Του Κώστα Δαλακιουρίδη
«Της Ρούμελης οι μπέηδες και του Μωριά οι αγάδες».
«Πάλι σ’ έπιασε το πατριωτικό;»
«Όχι μωρέ, μονολογώ για τους αμέτοχους».
«Ποιοι είναι πάλι αυτοί;»
« Αυτοί που αποφασίζουν και διατάσσουν».
«Τι ξαναήλθε η χούντα;»
«Και μήπως πότε έφυγε; και μάλιστα κατοικεί και στο ναό της δημοκρατίας!»
«Πάλι με τους βουλευτές τα έβαλες;»
«Αυτοί τα έβαλαν μ’ εμένα. Που ακούστηκε κάποιος ν’ αποφασίζει και να διατάσσει για το πόσα λεφτά θα πάρει; ή θα γλιτώσει;»
«Οι δικαστές!»
«Όχι μωρέ, οι δικαστές ακολουθούν τους βουλευτές. Διότι για να πραγματοποιηθεί μια δαπάνη χρειάζεται νόμος και ποιοι νομοθετούν;»
«Τι να κάνουν οι άνθρωποι, κρίση βλέπεις».
«Γιατί, εμένα δεν μ’ έπιασε η κρίση;»
«Άλλο εσύ, εσύ είσαι ο κυρίαρχος λαός!»
«Μη με καβουρδίζεις. Κι αφού είμαι ο λαός πότε τους έδωσα εντολή να γλιτώσουν το επίδομα αλληλεγγύης;»
«Όταν ψήφιζες».
«Ναι όμως άλλα λέγαμε τότε. Φαίνεται ότι αυτοί δεν κάνουν όσα είπαμε και κάνουν όσα δεν είπαμε».
«Συμφωνώ. Δεν ξέρει η αριστερά τους τι ποιεί η δεξιά τους»
Όταν πρόκειται για τις τσέπες του παντελονιού τους ξέρει και παραξέρει. Και γνωρίζει πώς να μη συμμετέχει στα βάσανα του κοσμάκη. Αυτοί μου θυμίζουν μια ιστορία του Σταμ-Σταμ. Έλεγε λοιπόν, ότι μια χήρα νεαρή και στρουμπουλή έκλαιγε στο μνήμα του άντρα της»
«Αχ Θανάση μου τι θα κάνω εγώ χωρίς εσένα;»
Ένας νεαρός την άκουσε κι έσπευσε να την παρηγορήσει.
«Μην κάνετε έτσι κυρία, έχει ο Θεός!»
«Ο Θεός έχει εγώ δεν έχω! Ποιος θα με κάνει παρέα τ’ ατέλειωτα βράδια του χειμώνα;»
«Εγώ κυρία μου, εγώ!»
«Ποιος θα ζεσταίνει το κρεβάτι μου να το βρίσκω έτοιμο;»
«Εγω, εγώ, εγώ!»
«Ποιος θα πληρώσει τα δάνεια του σπιτιού μας;»
«Πάω ν’ ανάψω ένα κερί στη γιαγιά μου!»
«Να σου πώς δεν έχει άδικο. Μόνο να το παίζουν αγαπητικοί του λαού ξέρουν».
«Όχι αγαπητικοί. Είναι πολύ ελαφριά έκφραση. Στα χαμαιτυπεία σαν κι αυτό που καταντήσαμε χρησιμοποιούν κάποια άλλη λέξη!»
«Σους, βρε. ‘Θου Κύριε φυλακή τω στόματί μου’ θα μας πιάσει ο νόμος περί τύπου!»
Κώστας Δαλακιουρίδης.