Το πολύτομο έργο του Σάββα Κανταρτζή (1900-1985) αποτελεί μοναδική πηγή πληροφοριών γύρω από την καθημερινή ζωή και την εικόνα της πόλης όπως την ζούσε με υψηλή κριτική διάθεση και αίσθημα ευθύνης ο σπουδαίος πόντιος απομνημονευματογράφος και έμπειρος δημοσιογράφος. Οι τόμοι αυτοί άρχισαν να εκδίδονται το 1974 (Α΄ τόμος) και ολοκληρώθηκαν το 1985 (ΙΓ΄ τόμος). Από τον πέμπτο τόμο παραθέτω τις σχετικές με τη ζωή στην πόλη σελίδες του συγγραφέα Σάββα Κανταρτζή.
«Πέρα από την πλατεία ελευθερίας και την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου, με εξαίρεση το πελώριο μητροπολιτικό μέγαρο και μερικά ακόμα αρχοντόσπιτα, το μεγαλύτερο μέρος της παλιάς Κατερίνης, δεν παρουσίαζε παρά παμπάλαιους ακατάστατους τουρκομαχαλάδες, με σπίτια μονώροφα ή διώροφα σαραβαλιασμένα, χωρίς ρυμοτομία και κάποια τάξη. Πέρα από μερικούς “αρτηριακούς” δρόμους, οι άλλοι δρόμοι ήταν μονοπάτια μπλεγμένα σε αδιέξοδο λαβύρινθο.
Μόνο οι καινούργιοι προσφυγικοί συνοικισμοί, στις παρυφές της πόλης είχαν κάποια ρυμοτομία, ενώ ο συνοικισμός Ευαγγελικών, στην βορειοδυτική άκρη της Κατερίνης, χαράχτηκε από την αρχή, σε ανοιχτό χώρο με τέλεια ρυμοτομία, με πλατείες δρόμους και κανονικά οικοδομικά τετράγωνα. Στο κέντρο του συνοικισμού διατηρήθηκαν δύο οικοδομικά τετράγωνα, για εκκλησία, σχολείο και άλλα κτίρια για τις ανάγκες της θρησκευτικής κοινότητας, κι’ ανάμεσα τους ένας χώρος κάπου 6 στρέμματα είχε προοριστεί για πάρκο. Το σχέδιο αυτό το έκανε βέβαια μηχανικός, κάτω από την επίβλεψη του Εποικισμού, όμως τις βασικές ιδέες τις έδινε ο γιατρός Χαράλαμπος Σιδηρόπουλος, που προπολεμικά χρημάτισε δήμαρχος της Ορδού. Κάποτε, ύστερα από μερικά χρόνια, είχε δημιουργηθεί κάποιο ζήτημα για τον συνοικισμό αυτό και παρουσιάστηκα, σαν πρόεδρος της προσφυγικής ομάδας του, στον Γενικό Διευθυντή Εποικισμού Μακεδονίας Γιάννη Καραμάνο, στο γραφείο του, για να ζητήσω την συμπαράστασή του. Σε σχετική συζήτηση μαζί του, παίρνοντας το μέρος του φώναξε:
– Κανείς δεν μπορεί να θίξει τον συνοικισμό. Ο συνοικισμός αυτός είναι το καύχημα του Εποικισμού και είμαθε υπερήφανοι γι’ αυτόν.
Μπορείτε να ξεφυλλίστε το βιβλίο on-line κάνοντας κλικ εδώ
Η Κατερίνη, τα χρόνια εκείνα, μέχρι που προβιβάστηκε η Κοινότητα της σε Δήμο (1929), βρισκόταν περίπου σε πρωτόγονη κατάσταση. Δεν είχε ούτε ηλεκτρικό φως, ούτε νερό, ούτε φυσικά και δρόμους. Τη νύχτα, η πόλη ολόκληρη, βυθιζόταν στο σκοτάδι και η κυκλοφορία των πολιτών, όταν δεν είχε φεγγάρι, γινόταν με ηλεκτρικούς φακούς της τσέπης. Τα σπίτια χρησιμοποιούσαν λάμπες με πετρέλαιο , τα καταστήματα και εργαστήρια λάμπες η ασετιλίνη, ενώ τα καφενεία, τα εστιατόρια και τα λιγοστά κέντρα στην αγορά και στις συνοικίες λούξ.
