-Ξέχασέ τα όλα, παράτα τα!
– Τι εννοείς;
– Ξέχνα πολιτική, πολιτικούς, χρήματα, τράπεζες, τα πάντα!
– Και…; Δεν καταλαβαίνω!
– Ξέρεις τι σκέφτομαι; Αναρωτιέμαι πως θα ήμουν εγώ στη θέση τους. Πως θα αντιδρούσα εγώ στη θέση τους, πως θα ένιωθα εγώ στη θέση τους, πόσο θα άντεχα εγώ στη θέση τους! Μπορείς να το διανοηθείς; Μπορείς ρε φίλε; Μπορείς;
– Κατάλαβα που το πας!
– Πηγαίνει μόνο του ρε! Τι αξίζει περισσότερο από την ανθρώπινη ζωή; Τι αξίζει περισσότερο από τη ζωή του παιδιού σου; Κλείσε τα μάτια και ζήσε αυτό που είδες, ζήσε αυτό που άκουσες, πόσο τρέμουν τα πόδια σου, πόσο σκέφτεσαι αν αυτά που βλέπεις είναι αλήθεια, όχι δεν μπορεί να είναι, λένε ψέματα τα μάτια μου, δεν μπορεί, όχι δεν μπορεί, κάπου εκεί γύρω θα είναι ο καλός Άγγελος και θα κάνει το θαύμα του, εκεί γύρω θα είναι κάποιος άγγελος να βάλει το χέρι του να κρατήσει την ζωή του παιδιού σου και να βάλει την ψυχή του στη θέση της, δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, δεν μπορεί να είναι έτσι, μπροστά στα μάτια μου δεν έγινε το θαύμα , όχι δεν έγινε, αφέθηκε η ψυχή να πιαστεί στα χέρια του Άγγελου του και να την κρατήσει στην αγκαλιά του. Θα μπορούσε να ήταν η μάνα του να προλάβει να την πάρει στα χέρια της και να την σφιχταγκαλιάσει, να την φιλήσει, να την φιλάει πολλές φορές, να κρύψει τα δάκρυα της, που δεν μπορούν να σταματήσουν να γίνουν ρυάκι, να γίνουν ποταμάκι και να γλιστρήσει γλυκά κι αθόρυβα και να φύγει μακριά από τα αδέρφια του, μακριά από την μάνα του, μακριά από τον πατέρα του! Ήταν ένα πουλί που δεν πρόλαβε να πετάξει, να δει τον κόσμο, αφού για αυτόν δεν φτιάχτηκε αυτός ο κόσμος; Δεν τον πρόλαβε όμως; Γιατί; Τι ήταν αυτό που έγινε; Ποιος φταίει; Αν σου πω ότι όλοι φταίμε, τι θα πεις; Αλλά τι να πεις στην μάνα του; Τι να πεις στον πατέρα του;
– Πως μπορείς…
– Πρέπει να μπορέσουμε, αλλά αυτός ο πόνος θα μας ακολουθεί, θα μας στοιχειώνει όπως τόσοι και τόσοι άλλοι!