Ο καλός συγγραφέας Γιάννης Ατζακάς έγραψε ένα λιτό και ακριβές βιβλίο με θέμα του κατά κύριο λόγο τις εμπειρίες ενός χαρακτηρισμένου στον ελληνικό στρατό επί χούντας στο δεύτερο ΤΟΜ Κολινδρού.
Όπως ωραία περιγράφει το βιβλίο η Μικέλα Χαρτουλάρη στα ΝΕΑ: Tι σήμαινε να είσαι «χαρακτηρισμένος» στον στρατό το 1967; Τι σήμαινε να βρεθείς φαντάρος με μετάθεση σε ένα απομακρυσμένο τάγμα «ανεπιθύμητων» την εποχή του πραξικοπήματος; Τι είχε να αντιμετωπίσει ένας πολιτικοποιημένος φοιτητής της Νεολαίας Λαμπράκη, ένας γιος εξόριστου, ένας δημοκράτης διανοούμενος ή καλλιτέχνης, στα χέρια των πατριδοκάπηλων;
Αυτά αναστοχάζεται το Κάτω από τις οπλές (Αγρα 2010), η ταπεινή μπαλάντα των ημιονηγών της δικτατορίας που δεν βρήκαν τον καιρό ή δεν θέλησαν ώς τώρα να μιλήσουν. Είναι το τρίτο αυτοβιογραφικό αφήγημα του πρώην δάσκαλου και βραβευμένου πλέον συγγραφέα Γιάννη Ατζακά, που μετά τα παιδικά του χρόνια στον χαμένο παράδεισο της Θάσου με τον πατέρα του φευγάτο στο αντάρτικο (Διπλωμένα φτερά ), και μετά τη μοναχική εφηβεία του στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης ( Θολός βυθός ), μάς μεταφέρει σε δύο εμβληματικά στρατόπεδα (565 Τάγμα Πεζικού, στον Λαγκαδά, και 2ο ΤΟΜ Κολινδρού) στους μήνες της προετοιμασίας και της εδραίωσης της δικτατορίας, μεταξύ Μαρτίου 1967- Απριλίου 1968.
Και ζωντανεύει εδώ τις εμπειρίες εκείνων στους οποίους η πατρίδα επεφύλαξε ξεχωριστές φροντίδες κατά τη διάρκεια της θητείας τους και τους τυράννησε και τους ταπείνωσε για τις ιδέες τους, χειρότερα κι από γαϊδούρια. Κάτι που κράτησε σε πολλές περιπτώσεις μέχρι το 1981…
Τελικά, όπως εύστοχα επισημαίνει η Χαρτουλάρη, το βιβλίο είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα «μιας γενιάς που πορεύτηκε γεμάτη ελπίδα και απελπισία, τραυματισμένη από τον κατατρεγμό των γονιών της και προσδοκώντας ένα φωτεινότερο μέλλον ελευθερίας και κοινωνικής δικαιοσύνης, ο Αλκης, όπως τόσοι «χαρακτηρισμένοι», βρίσκεται λοιπόν στο στόχαστρο του Δεύτερου Γραφείου και των διατεταγμένων από το ΓΕΣ (υπήρχε σχετική εγκύκλιος) χαφιέδων.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί την Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγησή του εναντίον του «κομμουνιστικού κινδύνου», της «προδοτικής ΕΔΑ» ή των «απάτριδων Λαμπράκηδων». Κι έπειτα τον βλέπει να πιέζεται να υμνήσει τα έργα της «Επαναστάσεως», να το αποφεύγει ευσχήμως, και να στιγματίζεται δημόσια προκειμένου να γίνει βορά των άλλων φαντάρων ή να καταλήξει αδρανής και ακίνδυνος για τους μηχανισμούς της εξουσίας. Ακολουθούν αναίτιες απαγορεύσεις εξόδου, «διακοπές» στο Πειθαρχείο, προσθήκες ψευδών και παραποιήσεις γεγονότων στον φάκελό του, απειλές για την επαγγελματική (μη) σταδιοδρομία του όταν θα απολυθεί, και στο τέλος προβοκάτσιες και παγίδες στις οποίες πέφτει- μέχρι που παραλίγο να σκοτωθεί «κατά λάθος» σε μια αγγαρεία.
