Τη βλέπεις στα βαγόνια του μετρό, στα βλέμματα που γλιστρούν πάνω από την οθόνη και δεν συναντούν ποτέ άνθρωπο. Τη βλέπεις σε μια κοινωνία που ξέρει να εξάπτεται, να ξεσπά, να γεμίζει πλατείες, να γράφει ιστορία μέσα σε λίγες ώρες—και ύστερα να επιστρέφει, σχεδόν πειθαρχημένα, σε μια καθημερινότητα όπου ο καθένας ξαναγίνεται νησί.
Μέσα σ’ αυτή τη σιωπή γεννιέται και το μεγάλο ψέμα της εποχής μας: ότι υπάρχει «το σύστημα» ως ενιαία, σκοτεινή οντότητα, με πρόθεση και σχέδιο. Ένας αόρατος σκηνοθέτης που κινεί τα νήματα, ένας εύκολος εχθρός για να του φορτώσουμε ό,τι μας πονά, χωρίς να μας ζητηθεί τίποτα πίσω. Είναι βολικό να πιστεύεις πως «κάποιοι» το έστησαν έτσι. Είναι ανακουφιστικό να μισείς κάτι αφηρημένο. Σε γλιτώνει από τη δύσκολη εργασία: να κοιτάξεις την καθημερινή σου συνενοχή, τη συνήθεια της παραίτησης, τη βολή του «δεν αλλάζει».
Κι όμως, ό,τι αποκαλούμε «σύστημα» δεν είναι πρόσωπο. Είναι ίζημα. Ένα συσσωρευμένο αποτέλεσμα αμέτρητων ασύνδετων πράξεων, λαθών, διορθώσεων, συγκρούσεων και συμβιβασμών που δεν συντονίστηκαν ποτέ. Μοιάζει περισσότερο με μονοπάτι που σχηματίστηκε επειδή πέρασαν πολλοί από εκεί, καθένας για δικούς του λόγους, παρά με δρόμο που χάραξε ένας αρχιτέκτονας. Γι’ αυτό είναι αντιφατικό. Γι’ αυτό μπορεί να παράγει δικαιοσύνη και αδικία. Γι’ αυτό άλλοτε προστατεύει κι άλλοτε πληγώνει. Δεν είναι θεός. Είναι ανθρώπινο έργο, διασκορπισμένο στον χρόνο.
Ακριβώς επειδή είναι ανθρώπινο, οι παρατυπίες του σπανίως κρύβονται στην ίδια την αρχιτεκτονική του. Κρύβονται στους εφαρμοστές του: εκεί όπου η φιλοδοξία, ο φόβος, η προκατάληψη, η ιδιοτέλεια, η κόπωση, το πάθος, η μικρότητα ή η κυνικότητα αλλοιώνουν τον κανόνα και τον κάνουν εργαλείο. Εδώ είναι η σύγκρουση που αποφεύγουμε να πούμε καθαρά: οι θεσμοί δεν καταρρέουν επειδή είναι ατελείς· καταρρέουν όταν εμείς παραιτούμαστε από την ευθύνη να τους κρατάμε καθαρούς. Και η ευθύνη αυτή δεν είναι μόνο πολιτική. Είναι ανθρωπολογική.
Γιατί ο άνθρωπος είναι διττός. Μπορεί να είναι συνεργατικός και ταυτόχρονα επιθετικός. Μπορεί να δημιουργεί και να καταστρέφει. Μπορεί να αγαπά τον πλησίον και, την ίδια στιγμή, να τον βλέπει ως εμπόδιο. Το παλιό ρητό—«ο άνθρωπος λύκος για τον άνθρωπο»—επιβιώνει όχι επειδή είναι κυνικό, αλλά επειδή περιγράφει κάτι πραγματικό: χωρίς κανόνες, χωρίς αυτοσυγκράτηση, χωρίς εσωτερική πειθαρχία, το «εμείς» διαλύεται. Και όταν το «εμείς» διαλύεται, εμφανίζονται εκείνοι που ξέρουν να κερδίζουν μέσα στα κενά. Όχι επειδή έχουν μεταφυσική ισχύ, αλλά επειδή εμείς τους παραχωρούμε χώρο: ανάμεσα σε δύο αδιάφορους ανθρώπους, ανάμεσα σε δύο πολωμένες ομάδες, ανάμεσα σε δύο σιωπές.
