– Όσο περνάει ο καιρός…
– Τόσο μεγαλώνει η πανδημία, αυτό δεν ήθελε να πεις;
– Ναι, ρε και κουράστηκα, βαρέθηκα πια όλο αυτό το αλισβερίσι, δεν μπορώ πια να ακούω και να βλέπω έξυπνους, νιώθω βλάκας, οπότε καλά είναι να αποχωρήσω. Ο Έλληνας δεν κάνει, δεν τραβάει, θέλει την παιδεία του, για αυτό νεαρέ μου, καιρός να φύγω γι άλλα μέρη…
– Τι θες να πεις;
– Θα φύγω ρε!
– Για πού ρε; Διακοπές;
– Ναι, ρε, διακοπές!
– Καλά, τώρα, μας δούλεψες.
– Όχι ρε σοβαρά μιλάω, θα φύγω διακοπές.
– Και οι δουλειές εδώ;
– Άσε, δεν θα χαθούν οι δουλειές άμα λείψω, υπάρχουν κι άλλοι, ουδείς αναντικατάστατος!
– Το έχεις αποφασίσει δηλαδή!
– Ουδέν σιγουρότερον! Είμαι έτοιμος!
– Τώρα που πλησιάζει ο χειμώνας;
– Και γιατί, τι έχει ο χειμώνας; Μια χαρά εποχή για διακοπές!
– Έχεις χρήμα δηλαδή!
– Σιγά ρε, δεν θα πάω Ελβετία, ούτε θα πιάσω κανένα σαλέ! Έχει εδώ η χώρα μας…
– Θα πιάσεις βουνό δηλαδή!
– Έτσι λέω, αλλά μπορώ και να αλλάξω, μπορεί να πιάσω και λίγο θάλασσα, να την βλέπεις άγρια, και να ακούς μόνο τα κύματα να λυσσομανούν πάνω στα βράχια, μόνος εσύ και η φύση, πότε άγρια πότε ήρεμη, χωρίς τηλέφωνα, χωρίς ιντερνέτ, χωρίς όλους αυτούς τους δημοσιογράφους της συμφοράς, διότι έχουμε κοντά καμιά δέκα εκατομμύρια από δαύτους…
– Τι θες να πεις ρε; Όλοι οι Έλληνες…
– Αυτό ακριβώς για δες πόσοι γράφουν, γράφουν …παραγράφουν και τι ωραία τι καλά! Γέμισε το διαδίκτυο από δαύτους! Καιρός να αποχωρήσουμε, διότι όσο τους διαβάζουμε και ασχολούμαστε τόσο ανεβαίνουν και από ένα σκαλοπάτι.
– Καλά τα λες, ρε!
– Και επάνω στο βουνό να πιάσεις ένα χωριό καρφωμένο σαν αετοφωλιά πάνω σε καμιά κορφή, ξέρεις τι ωραία που είναι; Χιόνια, παγωνιά και ένα τζάκι να καίει, να καίει συνέχεια και να δεις πως ζεσταίνεται το μέσα σου, ζεσταίνεται και ακούς τη ζωή να τρέχει μέσα σου…
– Α, ρε ποιητή μου, έτσι ακριβώς…
– Και μετά φίλε μου… ξύπνησα… και βρέθηκα στη χαβούζα μας!





