Ο Ατζακάς αναπλάθει με λεπτομέρειες την ατμόσφαιρα σε αυτά τα κομβικά στρατόπεδα και παρουσιάζει τους διάφορους τύπους καραβανάδων που είχαν αποκτήσει καθεστωτική νοοτροπία και που, επειδή ήσαν αποκλεισμένοι από ένα ανώτερο στρατιωτικό σύστημα, έκαναν χρήση της δύναμής τους στους ανυπεράσπιστους «Αλλους» με το πρόσχημα ότι ήσαν «εχθροί του έθνους». Για όλους αυτούς, μας λέει, ο μόνος τρόπος να αντισταθούν και να αντέξουν ήταν να διαφυλάξουν τη βαθύτερη ουσία τους. Και μετά, όσοι το μπορούσαν, να φύγουν από τη χώρα. Οπως ο Αλκης. Οπως ο κατοπινός φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης που επίσης πέρασε από τον Κολινδρό» (Μικέλα Χαρτουλάρη, “Τα Νέα”/ “Βιβλιοδρόμιο”, 17.4.2010).

Πέφτοντας ο Γράμμος, πέρασε με τον Δημοκρατικό Στρατό στην Αλβανία. Η συγγραφέας αντλεί τα βιογραφικά τού ήρωά της από το βιβλίο του Στέφανου Χουζούρη «Γιατρός σε τρεις πολέμους». Απλώνει, όμως, μυθοπλαστικά την ιστορία του, γράφοντας για τον γιατρό σε τρεις πολέμους και μια προσφυγιά. Η συγγραφέας, σημειώνει σε βιβλιοκριτική της η κριτικός Μάρη Θεοδοσοπούλου, καθώς αφηγείται την ιστορία τής οικογένειας του Στέργιου Χ., αποκαλύπτει ότι και το πρώτο μυθιστόρημά της, «Σκοτεινός Βαρδάρης», ήταν εμπνευσμένο από πρόσωπο του οικογενειακού της κύκλου. Ο μικρότερος αδελφός, εκείνος που στο μυθιστόρημα συμπληρώνει ως αξιωματικός του Κυβερνητικού Στρατού το αντιθετικό σχήμα του αδελφοκτόνου, ως αποκαλείται, Εμφυλίου, παντρεύτηκε κόρη δημοδιδάσκαλου από το Μελένικο, ο οποίος δεινοπάθησε το ’16 από τους Βούλγαρους.
Ετσι απαντιούνται τα ερωτήματα του πρώτου μυθιστορήματος, σχετικά με τις τύχες των ηρώων: του δημοδιδάσκαλου Στέφανου, που ήταν ερωτευμένος, το 1913, με την αρχοντοκόρη Ελένη Δούκα, της ίδιας και του βούλγαρου αξιωματικού με τον οποίο εκείνη κλέφτηκε. Το γεγονός ότι και τα δύο μυθιστορήματα προέκυψαν από οικογενειακή παρακαταθήκη, δεν μειώνει το μυθοπλαστικό εγχείρημα. Προσδιορίζει, όμως, τη στάση της συγγραφέως απέναντι στους ήρωές της. Τρυφερή και σεβαστική, με μια ισχυρή δόση ρομαντισμού, όπως συμβαίνει πάντοτε με τις παλιές ιστορίες και τα προσφιλή κειμήλια.
Για την ιστορία σημειώνω πως το βιβλίο του Στέφανου Χουζούρη Γιατρός σε τρεις πολέμους. (Αυτοβιογραφία) αριθμεί 438 σελίδες και εκδόθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1988. Κυρίως το βιβλίο ασχολείται με τη συμμετοχή του κολινδρινού συγγραφέα «στους τρεις πολέμους της εννεαετίας 1940-1949 και στη μεσοπολεμική. Ιδιαίτερα στέκομαι στη μεταβαρκιζιανή». Παράλληλα, το βιβλίο περιγράφει και αρκετές στιγμές από τη ζωή στον Κολινδρό και στην Κατερίνη (μαθητής στο Γυμνάσιο Κατερίνης).
Μικροϊστορικά του Αντώνη Κάλφα




























