100 χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το μέγα ιστορικό και πολιτισμικό τραύμα της μικρασιατικής καταστροφής, όπως έχει καταγραφεί με περίσκεψη και συγκίνηση στην Εθνική συνείδηση των Ελλήνων.
Της Φάνης Κουντουριανού – Μανωλοπούλου

Ήδη από το 1914 και την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου, οι Νεότουρκοι με τον άκρατο σωβινισμό τους καθοδηγούμενοι από τους Γερμανούς, που εκπόνησαν το φρικαλέο γενοκτονικό σχέδιο κατά των Αρμένιων και των Ρωμιών της Μικράς Ασίας, επινοούν και εφαρμόζουν τις πιο απάνθρωπες μεθόδους για τη ολοκληρωτική εξόντωση των χριστιανικών πληθυσμών. Με την κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την εδαφική της συρρίκνωση, η κυρίαρχη ιδεολογία είναι μιας Τουρκίας, όπου δεν θα υπάρχει χώρος για μη μουσουλμανικές μειονότητες. Το εθνικιστικό σύνθημα των Νεότουρκων ¨ένα έθνος, το τουρκικό, μια θρησκεία, η μουσουλμανική¨ οδήγησε στο θάνατο, σύμφωνα με Ισραηλινούς επιστήμονες, 2.5 εκατομμύρια Χριστιανούς. Ενώ προς το τέλος του 19ου αι. οι Χριστιανοί αποτελούσαν το 20% του συνολικού πληθυσμού της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, το 1924 έφτασαν στο 2%. Πρωταρχικό τους σχέδιο, που υλοποιείται χονδροειδώς, με βάρβαρο και ωμό τρόπο, η προσχεδιασμένη γενοκτονία των Αρμενίων. Εκτός όμως από τον Τουρκικό εθνικισμό και οικονομικοί λόγοι συνετέλεσαν στις διώξεις εναντίον των Ελλήνων, οι οποίοι κατείχαν το εμπόριο και τη βιομηχανία κι εμπόδιζαν τους Γερμανούς να διεισδύσουν και να αλώσουν οικονομικά την υπανάπτυκτη Τουρκία.
Από τα τέλη ήδη του 1913, που αναλαμβάνει τη στρατιωτική διοίκηση της Τουρκίας ο Γερμανός στρατηγός Λίμαν φον Σάντερς μπαίνει σε εφαρμογή το καλοσχεδιασμένο σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων. Εκδιώκονται βίαια οι Ρωμιοί από τις εστίες τους αλλά υποχρεούνται να υπογράψουν πιστοποιητικά ότι ηθελημένα τις εγκαταλείπουν.
Έχει προηγηθεί ανθελληνική προπαγάνδα – οι Έλληνες έχουν ανακηρυχθεί εχθροί του κράτους – προπαγάνδα, που φανατίζει τον τουρκικό όχλο, ο οποίος έχει ήδη εξοπλιστεί, και όπως μαρτυρούν γαλλικές και αμερικανικές πηγές της εποχής, ξεσπούν και αθρόες σφαγές.
