Σύμφωνα με τους αυστηρούς κανονισμούς των σχολείων από τις αρχές τού 20ου αιώνα, σε κάθε πόλη τής Ελλάδας το μαθητικό πηλήκιο ήταν υποχρεωτικό για τους μαθητές Γυμνασίου μέχρι και το τέλος της δεκαετίας τού ‘50.
Επιμέλεια: Θόδωρος Δημητριάδης
Μπορεί οι μαθητές να μην είχαν φαγητό για να φάνε, παντελόνι για να φορέσουν, τετράδιο για να γράψουν ή βιβλίο για να διαβάσουν – τότε τα σχολικά βιβλία αγοράζονταν – το πηλήκιο όμως, έπρεπε να το αγοράσουν και να το φορούν αναγκαστικά κατά τις εξόδους τους στην πόλη. Ουαί και αλίμονο στον μαθητή εκείνο που κυκλοφορούσε στον δρόμο ή πήγαινε στο σχολείο χωρίς πηλήκιο. Η ποινή ήταν δεδομένη και βεβαία. Αποβολή και ίσως διαγωγή «κοσμία». Επίσης έπρεπε να φοριέται βαθιά στο κεφάλι (μέχρι τα αυτιά) και απαγορευόταν αυστηρά η παραποίησή του. Κατά τους περιπάτους τους εφόσον οι μαθητές συναντούσαν καθηγητή, όφειλαν απαραιτήτως να αποκαλυφθούν «εις ένδειξιν χαιρετισμού, σεβασμού, υπακοής και κοσμιότητος».
Το πηλήκια αυτά τα φορούσαν υποχρεωτικά οι μαθητές του Γυμνασίου και καμάρωναν καθώς οι γυμνασιόπαιδες ήταν λιγοστοί. Βέβαια το πηλήκιο όπως και η σχολική ποδιά για τα κορίτσια είχαν και ένα διαφορετικό νόημα καθώς με τον τρόπο αυτό μπορούσε να ελεγχθεί και η συμπεριφορά των μαθητών και μαθητριών η οποία έπρεπε να είναι η αρμόζουσα. Καταργήθηκαν το 1964 με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Παπανδρέου που θεωρούσε, ότι το πηλήκιο και ό,τι αυτό συμβόλιζε, δεν ταίριαζε με ένα δημοκρατικό σχολείο. Ταυτόχρονα καταργήθηκε και η μαύρη ποδιά των κοριτσιών που αντικαταστάθηκε με την μπλε. Όμως μαθητές και μαθήτριες ήταν υποχρεωμένοι να φοράνε κονκάρδες στις οποίες αναγράφοντας το σχολείο στο οποίο φοιτούσαν.
Το σχολικό τσόχινο πηλήκιο ήταν ένα αληθινό έργο τέχνης. Είχε μπλε σκούρο χρώμα και στην πόλη μας το κοσμούσε κίτρινο σιρίτι και τα αρχικά γράμματα του Γυμνασίου (π.χ. Γ.Κ. Γυμνάσιο Κατερίνης) εκατέρωθεν του κεντρικού εμβλήματος, το οποίο ήταν η «σοφή» κουκουβάγια. Το γείσο του ήταν από γυαλιστερό μαύρο πλαστικό.
Ο Ηλίας Ακκερμανίδης ήταν ο πιλοποιός της Κατερίνης. Έφερε την τέχνη του από τον Ρωσικό Πόντο, από όπου καταγόταν και ίδρυσε πιλοποιείο στην οδό Ξηρομερίτου, όπου το διατήρησε μέχρι τη δεκαετία του ’70.
Τα καπέλα που κατασκεύαζε ήταν απαράμιλλης κατασκευής από πλευράς στερεότητας και ομορφιάς. Ειδικευόταν κυρίως στις τραγιάσκες και τα μαθητικά πηλήκια. Κατασκεύασε χιλιάδες από αυτά, που πωλήθηκαν ακόμα και έξω από το Νομό Πιερίας. Αντιμετώπιζε με επιτυχία τα μεγαθήρια της πιλοποιίας της εποχής εκείνης, τον Πουλόπουλο της Αθήνας και τον Σταμίων της Θεσσαλονίκης.
Η σπεσιαλιτέ του ήταν το καλοκαιρινό κασκέτο από λύφι.
Το λύφι (Luffa aegyptiaca) είναι ένα φυτό της οικογένειας των κολοκυνθοειδών, που ο καρπός του μοιάζει με το χοντρό στενόμακρο αγγούρι. Στο εσωτερικό του έχει μία σπογγώδη σάρκα, η οποία όταν ξεραθεί καλά και αφαιρεθούν οι σπόροι από μέσα της, αποτελεί ένα πρώτης τάξεως φυτικό σφουγγάρι. Είναι γνωστό ευρύτατα στους ποντιακής καταγωγής, που το ονομάζουν λύφι ή λυφ ή ματσιάλκα.
Το λύφι λοιπόν ήταν η πρώτη ύλη με την οποία ο Ηλίας Ακκερμανίδης κατασκεύαζε τα περίφημα κασκέτα του, που σκίαζαν και συνάμα δρόσιζαν το κεφάλι, όπως τα καπέλα τύπου Παναμά.
(πηγή: Βασιλική Αϋφαντή f/b 2-11-25)































