Πώς μπορείς να πλοηγηθείς στο υλικό περιβάλλον της πόλης, πώς μπορείς να μετακινηθείς ανάμεσα σε οικοδομικά τετράγωνα, γειτονιές και σπίτια τα οποία συγκροτούν τις μεταπολεμικές μνήμες χιλιάδων ανθρώπων; Το είδος των κατοικιών, οι λαϊκές γειτονιές, οι ισορροπημένες σε όγκο εκκλησίες, οι πλατείες και οι άλλοι δημόσιοι χώροι, οι κατοικίες των ευκατάστατων με τα μπαλκόνια και τις πέργκολες, τα εμβληματικά κτίρια των αρχιτεκτόνων του παρελθόντος αποτελούν το δέρμα της πόλης, τη σάρκα και τα νεύρα της. Αν προσθέσεις σε αυτά και τη μαστοριά των τεχνιτών καταλαβαίνεις τι έσπρωχνε αυτούς τους ανθρώπους να κατασκευάσουν έναν χώρο ψυχής για την ανθρώπινη εγκατοίκηση.

Μπορείτε να ξεφυλλίστε το βιβλίο on-line κάνοντας κλικ εδώ
Ένας από αυτούς τους μαστόρους υπήρξε και ο Σάββας Τσιλιγγιρίδης. Μάστορας γοητευτικός της καλής φωτογραφίας. Και αν ο φωτογράφος, όπως λένε οι επαϊοντες, είναι το “μάτι” της εποχής μας, τότε και ο καλός φωτογράφος είναι κατ’ αναλογίαν το παραδειγματικό μάτι του πολιτισμού μας, ο κατ’ εξοχήν εκφραστής του σύγχρονου “τρόπου του βλέπειν”. Είναι σημαντικό λοιπόν, να χρειαζόμαστε την μεγαλύτερη δυνατή φωτογραφική ποιότητα για ένα τέτοιο σοβαρό εγχείρημα, όχι μόνο γιατί έτσι το περιεχόμενο των εικόνων θα είναι πλουσιότερο αλλά γιατί θα πρέπει να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές, εκτός απ’ το τι εμείς βλέπουμε σήμερα και το πώς έβλεπαν οι άνθρωποι του α΄μισού του 20ού αιώνα την πόλη.
Ο φακός του Σάββα Τσιλιγγιρίδη (Φάτσα, 1924—Kατερίνη 2004)) περιέχει κατά την άποψή μου δύο βασικά στοιχεία: τόσο ποιότητα στην αποτύπωση της εικόνας (φύση, τοπία, σπίτια, καθημερινή ζωή) όσο και ικανότητα στο να περιγράψουμε πώς έβλεπε τις εικόνες που αποτύπωνε το μάτι του φωτογράφου (έμφαση στη γή, στα πρόσωπα, ευφυής διαχείριση συμβολισμών).
Πρόκειται για φωτογραφίες που αποτυπώνουν τον (ειδυλλιακό και αμέριμνο ενίοτε) πολιτισμό της πόλης κατά τον περασμένο αιώνα και οι οποίες μπορούν να στεγαστούν κάτω από τον τίτλο Το παραμύθι της πόλης. Κι αυτό γιατί σε αυτές αποτυπώνεται όχι μόνο ο φωτογραφικός μόχθος μισού αιώνα αλλά και διότι η ανάγνωσή αυτών των εικόνων μάς αναγκάζει να διαβάσουμε τον πολιτισμό της Κατερίνης σε όλη τη μεταπολεμική διαδρομή της, σε μια εποχή δηλαδή που οργανώνεται η νεοσύστατη πόλη και επιχειρεί να συστήσει στους πολίτες της το δικό της παραμύθι, τη δική της δηλαδή εκδοχή της συλλογικής μας περιπέτειας. Δεν είναι τυχαίο από την άλλη πως ο πολιτισμός του παραμυθιού περιέχει την καθημερινή ιστορία των ανθρώπων, τους τρόπους σκέψης, την οικονομική και πολιτική οργάνωση, τις τέχνες αλλά και τις βαθύτατες θρησκευτικές δοξασίες των λαικών. Σε αυτό το παραμύθι, βρίσκουν χώρο και εκφραστική ευστοχία η παραγωγή των υλικών αγαθών, τα εργαλεία και οι δεξιότητες που σκοπό έχουν την ικανοποίηση των καθημερινών αναγκών της ανθρώπινης κοινότητας.
Τα σημερινά άναρχα, οικοκτόνα οικοδομικά σχέδια, η αντιπαροχή, η πληθώρα των παραβάσεων, η κακογουστιά και η πολυκατοικιοποίηση μαζί με την επικυριαρχία του αυτοκινήτου, προσθέτουν νέες πληγές στην πόλη, νέα εγκαύματα στο ήδη πληγωμένο περιβάλλον της (παρά τα κάποια δείγματα προόδου όπως είναι ο περιφερειακός δρόμος και οι πεζόδρομοι του κέντρου). Ακόμα και η γοητευτική κάποτε παραλία και το θαλάσσιο μέτωπο της πόλης έχει υποστεί— διά της μιμήσεως της πολυκατοικίας— ανεπανόρθωτη βλάβη αφού μοιάζει κακέκτυπο της ήδη αποχαυνωμένης, κατακτημένης από την αγοραία λογική τής πρωτεύουσας Κατερίνης.
Η υπεράσπιση επομένως της μνήμης αυτών των σάτσειων εικόνων αποτελεί και μια πράξη αντίστασης στην πολιτισμική διαγραφή, στην ισοπέδωση εκείνων των ιδεών που έδιναν νόημα στον καθημερινό βίο της κοινότητας—αστών, εμπόρων, γεωργών και προσφύγων. Είναι το καντήλι της συλλογικής μας ύπαρξης και οφείλουμε να μεριμνήσουμε ώστε να μην τελειώσει το λαδάκι της.
Μικροϊστορικά του Αντώνη Κάλφα





