Η στρατολόγηση των ανδρών 20 – 25 ετών ήταν ένα ακόμα μέσον εξόντωσης των νεαρών Ελλήνων. Τους υποχρέωναν σε εξοντωτικές αγγαρείες, οι συνθήκες διαβίωσης στους στρατώνες ήταν άθλιες, ο υποσιτισμός καθημερινός, όπως και οι βασανισμοί, οι εξευτελισμοί, οι εκτελέσεις. Τους θέριζαν οι επιδημίες. Οι άνω των 45 ετών άνδρες υποχρεώνονται να επανδρώσουν τα περιβόητα αμελέ ταμπουρού, τα τάγματα εργασίας, σε λατομεία, ορυχεία, διάνοιξη δρόμων, συνήθως τις περιοχές της Σεβάστειας και του Βαν, με δωδεκάωρη εργασία κάτω από βροχή και χιόνι, υποσιτισμένοι, με μια αραιή σούπα όλο το 24 ωρο, με τον βούρδουλα του τζανταρμά και την εχθρότητα των ντόπιων, που είχε ήδη δηλητηριαστεί το μυαλό και η καρδιά τους κατά των Ελλήνων. Ο υποσιτισμός, οι σκληρές συνθήκες εργασίας, ο τυφοειδής πυρετός, η χολέρα και άλλες επιδημίες αποδεκατίζουν τον ανθό της Ρωμιοσύνης. Με πονηρό, ανατολίτικο τρόπο, με πανουργία ασυναγώνιστη επιχειρείται η εξολόθρευση του χριστιανικού πληθυσμού. Η γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, που γίνεται με τρόπο ωμό και απροκάλυπτο έχει προκαλέσει την κατακραυγή της Ευρώπης, γι’ αυτό η εξόντωση των Ελλήνων μεθοδεύεται διαφορετικά. Το γερμανικό σχέδιο, που είναι ένα πρώτο Άουσβιτς εν ροη προβλέπει και υλοποιεί εκτοπίσεις όλου του άμαχου ελληνικού πληθυσμού από τα παράλια προς το κέντρο της Μικρασίας, τάχα γιατί είναι ύποπτοι συνωμοσίας εναντίον του Οθωμανικού μιλιέτ. Οι εκτοπίσεις γίνονται συνήθως το χειμώνα με εξοντωτικές οδοιπορίες. Απαγορεύεται οι εκτοπισμένοι να έχουν τροφή μαζί τους ή σκεπάσματα. Δεν περπατούσαν για να φτάσουν κάπου. Όχι. Περπατούσαν για να πεθάνουν από τις εξαντλητικές πορείες, τις κακουχίες, την παγωνιά, την πείνα, τους εξευτελισμούς παντός είδους… Το ταξίδι ήταν ο θάνατος, όχι το τέρμα του ταξιδιού.
Οι Τούρκοι τζανταρμάδες εισβάλλουν στα σπίτια τους, αρπάζουν τους μάχιμους άνδρες και ή τους εκτελούν ή τους στέλνουν στα αμελέ ταμπουρού, που έχουν καταντήσει τάγματα θανάτου, ενώ εκείνοι προβαίνουν σε λεηλασίες των περουσιών τους, σε βιασμούς των γυναικών τους, σε σφαγές, πυρπολήσεις και σε κάθε είδους θηριωδία. Στο ολέθριο έργο τους τους επικουρούσαν και άτακτες ορδές ψωραλέων πεινασμένων ανταρτών Τούρκων αλλά και οι ντόπιοι οθωμανικοί πληθυσμοί, που πλειοδοτούσαν σε αγριότητα και αρπακτικότητα, μια ολοφάνερη βουλιμία για τον πλούτο των Ελλήνων, ένα αιματοβαμμένο πλιάτσικο. Πριν αρπάξουν τα ζώα, την οικοσκευή, τα προικιά των κοριτσιών, κάποιοι αιμοδιψείς ανάμεσα τους βασάνιζαν ανηλεώς τα θύματά τους και ύστερα τα παρέδιδαν στον Χάρο. Έκοβαν μύτες και αυτιά, τα στήθη των γυναικών, ξέσκιζαν κοιλιές εγκύων, έγδερναν ζωντανούς, τεμάχιζαν. Σκηνές Αποκάλυψης.
