«Οι ιστορίες που γράφω προκύπτουν από δικές μου ουρανοκατέβατες ιδέες. Από μνήμες κι εμμονές, αλλά κι από ιστορίες που μου διηγήθηκαν άλλοι. Με ενδιαφέρει η παλιά γλώσσα, τα χωριάτικα, που πέρα από λέξεις είναι και ρυθμός. Θέλει προφορά. Άρθρωση. Και μιλιέται από πολλούς στο χωριό, ακόμα κι από πιτσιρικάδες»· στη συνέντευξή του με τίτλο «Ο Κωνσταντίνος Δομηνίκ αφηγείται στοιχειωμένες ιστορίες από ένα χωριό της Κατερίνης» στον M. Hulot, περιοδικό lifo.gr, 23.4.2024. Απόδειξη της αξίας του εκλεκτού πεζογράφου (από τους μάστορες της γενιάς του και, μακράν, ο καλύτερος της Πιερίας) είναι και η επιλογή του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου (2025) να ζητηθεί από τον Κωνσταντίνο Δομηνίκ η συγγραφή ενός σκηνικού μονολόγου στηριγμένου σε δύο διηγήματα των συλλογών του. Τελικά, στο πλαίσιο του κύκλου «Η σκηνή των βιβλίων», προέκυψε το σκληρό αλλά ποιητικό Η σαρμάντζα (σκηνοθεσία Έλενα Μαυρίδου, ερμηνεία Γιάννης Τσορτέκης) για τη θεατρική σκηνή Πειραιώς 260 (26-28.6.2025). Σαρμάντζα είναι και μικροτοπωνύμιο της Μηλιάς. Στο κείμενο που ακολουθεί και το οποίο προέρχεται από τον υπό έκδοση τόμο για την Μηλιά Πιερίας παραθέτουμε το ωραίο αυτοβιογραφικό κείμενο του συγγραφέα ο οποίος σχολιάζει την τρυφερή σχέση του με τον γενέθλιο τόπο του.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΦΑΣ
ΠΑΛΙΑ ΚΟΥΜΑΣΙΑ
του Κωνσταντίνου Δομηνίκ (Κώστα Α. Πιπίλη), πεζογράφου
Απ’ την ύστερη εφηβεία μου κι έπειτα, άφηνα τη Μηλιά, τον τόπο που μεγάλωσα, χωρίς να το ξέρω, να μεταμορφώνεται μέσα μου, να παραμένει συνεχώς εν κινήσει. Να σκάει πέταλα. Αδέσποτη, ανεξερεύνητη, υποσυνείδητα και στα κρυφά, σαν υποβρύχιο σκάφος που ανεβαίνει ανάποδα τον παραπόταμο.
Κάποτε, δειλά, εξόκειλε —άρχισα, λοιπόν, με παιδική, αμείλικτη σοβαρότητα, που είναι άλλωστε κι ο μόνος τρόπος για να καταπιαστείς σοβαρά με οτιδήποτε, κάπως να την εξερευνώ. Να τη δουλεύω. Αναμοχλεύοντας μνήμες, επινοώντας τόπους και καταστάσεις, ακολουθώντας παλιές και νέες διαδρομές, τινάζοντας ενίοτε και τα μπαλώματα των χωραφιών, στους λόφους, να δω ποιος ή τι χειμαδιάζει από κάτω. Το λεγόμενο νόημα —που, όσον με αφορά, παραμένει φυγόκεντρο και βαθιά μεταφυσικό, ήδη από τότε που ήμουνα μικρό παιδί, στα γεννοφάσκια του.
Πώς συμβαίνει τώρα, αυτό: καμιά φορά, όταν βρίσκομαι στο χωριό, βλέπω, νύχτα, απ’ τη βεράντα, στην πλαγιά πίσω απ’ το πατρικό μου, το παλιό κουμάσι του παππού να καιροφυλαχτεί παντοντινά απόρθητο, μυστηριώδες. Και νιώθω το εξής παράξενο: Ότι σαν ενήλικος πλέον, και δη συγγραφέας, περιέρχομαι μέσα σε μια άλλη, εναλλακτική κατάσταση —ρευστή, φανταστική. Στον τόπο των αναμνήσεων. Στις μνήμες μου, που όσο περνάνε τα χρόνια παραλλάσσονται. Μυθοποιούνται.
