Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας δεν ήξεραν τι ήταν διακοπές. Όλη την εβδομάδα δουλειά στα καπνά και μόνο την Κυριακή ξεκούραση. Τότε ξεκινούσαν με το κάρο για την πιο κοντινή παραλία, όπου έφταναν μετά από 1-2 ώρες. Εκεί έστρωναν στην άμμο την κουρελού κι από πάνω ένα σεντόνι για σκιά. Βουτούσαν στη θάλασσα και το μεσημεράκι άνοιγαν τα ζεμπίλια με τα κεφτεδάκια, τις ντομάτες και το σπιτικό ψωμί. Για αναψυκτικό είχαν κομπόστα ή αριγιάνι. Κατόπιν 1-2 ώρες ύπνο ή ξεκούραση, το απογεματάκι μια τελευταία βουτιά στη θάλασσα και μετά μάζευαν τα συμπράγκαλα, στο κάρο και πάλι πίσω στο σπίτι.
Υπήρχε κι ένα εκδρομικό τραίνο τις Κυριακές, που ξεκινούσε νωρίς το πρωί από Θεσσαλονίκη και έκανε στάσεις σε όλα τα χωριουδάκια της διαδρομής για να πάρει επιβάτες-εκδρομείς. Συνήθως ήταν καρβουνιάρης ή ωτομοτρίς. Οι στάσεις αυτές ήταν 5-10 λεπτά, κι απ’ τα ανοιχτά παράθυρα του τραίνου ο κόσμος, όσοι είχαν λεφτά, αγόραζαν σουβλάκια με μια φέτα ψωμί καρφωμένη στην άκρη από το καλαμάκι.
Το τραίνο αυτό τερμάτιζε στον Πλαταμώνα, λίγο μετά την γαλαρία του κάστρου και εκεί περίμενε μέχρι το απόγευμα που ξεκινούσε πίσω την επιστροφή.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται, κάπως έτσι αρχίσαμε κι εμείς σήμερα να κάνουμε διακοπές. Σπίτι – παραλία – και επιστροφή στο σπίτι. Βέβαια, αντί για κάρο με άλογο έχουμε τα αυτοκίνητα μας και αντί για κομπόστα πίνουμε φραπέ και κόκα-κόλα. Πάντως, αυτά που ξέραμε μέχρι πριν μερικά χρόνια, δηλαδή μισθό, επίδομα αδείας, ξενοδοχείο και ταβέρνες, αποτελούν παρελθόν και ανάμνηση θερινής νυκτός.
Πάλι καλά που τα έχουμε κι αυτά, να λέμε δόξα το θεό, γιατί έτσι όπως έχουμε χρεοκοπήσει, με την ανεργία και με την πανδημία κερασάκι στην τούρτα, δεν ξέρουμε τι μας περιμένει στο μέλλον.




