Οι διωγμοί του Ελληνικού στοιχείου γίνονται πιο απηνείς μετά το 1919 με την απόβαση στην Σμύρνη του ελληνικού στρατού και τις ακόλουθες νίκες του. Εντείνονται οι μαζικές εκτοπίσεις ολόκληρων χωριών, οι επιλεκτικές δολοφονίες, οι στημένες δίκες, οι εκτελέσεις προβεβλημένων Ελλήνων, οι λεηλασίες, η άρση όλων των δικαιωμάτων ακόμη και των πιο στοιχειωδών, το οικονομικό μποϊκοτάζ, οι αρπαγές περιούσιων, οι βιασμοί, οι πυρπολήσεις χωριών, οι σφαγές, η ψυχολογική τρομοκρατία, οι απειλές, οι ύβρεις, προπηλακισμοί, φυλακίσεις, απαγχονισμοί, αποτεφρώσεις πτωμάτων… Οι Έλληνες της Ανατολικής Θράκης της Μικρασίας και του Εύξεινου Πόντου ηγεμονεύονται από τρόμο και οδύνη. Και όσο οι Ελληνικές δυνάμεις έκαναν αρχικά επιτυχές έργο εκκαθαρίσεως των ατάκτων Τούρκων σε βάθος 150 χλμ. από την Σμύρνη και κατόπιν, το φθινόπωρο του 1920, προήλασαν νικηφόρα ως το Τσεντίς Χαν, αυτό αποθηρίωσε τους Τούρκους και οι διωγμοί των Ελλήνων, που δεν προστατεύονταν από την ελληνική στρατιά εκτείνονταν, καθώς είχε εξαπολυθεί η μαύρη τρομοκρατία του Κεμάλ Ατατούρκ. Και ενώ τον Αύγουστο του 1922 οι Έλληνες νικούσαν σε όλες τις μάχες, το μεγάλο ανάπτυγμα του μετώπου, οι κουρασμένοι αξιωματικοί της ελληνικής στρατιάς, πολλοί από τους οποίους πολεμούσαν επί 9 χρόνια, η ανησυχία των φαντάρων για τις οικογένειες τους στην πατρίδα, που δεν είχαν ούτε ψωμί, η αγιάτρευτη ανία, η προϊούσα σωματική και ηθική εξάντληση κατακρημνίζουν το ηθικό του στρατεύματος χαλαρώνει η πειθαρχία και, όταν ο Κεμάλ, που πρόφτασε να οργανώσει αξιόμαχο στρατό, επιτίθεται με σφοδρότητα στην ευάλωτη εξέχουσα γραμμή στο Αφιόν Καραχισάρ, η γραμμή άμυνας των Ελλήνων σπάει και σε λίγες μέρες όλο το μέτωπο καταρρέει και αρχίζει η υποχώρηση. Οι ελληνικές ομάδες, καθώς υποχωρούν συμπτυσσόμενες προς δυσμάς ώστε να εκκενώσουν τη Μ. Ασία μεταβάλλονται σε άτακτα στίφη ρακένδυτων στρατιωτών, που σέρνονται αγκομαχώντας κάτω από έναν αυγουστιάτικο διάπυρο ήλιο μέσα από χωράφια, πλαγιές λόφων, αποξηραμένες κοίτες ποταμών, ανακατεμένοι με παιδιά, γέρους, γυναίκες, ανεβασμένους σε αραμπάδες, σε βοϊδάμαξες, με μπόγους και μπαούλα, όπου κουβαλούν μόχθο και ιδρώτα μιας ζωής αγωνιώντες, σιωπηλοί θλιμμένοι, τρομαγμένοι, με όψεις φαγωμένες από οδύνη. Στη Σμύρνη καταφθάνουν τρένα κατάμεστα από πρόσφυγες της ενδοχώρας, έχουν πλημμυρίσει οι δρόμοι, η προκυμαία, οι εκκλησίες, τα νεκροταφεία. Στις 27 Αυγούστου καταφθάνουν οι Τούρκοι, στρατός και μανιασμένους μιαιφόνος όχλος και σφάζουν, βιάζουν, αρπάζουν. Στην προκυμαία της Σμύρνης και στους δρόμους της εκτυλίσσονται ανήκουστα εγκλήματα, απύθμενο μίσος της Κόλασης έχει ξεχυθεί και καταπίνει ζωές. Το απερίγραπτα μακάβριο έργο ολοκληρώνει η φωτιά που κατέφαγε με αδηφάγο ορμή τα πάντα.