Κι όμως—και εδώ αρχίζει το παράδοξο της ελπίδας—μέσα σε αυτή τη σκοτεινή περιγραφή υπάρχει ένας μηχανισμός που κάνει το μικρό να μετακινεί το μεγάλο χωρίς θόρυβο. Είναι ο μηχανισμός του μοχλού. Στη φυσική, ένας μοχλός επιτρέπει σε μικρή δύναμη να μετακινήσει μεγάλο βάρος, αρκεί να πατήσει στο σωστό σημείο. Στους θεσμούς, ο μοχλός είναι η ερμηνεία: ο κανόνας που αποκτά σαφή όρια, ο ορισμός που κλείνει ένα παράθυρο αυθαιρεσίας, η διαδικασία που αναγκάζει τη διοίκηση να αιτιολογήσει, την αγορά να πειθαρχήσει, την εξουσία να λογοδοτήσει.
Αυτό είναι το σημείο που δεν καταλαβαίνουμε όσο είμαστε εθισμένοι στις «μεγάλες εξηγήσεις» και στις «μεγάλες πλατείες». Μια νομική ενέργεια μπορεί να είναι μικρή ως γεγονός και τεράστια ως συνέπεια—όχι επειδή την έκανε ένας «ισχυρός», αλλά επειδή άγγιξε το σημείο άρθρωσης. Έτσι εξηγείται πώς δύο δικηγόροι, σε δύο χωριστά γραφεία, με διαφορετικές υποθέσεις και διαφορετικές αφετηρίες, μπορούν—χωρίς να το ξέρουν και χωρίς να το έχουν ως «παγκόσμιο σχέδιο»—να δημιουργήσουν αποτέλεσμα που ακουμπά εκατομμύρια. Όταν οι θεσμοί λειτουργούν, μετατρέπουν την ιδιωτική επιμονή σε δημόσιο κανόνα.
Κι εδώ μπαίνουν οι δύο αριθμοί του τίτλου. 2260 και 2261. Δύο αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, δύο αριθμοί που μοιάζουν άψυχοι, αλλά καταγράφουν—με τον τρόπο που μόνο το δίκαιο ξέρει—τη στιγμή όπου η σιωπή γίνεται ορισμός. Στις αποφάσεις 2260–2261/2025 τέθηκε ρητά το ερώτημα αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις μπορούν να θεωρηθούν «χρηματοδοτικά ιδρύματα» κατά το ενωσιακό πλαίσιο (ιδίως τον Κανονισμό (ΕΕ) 575/2013, CRR) και, συνακόλουθα, αν και πώς εφαρμόζεται επ’ αυτών το κυρωτικό δίκαιο που αφορά τα χρηματοδοτικά ιδρύματα—με το ΣτΕ να προχωρά και στην οδό του προδικαστικού ερωτήματος, ακριβώς επειδή η απάντηση δεν είναι «εθνική λεπτομέρεια», αλλά ευρωπαϊκή ερμηνεία.
Για έναν αναγνώστη οικονομικής εφημερίδας, αυτό δεν είναι «νομικίστικο». Είναι η καρδιά της αγοράς: ποιος υπάγεται σε ποιο καθεστώς, ποιος εποπτεύεται, ποιος κυρώνεται, ποιος λογοδοτεί. Όταν ένα ανώτατο δικαστήριο υποχρεώνεται να δώσει ή να ζητήσει (σε ευρωπαϊκό επίπεδο) καθαρό ορισμό, δεν γράφει απλώς μια απόφαση. Τοποθετεί ένα δοκάρι στο οικοδόμημα. Και πάνω σ’ αυτό το δοκάρι θα πατήσουν πρακτικές, συμβάσεις, πολιτικές συμμόρφωσης, στρατηγικές κινδύνου, χιλιάδες υποθέσεις. Αυτό είναι το «μοχλικό» αποτέλεσμα: η μικρή δύναμη στο σωστό σημείο μετακινεί μεγάλο βάρος.
