Όταν λέμε “τσιπούρα αλανιάρα”, εννοούμε τσιπούρα ελευθέρας βοσκής, που ζει στην ανοιχτή θάλασσα, δηλαδή όχι ιχθυοτροφείου.
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Η οποία είναι πιο νόστιμη, αλλά και πιο ακριβή, στοιχίζει διπλάσια και τριπλάσια.
Η λέξη “αλάνα” σημαίνει πλατεία, ανοιχτός χώρος.
Την χρησιμοποιούμε για ζώο, πουλερικό ή ψάρι που δεν εκτρέφεται σε στάβλο, πτηνοτροφείο ή ιχθυοτροφείο.
Παλιότερα έλεγαν για μερικές γυναίκες ότι είναι “αλάνισσα”, “μόρτισσα”, “αλήτησσα”, “σουρλουλού” ή “αλανιάρα” όταν κυκλοφορούσαν ελεύθερα, χωρίς επιτήρηση. Γενικά ο χαρακτηρισμός ήταν αρνητικός και επιτιμητικός.
Να και μερικές παλιές εκφράσεις:
- – Aλανιάρα και τσαχπίνα μου τη κοπανάς και στη ζούλα ολοένα πας και τριγυρνάς (Κώστας Σκαρβέλης).
- – Βρε σουρλουλού, πού γύριζες πάλι όλη μέρα σήμερα; Βρε γυρίστρα άντε να δούμε πότε θα μαζευτείς στο σπίτι!
- – Συμμαζέψου, λέω! Σε σένα απευθύνομαι, τη σουρτούκα, που δεν έβαλες πόδι μέσα στο σπίτι όλο το καλοκαίρι!
Αλάνης ήταν και ο άντρας, που του αρέσει να τριγυρίζει άσκοπα, να περιπλανιέται, να σουλατσάρει. Δηλαδή ο αχαίρευτος, ο μάγκας και ο χασομέρης. Σε αντίθεση, όμως, με την αλάνισσα γυναίκα, ο άντρας αλάνης ήταν σε εκτίμηση. Όπως λέει και το γνωστό παλιό τραγουδάκι “Είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα”:





