1.500.00 Ρωμιοί της Μικρασίας κατέφθασαν στην Ελλάδα θύματα ενός φρικαλέου γενοκτονικού σχεδίου. Ενταφιάστηκε στις φλόγες της πυρπολημένης Σμύρνης και η Μεγάλη Ιδέα, που έθρεψε τόσων γενεών όνειρα από το 1821 επί έναν αιώνα για τη δημιουργία της μεγάλης Ελλάδος με τα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό όλων των Ελλήνων. Στην πολυκύμαντη ελληνική ιστορία αυτό ήταν το μεγαλύτερο τραύμα. Σημασιοδοτούσε ένα τέρμα, αυτό της απολυτρωτικής πολιτικής των ακόμη υπόδουλων Ελλήνων και μια αφετηρία, αυτή μιας νέας ιστορικής περιόδου κατά την οποία θα εκκαθαρίζονταν οι λογαριασμοί της ήττας, θα ανασυγκροτούνταν ο ηττημένος ελληνικός στρατός, θα απορροφούνταν 1.500.000 Έλληνες τόσο σημαντικά διαφορετικοί στην νοοτροπία από τους γηγενείς.
Οι Ρωμιοί της Μικρασίας ήρθαν στην Ελλάδα, αφού είχαν κοντέψει στα σύνορα του άλλου κόσμου με τον θάνατο στην ψυχή, με πένθος αβάστακτο, με μνήμες εφιαλτικές από ανήκουστες βαρβαρότητες και διεστραμμένους εξευτελισμούς, με εικόνες από λεηλασίες, αρπαγές, με βιώματα από ατιμώσεις, βασανισμούς, βιασμούς, σφαγές, παντοειδείς ωμότητες, ψυχές κατερειπωμένες, άνδρες και γυναίκες αποδιωγμένοι από την γενέθλια γη, από τα χωριά, τις γειτονιές τους, τα σινάφια τους, την κοινωνική τους ομάδα, την γενέθλια γη που την έκλεισαν με αγάπη στο μυαλό και στην καρδιά τους, κι εδώ, στην Ελλάδα, τους αντιμετώπισαν συχνά εχθρικά, παγερά, ως άρπαγες του λιγοστού ψωμιού των ντόπιων, και τους ταπείνωσαν.
Η Ελλάδα των 4.500.000 πολιτών το 1922 ήταν ήδη εξουθενωμένη οικονομικά από μια δεκαετία συνεχών πολέμων και από την απομύζηση του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, που της είχε επιβληθεί μετά την πτώχευση του 1893 και τον ατελέσφορο πόλεμο του 1897 από την δραματική μείωση της παραγωγής, καθώς έλειπαν τα εργατικά χέρια στον πόλεμο και καλούνταν τώρα, αυτή η πάμπτωχη και καταχρεωμένη Ελλάδα να περιθάλψει τα κυνηγημένα παιδιά της, να τους στεγάσει, να τους θρέψει, να μορφώσει τις νέες γενιές, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, έργο ηράκλειο. Το προσφυγικό ήταν το μεγαλύτερο κοινωνικοοικονομικό ζήτημα που αντιμετώπισε το Ελληνικό κράτος από την σύσταση του από μετά την Επανάσταση του 1821, καθώς προκάλεσε περαιτέρω χρέωση του ήδη χρεωκοπημένου κράτους και υπερβολικά μεγάλες θυσίες του τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων.
Αμέσως η Ελλάδα δανείστηκε δωδεκάμισι περίπου χρυσές λίρες Αγγλίας με υπέρογκο τόκο 8,5% και το έθεσε στη διάθεση της αυτόνομης Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων και τον πρόεδρο της, τον ακέραιο και ανεπίληπτο Ερρίκο Μοργκεντάου, ο οποίος τα διαχειρίστηκε άψογα. Το ελληνικό Δημόσιο έκανε απαλλοτριώσεις σε μεγάλα τσιφλίκια, όπως και σε γαίες Μουσουλμάνων, που είχαν ήδη αποχωρήσει με την ανταλλαγή πληθυσμών και διένειμε 5.000.000 στρέμματα στους πρόσφυγες, μεγάλες ποσότητες σπόρων, γεωργικά εργαλεία και ζώα. Διανεμήθηκαν χιλιάδες κατοικίες, νομοθετήθηκαν ευνοϊκοί νόμοι για τους πρόσφυγες, τους δόθηκε η ελληνική ιθαγένεια, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι. Χορηγήθηκαν δάνεια σε πρόσφυγες με εγγυητή το Δημόσιο και σε γενικές γραμμές η ελληνική Πολιτεία κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες για την αποκατάσταση των προσφύγων, πρόβλημα τόσο οξύ, σοβαρό και δυσεπίλυτο.
