Εκτός από τους Λιβαδιώτες και άλλοι βλαχόφωνοι από τον Κοκκινοπλό, από χωριά των Γρεβενών, τη Σαμαρίνα, την Αβδέλα, αλλά και από τα Ζαγοροχώρια και από το Μοναστήρι συγκαταλέγονταν στον παλαιότερο πυρήνα κατοίκων της Κατερίνης πριν από την έλευση των προσφύγων. Γνωστές οικογένειες βλάχων στην Κατερίνη, γράφει στις μαρτυρίες του ο Νίκος Βαρμάζης, από τον Κοκκινοπλό είναι του Παπαζήση, του Δημάδη, του Ταγάρα, του Νικοδέλη. Από τη Σαμαρίνα είναι μεταξύ άλλων οι οικογένειες Παρλίτση, Τεγούλια, Μαμούρη, Πούρικα, Κωστίκου, Νταούκα, Ζιωγάνα, Γκριζιώτη.
Από την Αβδέλα κατάγονται οι οικογένειες του Γώττα, Φαρδέλα, Οικονομίκου, Μπάσδρα, Παπαρώσιου. Από τα Ζαγοροχώρια της Ηπείρου κατάγονται οι: Ζάνας, Πιτσιάβας, Κούλας, Κολοβός, Δημόπουλος, Νταβαντζής, Βασιλειάδης, Κουσιόπουλος, Δαντσούλης. Γνωστές οικογένειες βλάχων από το Μοναστήρι μεταξύ άλλων είναι του Τόνα και του Δερμίση. Κάποιοι απ‘ αυτούς, όπως οι Νταβαντζής, Δημόπουλος, Βασιλειάδης ανέλαβαν κατά καιρούς πολιτικά αιρετά αξιώματα.
Κατασκευάζεται, στις αρχές του 20ού αιώνα, το οθωμανικό Διοικητήριο της Κατερίνης (το σημερινό 5ο Γυμνάσιο), στο ανατολικό άκρο της πόλης ενώ την ίδια περίοδο στο δυτικό άκρο κτίστηκαν οι στρατώνες. Μετά την απελευθέρωση της πόλης στο κτίριο παρέμεινε η μουφτεία και στα μέσα της δεκαετίας του 1920 παραχωρήθηκε από το Δήμο για να στεγάσει το Γυμνάσιο Κατερίνης.
Πρόκειται, γράφει η Γεωργία Γραίκου, «για διώροφο κτίριο ορθογώνιας κάτοψης με πρόπυλο στη βόρεια πλευρά. Οι όροφοι διαχωρίζονται στις όψεις με διαζώματα που φέρουν κυμάτια. Η κάλυψη γίνεται με στέγη από κεραμίδια, κάτω από την οποία προεξέχει γείσο που φέρει επίσης κυμάτια». Το κτίριο διαθέτει επίσης εκλεκτικιστικά στοιχεία. «Στην κύρια όψη του σχηματίζεται το προστώο της εισόδου με τέσσερεις κίονες, οι οποίοι βρίσκονται στις γωνίες και στηρίζουν χαμηλωμένα τόξα. Οι κίονες πατούν σε πόδιο και φέρουν γύψινα κορινθιακά κιονόκρανα, που συνοδεύονται στο κέντρο με πτερωτές κεφαλές αγγέλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι γύψινες αυτές κεφαλές αποτελούν πολύ συνηθισμένη διακόσμηση σε ναούς της εποχής. Πάντως ίσως τα κιονόκρανα αυτά να ήταν μεταγενέστερα. Τα παράθυρα του κτηρίου έχουν ελαφρώς τοξωτά υπέρθυρα και συνοδεύονται από σχηματοποιημένα ορθογώνια πλαίσια χωρίς κυμάτια».
Το τρίτο τουρκικό σχολείο που ιδρύεται στην Κατερίνη (είχαν ιδρυθεί άλλα δύο το 1894) έφερε την ονομασία Ρουσδιέ Μεκτεμπή και είχε ιδρυθεί το 1316 (1900). Τα μαθήματα στους 25 μαθητές δίδασκαν δύο διδάσκαλοι, ενώ υπήρχε ένας παιδονόμος. Τα κτήρια των σχολείων ανήκαν στο υπουργείο παιδείας.