Εδώ γεννιέται το ερώτημα που σε καίει και που καίει κάθε πολίτη που ένιωσε—έστω μια φορά—πως «βγήκαμε όλοι μαζί» αλλά δεν μείναμε μαζί: αν δύο άνθρωποι μπορούν, πατώντας σωστά, να επηρεάσουν μια μερίδα εκατομμυρίων, τότε γιατί τα εκατομμύρια δεν μπορούν να επηρεάσουν τον ίδιο τους τον εαυτό; Γιατί η πλατεία γεμίζει και μετά αδειάζει; Γιατί η συλλογική ανάσα δεν γίνεται συλλογική πειθαρχία;
Οι άγκυρες είναι γνωστές και, κυρίως, είναι πραγματικές. Το 2001, στη σύγκρουση για τις ταυτότητες, η χώρα είδε εκατομμύρια να συγχρονίζονται γύρω από ένα θέμα ανήκειν, σε κλίμα κοινωνικής κινητοποίησης που κορυφώθηκε με τη συνάντηση Χριστόδουλου–Στεφανόπουλου στο Προεδρικό Μέγαρο (29 Αυγούστου 2001). Το 2011, στις 25 Μαΐου, η Πλατεία Συντάγματος έγινε το πρώτο μεγάλο σύμβολο του κινήματος των «Αγανακτισμένων»—μια έκρηξη παρουσίας, θυμού, απαίτησης για αξιοπρέπεια. Και το 2023, στις 28 Φεβρουαρίου, στα Τέμπη, η κοινωνία έμαθε με τον πιο σκληρό τρόπο ότι η «αμέλεια» δεν είναι αφηρημένη λέξη: έχει 57 νεκρούς.
Τρεις ημερομηνίες, τρεις εκρήξεις, τρία διαφορετικά θέματα—και το ίδιο μοτίβο: συγχρονισμός, μετά αποσυγχρονισμός. Η αλήθεια είναι σκληρή: ενωθήκαμε ως γεγονός, αλλά δεν κρατήσαμε την ένωση ως κατάσταση. Δεν τη μετατρέψαμε σε κουλτούρα, σε καθημερινή πρακτική. Την αφήσαμε να εξαντληθεί ως στιγμιαίο συμβάν.
Και τότε, μέσα στο κενό που αφήνει η αποσύνδεση, εμφανίζεται η πιο επικίνδυνη παραμόρφωση: ο θόρυβος. Η εκμετάλλευση του σοκ. Η εμπορευματοποίηση της αλήθειας. Η μετατροπή του δικαίου σε «προϊόν», του πολίτη σε «πελάτη», της θεσμικής νίκης σε σπέκουλα. Είναι η ίδια παθολογία που καταπίνει τις κοινωνικές εκρήξεις: από κραυγή γίνεται brand, από αίτημα γίνεται πακέτο υπηρεσιών, από αγωνία γίνεται καμπάνια. Κι αυτό—παρά το ηθικό του βάρος—είναι απολύτως «συστημικό» με την έννοια που πρέπει να το εννοούμε: δεν είναι σκοτεινή συνωμοσία, είναι προβλέψιμη ανθρώπινη εκτροπή όταν χαθεί η σύνδεση και όταν το κίνητρο υπερισχύσει του κανόνα.
Εδώ ακριβώς πρέπει να κουμπώσει η ευθεία προτροπή προς θεσμική ωριμότητα, ώστε το «μοχλικό» αποτέλεσμα των 2260–2261/2025 να μη ζήσει τη μοίρα που έζησαν τόσες συλλογικές στιγμές: να γίνει θόρυβος, να γίνει προϊόν, να γίνει πελατεία, να γίνει σπέκουλα. Και η προτροπή αυτή—για να είναι τίμια—δεν μπορεί να είναι ουδέτερη. Πρέπει να πει ονομαστικά τι απειλεί τη Δικαιοσύνη: όχι οι πλατείες, αλλά ο θόρυβος που τις διαδέχεται. Όχι η κοινωνική απαίτηση, αλλά η εργαλειοποίησή της. Όχι η δημοσιότητα, αλλά το «εμπόριο» της επιτυχίας.
Γι’ αυτό, ας ειπωθεί καθαρά, με τη γλώσσα που καταλαβαίνει και μια οικονομική εφημερίδα και ένας πολίτης που έχει κουραστεί να τον αντιμετωπίζουν ως target group:
Η δικαιοσύνη δεν είναι προϊόν. Είναι πράξη ευθύνης.
