πίσω.Τα μόνα που έμειναν ως ανάμνηση ειναι οι χειρονομίες και οι φυσιογνωμίες των ανθρώπων που αγαπήσαμε και η εικόνα ενός περιβολιού με συκιές, ένα κλειστό πηγάδι και το χαμόγελο της κυρίας Στεφανίας.