Του Γιάννη Κορομήλη
Αν ρωτήσουμε κάποιο στέλεχος της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του Ποταμιού ακόμα και των ΑΝΕΛ τι ιδεολογικές διαφορές έχει το καθένα τους με τα των άλλων κομμάτων, σίγουρα κάτι θαβρίσκε να μας πει. «Η ουσία δεν είναι – έγραψε ο Λέον Τολστόι- να ψάχνει κανείς τι διαφορές έχει με τους άλλους, αλλά τα κοινά τους στοιχεία.
Γιατί αν ψάχνει για διαφορές βρίσκει περισσότερες απ’ όσες θα ήθελε. Το ουσιώδες είναι να ψάχνουμε τα κοινά μας χαρακτηριστικά που είναι ασφαλώς πολύ περισσότερα».
Όπως πάντως διαμορφώθηκε ο δυτικός κόσμος τις τελευταίες δεκαετίες οι ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των πολιτικών κομμάτων έχουν σχεδόν μηδενιστεί. Τουλάχιστον σε ότι αφορά τα σημαντικά θέματα. Κάποιοι μάλιστα παγκόσμιας εμβέλειας αναλυτές μίλησαν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 (μερικοί και νωρίτερα) για το τέλος των ιδεολογιών και της ιστορίας.
Βέβαια η ιστορία, όπως και να την εννοούν, δεν τελείωσε. Οι ιδεολογίες ούτε κι αυτές ολοκληρωτικά. Όμως οι μεγάλες διαφορές περιορίστηκαν τόσο ώστε όταν τίθεται ένα σοβαρό ερώτημα, όπως αυτά της ελευθερίας, της Δημοκρατίας – της αστικής έστω φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας – οι ιδεολογικές διαφορές των κομμάτων που προαναφέρθηκαν είναι τόσο ασήμαντες ώστε να διερωτάται κανείς γιατί αναφέρονται, όσοι αναφέρονται σ’ αυτές.
Ιδιαίτερα σήμερα σε περίοδο γενικευμένης (οικονομικής, πολιτικής, αξιών και θεσμών) κρίσης, η επικλήσεις τέτοιων διαφορών δεν είναι παρά «προφάσεις εν αμαρτίες». Αναδεικνύονται μόνο και μόνο για να κρατούν οι επιτελείς τις καρέκλες τους. Όταν μάλιστα από το «βίο και την πολιτεία» των σήμερα κυβερνώντων σαφής είναι πλέον ο κίνδυνος να τις χάσουν. Και τούτο διότι η κυβέρνηση «για πρώτη φορά Αριστερά» δεν πιστεύει, ούτε σέβεται, την «αστική δημοκρατία». Κατά συνέπεια τι αξία έχει να αγωνίζεται να κρατήσει κανείς την ηγεσία ενός κομματιδίου όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος να τη χάσει;
Η διακυβέρνηση της χώρας σήμερα ασκείται από τον αρχηγό και ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν και μερικοί υπουργοί του «βαθέος ΠΑΣΟΚ». Οι ελάχιστοι των ΑΝΕΛ παίζουν καθαρά διακοσμητικό ρόλο ( οι γλάστρες που λέμε κοινώς). Η εξουσία ενώ εξαιτίας κυρίως του περιορισμού των δικαιωμάτων του Προέδρου της Δημοκρατίας και του ισχύοντος εκλογικού νόμου (bonus 50 εδρών), στα χέρια των άθεων και Μαρξιστών – Λενιστών του ΣΥΡΙΖΑ που ούτε και ορκίσθηκαν στο όνομα της Αγίας Τριάδος όπως το Σύνταγμα προβλέπει.
Και χωρίς ντροπή επικαλούνται, σε κάθε ευκαιρία, την «εντολή του λαού» σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις και … στο δημοψήφισμα. Αλλά η πλειοψηφία του λαού ουδέποτε τους έδωσε την εντολή. Στις μεν Συλλογικές αναμετρήσεις (Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου του 2015) ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχθηκε πρώτο κόμμα αλλά με ποσοστό 35%-36,5% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων. Δηλαδή δεν μετρήθηκαν (έτσι λέει ο νόμος, πλην ο,τι είναι νόμιμο δεν είναι κατ’ ανάγκην και ηθικό) ούτε τα λευκά, ούτε τα άκυρα, ούτε η τεράστια αποχή (περίπου 40%). Στην πραγματικότητα δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε το 20% έως, το πολύ, 25% του εκλογικού σώματος. Τους ψήφισαν δηλαδή, το πολύ, τέσσερις πολίτες στους 10. Είναι αυτό λαϊκή εντολή και μάλιστα ισχυρή; Ασφαλώς όχι.
Πέραν αυτού με την καταστροφική τους πολιτική συμφωνεί κατά τις μετρήσεις της κοινής γνώμης (που δημοσίευσε η κομματική τους εφημερίδα «Αυγή») συμφωνεί μόλις ένας στους δέκα! Ποιόν λαό λοιπόν εκπροσωπούν και πού στηρίζονται; Πέραν όλων αυτών ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ δεν έχουν καμία απολύτως διάθεση να εγκαταλείψουν την εξουσία και πρέπει να θεωρούμε ως δεδομένο ότι ως γνήσια παιδιά του Λένιν ή έστω και παραπαίδια, θα κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να παραμείνουν στην εξουσία. Παραβιάζοντας, όπως το κάνουν ήδη, θεσμούς και αρχές. Τις θεωρούν, βλέπεις, «αστικές» παρακατιανές.
Τούτων δοθέντων το πρώτο και κύριο χρέος των δημοκρατικών κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι να ενωθούν υπό την ηγεσία του εκλεγμένου από το λαό Κυρ. Μητσοτάκη και να αγωνισθούν όλοι μαζί, με όλα τα νόμιμα και μόνο μέσα για την απομάκρυνση της κυβέρνησης εσχάτης μειοψηφίας. Που κάνει όσο παραμένει για όλους μας το κάθε σήμερα χειρότερο από το χθες και το κάθε αύριο χειρότερο από το σήμερα.