Κατά το 1902, ο καζάς Κατερίνης, η σημερινή δηλαδή Πιερία, φαίνεται να διαθέτει 19 σχολεία όλων των βαθμίδων, 1713 μαθητές και 29 δασκάλους, ενώ, πέντε χρόνια αργότερα, σύμφωνα με έκθεση του Λάμπρου Κορομηλά προς το πουργείο Εξωτερικών τα σχολεία ανέρχονται σε 27, οι μαθητές σε 2784 και οι δάσκαλοι σε 44.
Ο Παρθένιος, πρώην πρωτοσύγγελος της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, εκλέγεται επίσκοπος Κίτρους στα 37 του χρόνια, τον Φεβρουάριο του 1904
Ο Παρθένιος, πρώην πρωτοσύγγελος της Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, εκλέγεται επίσκοπος Κίτρους στα 37 του χρόνια, τον Φεβρουάριο του 1904 και εγκαθίσταται στην Κατερίνη. Ο νέος επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας πέτυχε με διάφορες πρωτοβουλίες του να περιορίσει τη δραστηριότητα της ρουμανικής προπαγάνδας, η οποία λειτουργούσε στην πόλη της Κατερίνης σχολείο με 160 παιδιά, επιδιώκοντας να παρασύρει το βλαχόφωνο στοιχείο της περιοχής. Ο Παρθένιος πέτυχε να πείσει τους βλαχόφωνους γονείς να στείλουν τα παιδιά τους στο ελληνικό σχολείο και έτσι στα επόμενα χρόνια έπαψε να λειτουργεί το ρουμανικό σχολείο λόγω έλλειψης μαθητών.
Για τις πρωτοβουλίες αυτές ο Παρθένιος επέσυρε την οργή του ρουμανικού κέντρου Θεσσαλονίκης και κατηγορήθηκε στις τουρκικές αρχές ότι είναι επικίνδυνος και ότι διαταράσσει την τάξη στον καζά Κατερίνης, που βρίσκεται στη μεθοριακή γραμμή του ελληνικού και τουρκικού κράτους. Είναι γνωστό ότι οι βλαχόφωνοι κάτοικοι την εποχή αυτή αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος από το συνολικό πληθυσμό της πόλης που στις αρχές του αιώνα έφθανε τους 5000 περίπου κατοίκους. ~ Το νοτιοδυτικό τμήμα του σαντζακιού Θεσσαλονίκης το καταλάμβανε, σύμφωνα με τον ιστορικό Στέφανο Παπαδόπουλο, ο καζάς Κατερίνης που εκτεινόταν στην περιοχή που ανήκει περίπου σήμερα στο νομό Πιερίας.
«Ο καζάς αυτός είχε αμιγή ελληνικό πληθυσμό, αν εξαιρέσουμε τους λίγους Τούρκους που υπήρχαν εκεί. Συγκεκριμένα, πριν από τους Βαλκανικούς πολέμους, στον καζά Κατερίνης κατοικούσαν συνολικά 22.012 Έλληνες και 3.435 Τούρκοι. Πρωτεύουσα του Καζά ήταν η Κατερίνη, κωμόπολη τότε με 3.700 κατοίκους, από τους οποίους 2.500 ήταν Έλληνες». ~ Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908).
Σύμφωνα με τον ιστορικό τέχνης Νικόλαο Γραίκο, εικόνα του αγίου Σπυρίδωνα στον ναό του αγίου Αθανασίου Σιδηροδρομικού Σταθμού Κατερίνης, αγιογραφημένη το 1904 από αγιογράφο με τα αρχικά Τ.Δ., αποτελεί αφιέρωμα της συντεχνίας των υποδηματοποιών από την Κοζάνη, οι οποίοι διέμεναν στην Κατερίνη.Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τη σχέση της Κατερίνης με τις γειτονικές περιοχές και την επαγγελματική κινητικότητα στο μακεδονικό χώρο.




