Η ύδρευση γινόταν από τον ανοιχτό μυλαύλακα, γι’ αυτό και οι εντερικές και μολυσματικές αρρώστιες βρίσκονταν σε έξαρση. Η ελονοσία είχε την πρώτη θέση στις αρρώστιες και στην θνησιμότητα. Τον βαρύτερο φόρο στον Χάρο τον πλήρωνε η βρεφική και νηπιακή ηλικία. Η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά όταν έφερα το νερό της Βρυάζας. Όμως, για την ιστορία και την δικαιοσύνη, πρέπει ν’ αναγνωριστεί ότι, τα δύο βασικά έργα της Κατερίνης, την ύδρευση της από τις πηγές της Βρυάζας και τον ηλεκτροφωτισμό, τα προγραμμάτισε και τα πραγματοποίησε η Κοινότητα. Η Κατερίνη με γρήγορους ρυθμούς μεγάλωνε και δυνάμωνε και ήταν φυσικό, με Κοινότητα ή με Δήμο, να φροντίσει για τον εκσυγχρονισμό της. Το 1928 λειτούργησε το εργοστάσιο ηλεκτρικής ενέργειας, φωτίστηκαν τα σπίτια, τα καταστήματα και οι δρόμοι, και κινήθηκαν οι μηχανές σε βιοτεχνικά εργαστήρια.
Οι δρόμοι της Κατερίνης, οι παλιοί, όμως περισσότερο οι καινούργιοι, το καλοκαίρι ήταν σκεπασμένοι από παχύ στρώμα σκόνης, που τον χειμώνα μετατρεπόταν σε λάσπη ως τα γόνατα. Έτσι, το καλοκαίρι, μόλις περνούσε αυτοκίνητο ή και κάρο, ξεσηκώνονταν σύννεφα από σκόνη, που έπνιγαν τους διαβάτες και τους περιοίκους, ενώ τον χειμώνα η κυκλοφορία στους δρόμους ήταν προβληματική. Κι αν με τις λάσπες περνούσε αυτοκίνητο κάπως αδιάκριτα, οι πεζοί δέχονταν πλούσια ρευστά φιλοδωρήματα, όχι μόνο στα ρούχα αλλά και στα μούτρα τους- πράγμα που ήταν πολύ συνηθισμένο και τραγικά διασκεδαστικό. Γι’ αυτό και η Κατερίνη δίκαια είχε ονομαστεί λασπούπολης.
Οι δρόμοι διατηρήθηκαν περίπου στην ίδια κατάσταση , με πολύ ελαφρές βελτιώσεις, ως τα μέσα της δεκαετίας 1950-60. Μετά το 1960 άρχισαν να μεταμορφώνονται κάπως ραγδαία και σοβαρά. Και από χρόνια τώρα η άσφαλτος έχει καλύψει και τον τελευταίο δρόμο της Κατερίνης. Παράλληλα προχώρησε και η ρυμοτομία, άνοιξαν καινούργιοι δρόμοι με πεζοδρόμια και με την ανοικοδόμηση, που βρίσκεται σε οργασμό και σε πολεοδομικό στυλ μεγαλούπολης, η Κατερίνη αλλάζει σταθερά όψη με πολύ τολμηρές, όμως απόλυτα λογικές και αναπόφευκτες για το μέλλον της, προοπτικές.
Στα 50 χρόνια της, από τότε που μπήκε καινούργιο αίμα στις φλέβες της και φύσηξε στους μυκτήρες της καινούργιος αέρας, η πρωτόγονη και μαραζωμένη Κατερίνη, έκανε άλματα μυθολογικού γίγαντα. Και ανέβηκε σε ύψη, που ούτε με την φαντασία τους μπορούσαν να βάλουν όσοι την είχαν γνωρίσει τα μαύρα εκείνα χρόνια της μικρασιατικής καταστροφής και της προσφυγικής πλημμυρίδας. Έτσι, άθελα έρχονται στο νου μας τα δραματικά και επιγραμματικά λόγια του τηλεγραφήματος, που είχε στείλει, απ’ ευθείας στον αρχηγό της επανάστασης Νικόλαος Πλαστήρα, ο Πόντιος εθνάρχης Λεωνίδας Ιασωνίδης, όταν, τον χειμώνα 1923, ήλθε στην Κατερίνη σαν Επιθεωρητής του Υπουργείου Προνοίας για να εξετάσει την κατάσταση των προσφύγων: “Κορυφάς Ολύμπου θεοί ευωχούνται πρόποδας δε αυτού πρόσφυγες άστεγοι λιμώ απόλλυνται…” Σε συνέχεια ζητούσε από τον Πλαστήρα να επέμβει προσωπικά για να στειλουν σκηνές, τρόφιμα και άλλα εφόδια, πράγμα που έγινε αμέσως (…)».
Μικροϊστορικά του Αντώνη Κάλφα





