Το πιο δύσκολο όμως από όλα, και από αυτές ακόμη τις οικτρές συνθήκες υπό τις οποίες εκδιώχθηκαν από τις πατρίδες τους, υπήρξε η αντιμετώπιση της ελληνικής κοινωνίας. Σε πολλές περιοχές η συμβίωση των προσφύγων με τους αυτόχθονες υπήρξε προβληματική με συρράξεις μεταξύ τους, με υποτιμητικούς και χλευαστικούς χαρακτηρισμούς των ντόπιων και με φανερή εχθρότητα προς τους πρόσφυγες. Το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών από το 1930 και μετά κατέγραψε τη ζώσα ιστορία με χιλιάδες συνεντεύξεις από τους ξεριζωμένους ομοεθνείς. Σ’ αυτές καταγράφεται η οδυνηρή έκπληξη όλων εκείνων που υπέστησαν έναν ανέκκλητο ξεριζωμό και κουβαλούσαν τόσες τραυματικές μνήμες και δέχθηκαν τόσες ανεπούλωτες πληγές από τους βαρβάρους και αλλοεθνείς, τώρα να θεωρούνται από τους όμαιμους, ομοεθνείς αδελφούς παρασυνάγωγοι και να αντιμετωπίζονται ως αποδιοπομπαίοι τράγοι.
Ωστόσο υπήρξαν και φωτεινές εξαιρέσεις. Όπως οι πρόσφυγες στις συνεντεύξεις τους αναφέρονται και σε κάποιους ¨καλούς¨ Τούρκους, που τους έκρυψαν στα σπίτια τους και τους γλίτωσαν από τις σφαγές, έτσι μιλούν με συγκίνηση για την συμπονετική γιαγιά που έδωσε το ένα από τα δύο καρβέλια ψωμί που κρατούσε στο πεινασμένο προσφυγόπουλο που την κοίταζε αμίλητο με μεγαλωμένα παρακλητικά μάτια, μιλούν για τον φτωχό εργάτη που χάρισε αυτοβούλως τα παπούτσια του στον πρόσφυγα, επειδή τα δικά του είχαν σαραβαλιαστεί και γύρισε ξυπόλητος σπίτι του, συγκινούνται και ευγνωμονούν τη νεαρή μάνα, που παρόλη τη φτώχεια της, μάζευε τα προσφυγόπουλα σπίτι της μαζί με τα παιδιά της και τα τάιζε. Και εκτός από τους μεμονωμένους Έλληνες υπήρξαν και ιδιωτικοί ανθρωπιστικοί οργανισμοί και ιδρύματα που υπερέβησαν τις δυνατότητες τους σε προσφορά.
Η αρχή της συνύπαρξης των γηγενών Ελλήνων με τους πρόσφυγες υπήρξε δύσκολη. Η ζωή όμως όλα τα λειαίνει Στρογγυλεύει τις γωνίες, απαλαίνει τους κραδασμούς, μειώνει τις εντάσεις και κατισχύει στο τέλος θέτοντας τους δικούς της όρους και τις δικές της αξίες, πολύτιμες, αιώνιες, θεμελιώδεις, ακατάλυτες. Οι πρόσφυγες ενσωματώθηκαν στον εθνικό κορμό και άσκησαν ευεργετική επίδραση στις εξελίξεις της ελληνικής κοινωνίας. Έγιναν συνδημιουργοί στη διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, καθώς συνέβαλαν στο να ακολουθηθεί σε όλους τους τομείς μια ανορθωτική διαδικασία, η οποία οδήγησε σε γενική πρόοδο. Ενίσχυσαν με τη μαχητικότητα, το φιλελεύθερο πνεύμα τους, το ανοιχτό μυαλό τους, την ευρύτητα των οριζόντων τους, την εθνική οικονομία στο αγροτικό, βιοτεχνικό και βιομηχανικό τομέα. Υπήρξαν αυτοί το έμψυχο κεφάλαιο, που θα δημιουργούσε το άψυχο κεφάλαιο στη συνέχεια. Έδωσαν ώθηση στις τέχνες. Κατέγραψαν