Του Γιάννη Κορομήλη
Β΄. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ 19Ο ΑΙΩΝΑ ΜΕΧΡΙ ΤΩΡΑ
Οι μαθηματικοί συνηθίζουν να λεν: «Κάθε πρόβλημα εμπεριέχει τη λύση του. Όσο δύσκολο κι αν φαίνεται μπορεί να λυθεί αν αναλυθούν σωστά τα δεδομένα του». Έχοντας υπόψη μας αυτή τη ρήση – μέθοδο προκειμένου να αντιμετωπίσουμε το σοβαρό ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος, θα πρέπει πρώτα να αναλύσουμε σωστά τα δεδομένα. Δηλ. αν και κατά πόσον πρέπει να γίνει τώρα αναθεώρηση (ή μήπως κάτι άλλο;), για ποιους λόγους πρέπει να γίνει, ποια άρθρα πρέπει να αναθεωρηθούν και προς ποια κατεύθυνση.
Προσωπικά είμαι πεπεισμένος ότι οι κρατούσες συνθήκες στη χώρα μας (τα δεδομένα του προβλήματος μας δηλ.) είναι τόσο ιδιαίτερες και τόσο δύσκολες ώστε επιβάλλεται να συγκληθεί εκτάκτως Εθνοσυνέλευση η οποία να συντάξει νέο Σύνταγμα φυσικά χωρίς να εκφεύγουμε από τα όρια του ισχύοντος Συντάγματος και της Δημοκρατίας.
Νέο Σύνταγμα διότι το ισχύον «κινείται» βασικά, μέσα στα παραδοσιακά πλαίσια που χαρακτηρίζουν, από το1821, τη συνταγματική οργάνωση του κρατικού βίου του νέου Ελληνισμού.Το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πνεύμα της εθνικής μας επανάστασης, όπως αποκρυσταλλώθηκε στα τρία πρώτα συνταγματικά κείμενα και ιδιαίτερα στο Σύνταγμα της Τριζήνας του 1827, δεν άργησε, μετά το 1830, να αμβλυνθεί και να νοθευτεί. Τούτο οφείλεται κυρίως στο καθεστώς εξάρτησης που επέβαλαν στην Ελλάδα οι τρεις μεγάλες δυνάμεις εκείνης της εποχής (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και συνεχίστηκε με διάφορες μορφές έως τη σύγχρονη εποχή.
Απόλυτη «ελέω Θεού μοναρχία» (Σύνταγμα 1844), βαυαρική δυναστεία- με κατάλυση της συνταγματικής μοναρχίας αλλά με επιβίωση του βασιλικού θεσμού (Σύνταγμα 1864), Μικρασιατική καταστροφή (1922) και η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση (1924) κήρυξε έκπτωτη τη δυναστεία Γκλύξμπουργκ και εγκαθίδρυσε πολίτευμα α προεδρευόμενης Δημοκρατίας με κοινοβουλευτική μορφή,
Η συνταγματική αναθεώρηση που άρχισε κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946-49) και ολοκληρώθηκε αργότερα (Σύνταγμα 1952) είχε συντηριτικό χαρακτήρα. Η χούντα (1967-1974) αντικατέστησε το Σ. του 1952 και επέβαλε το δικό της «Σύνταγμα» το 1968 το οποίο αντικατέστησε αργότερα με νέο το 1973.
Η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή επανέφερε ισχύ, με συντακτική Πράξη της 1ης Αυγούστου 1974 το Σύνταγμα του 1952, εκτός από τις διατάξεις που καθόριζαν τη μορφή του πολιτεύματος ως βασιλευόμενης Δημοκρατίας. Η Βουλή που προήλθε από τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, αποκληθείσα «Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων» και καθόρισε τη διαδικασία άσκησης του συντακτικού έργου. Η ολομέλεια της Βουλής ψήφισε στις 9.6.1975 το νέο Σύνταγμα που τέθηκε σε ισχύ στις 11.6.1975.
Κανονικά, λόγω της προηγηθείσης δικτατορίας και των νέων δεδομένων που προέκυψαν, θα έπρεπε να επιδιωχθεί η κατάρτιση ενός νέου, ουσιαστικά και τυπικά, Συντάγματος, Αντ΄ αυτού προτιμήθηκε η λύση της «αναθεώρησης» του Σ. του 1952 το οποίο αποτελούσε αναθεώρηση του Σ. του 1864/1911. Ακολούθησε η περιορισμένη αναθεώρηση του Σ. του 1986, με την οποία κυρίως αφαιρέθηκαν όλες οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας και ο πρωθυπουργός έγινε «παντοδύναμος» («Πρωθυπουργική Δημοκρατία»). Η αναθεώρηση του 2001 με την οποία διατηρήθηκε η κατανομή ρόλων και ισχύος μεταξύ των δυο πόλων της εκτελεστικής λειτουργίας. Γι΄αυτή την αναθεώρηση οι απόψεις σε κάποια σημεία διίστανται. Από τους επικριτές της χαρακτηρίστηκε «χαμένη ευκαιρία» με έλλειψη μεταρρυθμιστικής πνοής, κάτι που επέβαλαν οι προκλήσεις των καιρών.
Η τελευταία αναθεώρηση του Σ. ξεκίνησε, το 2006, αισιόδοξα για να καταλήξει σε πολύ περιορισμένες τροποποιήσεις, τρεις μόλις! Στην ουσία ή χώρα στερήθηκε, για μια πενταετία τουλάχιστον τις επιβαλλόμενες τομές για την αναζωογόνηση του πολιτικού συστήματος και την εμβάθυνση των δημοκρατικών θεσμών. Τώρα ο κ. Τσίπρας εμφανίζεται να επιδιώκει μια νέα αναθεώρηση με «αριστερό πρόσημο και αποτύπωμα». Κάτι τέτοιο όμως ξεπερνά τα όρια της αναθεώρησης.
Συνεχίζεται…