Προσπαθώντας να τις εξερευνήσω, ταξιδεύοντας μέσα σ’ αυτόν τον ατομικό, προσωπικό μου μύθο, σταδιακά, με τον καιρό, απομακρύνθηκα —έφτασα κάποτε να εξερευνώ και το συλλογικό μύθο. Αναπόφευκτα, κατέληξα να εντρυφώ και στο μυστήριο της ψυχής —της δικής μου, αλλά και του τόπου. Συνειδητοποιώντας ότι δεν κατευθυνόμουν παρά προς τα πίσω πάλι, σε μια πρωταρχική κατάσταση και σ’ ένα συγκριμένο είδος βλέμματος, που βίωνα και διατηρούσα ως μικρό παιδί. Τόσο καιρό λαχταρούσα να επιστρέψω.
Για ν’ ανακαλύψω τι —το πώς ένα παιδί, προβάλλει ασυνείδητα προς τα έξω, στην γύρω πραγματικότητα, τους θρύλους και τους μύθους του τόπου. Τις παραδόσεις και την ιστορία του. Ότι αποτελεί από μόνο του, μια ζώσα, προσωποποιημένη έκφραση της παράδοσης. Πώς το λένε —ένα παιδί το «ζει». Καμουφλαρισμένα —μ’ έναν άγριο, πρωτόγονο τρόπο.
Φαντάσου: κατακαλόκαιρο, δεκαετία του ‘90 κι οι φίλοι μου κι εγώ, πολεμοχαρείς, τρέχουμε, κραδαίνοντας σπαθιά και αεροβόλα. Γελαστά τόξα και μπουκάλια πλαστικά για φαρέτρα, δεμένα πίσω στην πλάτη. Ο Ιβανόης, ο Τόλιος Λάζος και ο Ρομπέν των Δασών. Ο ήλιος έριχνε άλλο φως τότε, και τα Μυστικά του Βάλτου κρέμονταν ακόμα όλα απ’ τη μεγάλη συκιά της αυλής. Στην οπισθοφυλακή, πίσω στο σπίτι, η φωνή της γιαγιάς μου, της Στάμως —για τον Άγιο Γεώργιο να μου λέει, ψιθυριστά, αντιστασιακά, που τον άκουσε μια νύχτα να καλπάζει, έξω απ’ το ναό του, πάνω στη Μπάρα. Παρεμβαίνει η μορφή του παππού μου, του Κώτσου Καταραχιά —τον βλέπω να προχωρά, όπως πάντα, νευρικά, μπροστά μου, μαύρος, πορτοκαλής μέσα στο σούρουπο∙ βαδίζουμε πέρα απ’ το ποτάμι, στο Λάκκο, πάνω στους αρχαίους λόφους, με τα μυαλά μας γεμάτα ρίγανη και παλιές ιστορίες.
Αρχές του 2000 και ριχνόμαστε στις ύστατες μάχες μας —έφηβοι και μονίμως εν βρασμώ, να κρύβουμε κορίτσια και τσιγάρα, βιαστικά γκράφιτι και όρκους φιλίας, πίσω απ’ τις εκκλησίες και τα νεκροταφεία. Αντάρτες, Κλεφταρματολοί —κανονικοί Λαζαίοι. Πολεμούσαμε για ένα δικό μας, κρυφό, προσωπικό ιδεώδες, που άντε τώρα να το εξηγήσεις στον γύρω ζυγό…
Και τώρα που μπαρμπαδεύω, αρχίζω πια και καταλαβαίνω —βλέπω πάλι εκείνο το παλιό κουμάσι του παππού: ίπταται μέσα στη νύχτα κι έρχεται, το νιώθω —έρχεται καταπάνω μου. Κουβαλάει μέσα του, έναν χερουβικό, αόρατο κόσμο, μια δεύτερη δική μου, ολόδική μου Μηλιά: το μυστηριώδες Άβαλον —τη Νήσο των Μήλων της βρετανικής μυθολογίας. Ή, έστω, τις Νήσους των Μακάρων της ελληνικής, που βρίσκονται δυτικά, όπως και τα Πιέρια Όρη. Οι Βάρδοι του, εκεί πέρα, σου δίνουν όλους τους γρίφους λυμένους —ας είναι τα τραγούδια τους παλιά, ας είναι οι ιστορίες τους ξένες. Εσύ, πώς γίνεται —ξαναθυμάσαι μέχρι και την παραμικρή στροφή. Κοιτάς απ’ το φεγγίτη κι αναγνωρίζεις τον Παράδεισο. Την Κιβωτό της Διαθήκης. Να βρίσκονται λες, ήδη οι παππούδες μου εκεί μέσα, καίγοντας αδιάκοπα τη σόμπα με την αρχαία φλόγα; Ποιος ξέρει. Κρούετε, και θα σας ανοιχτεί.