στο χαρτί τις εφιαλτικές εμπειρίες και τα αιματηρά βιώματά τους, τις ωμότητες των Τούρκων, τη βίαιη ανατροπή της ζωής τους, την απώλεια των πάντων, τις ματαιωμένες τους προσδοκίες, τον αβάσταχτο πόνο για τις αλύτρωτες πατρίδες, τη σπαρακτική νοσταλγία και δημιούργησαν λογοτεχνικά έργα υψηλής πνοής. Ο Ηλ. Βενέζης, ο Φ. Κόντογλου, ο Γ. Θεοτοκάς, ο Κ. Πολίτης, ο Γ. Σεφέρης συγκαταλέγονται στους σπουδαιότερους λογοτέχνες της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Και η δική τους πνευματική εισφορά συνέθεσε τη σημερινή ελληνική ταυτότητα. Άλλοι πρόσφυγες ή προσφυγογενείς τους καημούς, τις πίκρες και τις αγωνίες τους τις έκαναν τραγούδι με τους τρόπους και τους μουσικούς δρόμους, που έφεραν από την Ανατολή, τη γενέθλια γη τους. Άνθισε εδώ το ρεμπέτικο τραγούδι και το μπουζούκι. Εμπλούτισαν οι πρόσφυγες τη χώρα σε όλους τους τομείς, ακόμη και στο δημογραφικό. Οι Έλληνες πολλαπλασιάστηκαν. Η ολιγάνθρωπη Ελλάδα γίνεται πιο πολυπρόσωπη. Οι 800.000 πρόσφυγες που εγκαθίστανται στη Θράκη, και στη Μακεδονία αποτέλεσαν δημογραφικό θώρακα της χώρας, ενίσχυσαν την άμυνα της και αποτράπηκε έτσι οποιαδήποτε σκέψη από τους γείτονες να επέμβουν ή να διεκδικήσουν τις ευαίσθητες αυτές περιοχές.
Η μικρασιατική τραγωδία συντάραξε την Ελλάδα και μετέβαλε τη ροή της ιστορίας της. Την απογύμνωσε από πανάρχαιες κοιτίδες πολιτισμού στα μικρασιατικά παράλια και στον Εύξεινο Πόντο. Έθαψε την Μεγάλη Ιδέα για την επανάκτηση των εδαφών της βυζαντινής αυτοκρατορίας και την απελευθέρωση των αλύτρωτων Ελλήνων. Μια εποχή αντιφάσεων ξεκινούσε η οποία θα σφραγιζόταν με την δικτατορία τη 4ης Αυγούστου 1936 και την έναρξη του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Η περίοδος του Μεσοπολέμου, η 20ετια ανάμεσα στον Α’ και Β’ παγκόσμιο πόλεμο, στην Ελλάδα σημαδεύτηκε από έναν ανώμαλο πολιτικό βίο με δύο πολιτειακές μεταβολές και δύο δικτατορίες. Ο διχασμός στην κοινωνία ανάμεσα σε Βενιζελικούς και Αντιβενιζελικούς συνέχισε να υφίσταται προκαλώντας έριδες και διασπώντας την κοινωνική συνοχή. Ο θάνατος του Βενιζέλου, η δικτατορία Μεταξά, η οποία φίμωσε τον λαό και τον τύπο, κυρίως όμως ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος, η γερμανική κατοχή και ο εμφύλιος που ακολούθησε, πρόσφεραν έναν άλλον διχασμό να ικανοποιήσει το DNA των Ελλήνων. Σε αυτή την ταραχώδη περίοδο οι πρόσφυγες ενσωματώθηκαν πλήρως στην ελλαδική κοινωνία, πρόκοψαν, της μετάγγισαν και τους δικούς τους χυμούς, την πλούτισαν, την εξέλιξαν και την υπερασπίστηκαν από επίβουλους εχθρούς ως γνήσια τέκνα της πατρίδας.
Φάνυ Κουντουριανού – Μανωλοπούλου
Αυξεντίου 24 60100 Κατερίνη
Τηλ. 6979985665




























