Δηλαδή ότι εκείνος που παίζει τυχερά παιχνίδια, αργά ή γρήγορα στο τέλος χάνει (τα λεφτά του, την ελευθερία του, την αξιοπρέπεια κλπ ), κι εκείνος που πίνει αλκοόλ χάνει (τον αυτοέλεγχο, την υγεία του κλπ.).
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Αυτές τις μέρες στο τέλος του χρόνου πολλοί, ιδιαίτερα την παραμονή της πρωτοχρονιάς, ακόμα κι εκείνοι που δεν αγοράζουν λαχεία και δεν παίζουν κάποιο τυχερό παιχνίδι, «δοκιμάζουν την τύχη τους», αγοράζουν ένα λαχείο, παίζουν κάποιο τζάκποτ κλπ., άλλοι «παραδοσιακά για το καλό του χρόνου» κι άλλοι για να ρεφάρουν τα ρέστα τους και γενικά τη χασούρα τους.
Παλιά οι τζογαδόροι έπαιζαν συνήθως χαρτιά ή ζάρια. Υπάρχει κι ένα σχετικό παλιό τραγούδι, με τον Βαγγέλη Περπινιάδη με τίτλο «Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια». Η ιστορία αυτού του τραγουδιού έχει ενδιαφέρον:
Πρόκειται για ένα από τα αποκαλούμενα αυτοβιογραφικά τραγούδια. Το τραγούδι αυτό κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1960 και ήταν μία από τις πιο μεγάλες επιτυχίες του Βαγγέλη Περπινιάδη.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1959, λοιπόν, ο Περπινιάδης εμφανιζόταν στο μαγαζί του Βλάχου στο Αιγάλεω, μαζί με τον Στράτο Παγιουμτζή, τη Λέλα Παπαδοπούλου και άλλους μουσικούς. Κάποιος φίλος του καρδιακός πέρασε από το μαγαζί να τον δει και να του ευχηθεί χρόνια πολλά. Στο μεταξύ αγόρασε από τον λαχειοπώλη που μπήκε στο μαγαζί μια τετράδα λαχεία. Τα δύο λαχεία τα έδωσε δώρο στον Βαγγέλη λέγοντας του “πάρ’ τα για τα πιτσιρίκια σου”.
Ο Περπινιάδης τον ευχαρίστησε, του ευχήθηκε και συνέχισε το πρόγραμμα του να τραγουδάει. Όταν τελείωσε πια, λίγο πριν από τα ξημερώματα της πρωτοχρονιάς, πήγε στο σπίτι της συναδέλφου του Μαρίας Κωνσταντινίδου, που είχε ρεβεγιόν, για να παίξουνε “κάνα χαρτί και κάνα ζάρι”, όπως συνηθιζόταν τότε στις χρονιάρες μέρες.
Είχε στην τσέπη του 853,50 δραχμές. Φύλαξε τις 200 δρχ. στην πίσω τσέπη του παντελονιού για να τις πάει στο σπίτι και άρχισε να παίζει ζάρια με τα υπόλοιπα. Όλη την ώρα έφερνε “ασσόδυο” και συνεχώς έχανε. Τελικά τα έχασε όλα, ακόμα και τις 200 δρχ, που είχε φυλαγμένες για το σπίτι. Τσαντισμένος τα έβαλε με την τύχη του, αλλά περισσότερο με τον εαυτό του, που φέρθηκε τόσο επιπόλαια χρονιάρες μέρες και έχασε όλα του τα λεφτά.
“Και τώρα τι γίνεται, τι θα πάω στο σπίτι;” συλλογιζόταν. Είχε μείνε με 3,5 δρχ. Έφυγε από το παιχνίδι και ζήτησε από τη Μαρία να του φτιάξει έναν καφέ.
Πίνοντας το καφεδάκι του, βγάζει το πακέτο με τα τσιγάρα του, Ντελίς φίλτρο κάπνιζε, παίρνει το χαρτί το άσπρο μέσα από το πακέτο και γράφει: “Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια…”. Ήταν μια απόφαση και μια υπόσχεση στον εαυτό του. Όταν τελείωσε τα στιχάκια, διαβάζοντας τού άρεσαν σαν στίχοι και μονολόγησε: “Πω, πω ωραίο είναι”. Στη συνέχεια χαιρέτησε και έφυγε, καταστενοχωρημένος. Σκεφτόταν τι θα έλεγε στη γυναίκα του, που ήταν άφραγκος πρωτοχρονιάτικα.
Με τις 3,5 δρχ που του είχαν απομείνει πήρε το λεωφορείο για το σπίτι, ενώ αγόρασε και μια εφημερίδα, είχαν στο μεταξύ κληρωθεί τα πρωτοχρονιάτικα λαχεία. Μέσα στο λεωφορείο έβγαλε τα λαχεία και τότε είδε πως αυτά που του είχε κάνει δώρο ο φιλαράκος του στο κέντρο κέρδιζαν 5.000 δρχ. η τετράδα, άρα με τα δύο λαχεία έπαιρνε 2.500 δρχ. δηλαδή ένα σημαντικό ποσό.
Ο Βαγγέλης τρελάθηκε από τη χαρά του, γύρισε στο σπίτι και είπε στη γυναίκα του, τη Μαρίτσα: “Άκου να σου πω τι έπαθα, έχασα στα ζάρια 850 δρχ, αλλά τώρα θα σου φέρω 2.500, κερδίσαμε το λαχείο”.
Την ίδια μέρα πήγε και το εξαργύρωσε, ενώ επιστρέφοντας στο σπίτι έβγαλε το χαρτάκι με τα στιχάκια που είχε γράψει, πήρε το μπουζούκι και σε λίγη ώρα έφτιαξε το τραγούδι. Μετά την Πρωτοχρονιά πήγε στην εταιρία και το ηχογράφησε. Με την κυκλοφορία του το τραγούδι χάλασε κόσμο, πουλώντας πολλές χιλιάδες δίσκους. Αφιερωμένο στον εαυτό του και όλους τους τζογαδόρους.
Δεν ξαναπαίζω ζάρια πια, ούτε ραμί και πάστρα
Μακάρι να μου τάξουνε, τον ουρανό με τ’ άστρα
Αυτά με καταστρέψανε, και μ’ άφησαν μπατίρη
Τώρα δεν έχω τάλιρο, να πιώ κάνα ποτήρι
Τα έριξα κι ησύχασα, όλα με άσσο δυο
Αν τα κρατούσα, μάγκες μου, θα είχα ένα πλοίο.
Ένα άλλο παλιό και πολύ γνωστό τραγούδι για τα ζάρια είναι κι εκείνο που τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώσης με τίτλο «Ρίξε μια ζαριά καλή και για μένα βρε ζωή»:
Ρίξε μια ζαριά καλή
και για μένα βρε ζωή
φέρε και καμιά εξάρες
φτάνουν πια ντόρτια και δυάρες
φτάνουν πια τόσοι καημοί!
Φίλος και λαβωματιά
κι είν’ η αγάπη μου φωτιά
Πού να πω τα βάσανά μου
πού να πω τα μυστικά μου
που μου καίνε την καρδιά;
Δεν είμαι παιδί κακό
γιατί θέλεις να πονώ;
Έφτασε η ψυχή στο στόμα
μ’ ένα ασσόδυο ακόμα
απ’ τον κόσμο θα χαθώ
Ρίξε μια ζαριά καλή
και για μένα βρε ζωή
Και για μένα βρε ζωή
ρίξε μια ζαριά καλή.