Οι αποφάσεις 2260 και 2261 του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν είναι απλώς νομικά γεγονότα. Είναι θεσμικό σημείο καμπής: ανοίγουν, με ευρωπαϊκή προέκταση, το πεδίο του ορισμού και της λογοδοσίας γύρω από την υπαγωγή/μη υπαγωγή των servicers στο καθεστώς που αφορά τα «χρηματοδοτικά ιδρύματα» και το συναφές κυρωτικό δίκαιο, σε συνάρτηση με το ενωσιακό πλαίσιο. Και επειδή ακριβώς πρόκειται για προδικαστική διαδρομή, το κρίσιμο δεν είναι ποιος θα φωνάξει περισσότερο. Το κρίσιμο είναι ποιο κλίμα θα επιτρέψει στη Δικαιοσύνη να κρίνει με καθαρότητα.
Σ’ αυτή τη διαδρομή, υπήρξαν και ενέργειες εκτός δικαστικής αίθουσας που δείχνουν τον ίδιο μηχανισμό του μοχλού: η επιμονή που μετατρέπεται σε θεσμικό ίχνος. Οι αναφορές/αναλύσεις που κατατίθενται σε ευρωπαϊκά fora δεν είναι «παράλληλος θόρυβος» όταν αντιμετωπίζονται θεσμικά: είναι ένας τρόπος να υποχρεωθεί η δημόσια συζήτηση να μιλήσει με γλώσσα δικαίου. Ενδεικτικά, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εμφανίζονται ως αντικείμενο επεξεργασίας στην Επιτροπή Αναφορών (PETI) η Αναφορά 1253/2024 και η Αναφορά 1261/2024, αμφότερες με αναφέροντα τον Λεωνίδα Στάμο, με θεματολογία που σχετίζεται—αντίστοιχα—με ζητήματα εφαρμογής/μεταφοράς ενωσιακών κανόνων και με την Οδηγία (ΕΕ) 2021/2167 για τους credit servicers. Αυτό δεν είναι «παράσημο». Είναι απόδειξη πως, όταν η επιμονή πατήσει στο σωστό θεσμικό σημείο, αφήνει ίχνος που δεν σβήνει με ένα δελτίο τύπου.
Κι εδώ βρίσκεται και η παγίδα. Το ίχνος αυτό μπορεί να γίνει αντικείμενο εμπορίας. Μπορεί να γίνει υλικό αυτοπροβολής. Μπορεί να γίνει αγορά. Και τότε, η κοινωνία θα ξανακάνει αυτό που ξέρει καλά: θα μετατρέψει μια θεσμική ευκαιρία σε ακόμη μία έκρηξη που θα σβήσει. Θα περάσει από τη σύνδεση στην αποσύνδεση, με άλλο προσωπείο.
Εάν θέλουμε να μη συμβεί αυτό, χρειαζόμαστε θεσμική ωριμότητα. Όχι ως σύνθημα, αλλά ως καθημερινή πειθαρχία. Χρειαζόμαστε μια αλλαγή κλίματος που είναι ταυτόχρονα ταπεινή και επαναστατική: να ξαναμάθουμε να είμαστε κοινωνία χωρίς να γινόμαστε όχλος. Να στηρίζουμε τη Δικαιοσύνη χωρίς να την πιέζουμε να «ικανοποιήσει» τη στιγμή. Να απαιτούμε λογοδοσία χωρίς να διψάμε για θέαμα. Να επιμένουμε σε διαδικασίες χωρίς να μισούμε τον κανόνα.
Και κυρίως: να σταθούμε δίπλα στους δικαστές χωρίς να τους χειραγωγούμε.
Δεν χρειάζονται χειροκρότημα. Χρειάζονται στήριξη. Χρειάζονται καθαρότητα. Χρειάζονται σοβαρότητα. Χρειάζονται—στον βαθμό που αυτό εξαρτάται από την κοινωνία—να μη μείνουν μόνοι απέναντι σε οικονομικούς παίκτες, αφηγήματα, πιέσεις, και στον διαρκή πειρασμό της αγοράς να μετατρέπει τα πάντα σε εμπόρευμα, ακόμη και την αλήθεια.
Η επόμενη μέρα δεν είναι επικοινωνιακή. Είναι θεσμική. Η προδικαστική διαδρομή δεν κερδίζεται με live, ούτε με «πακέτα», ούτε με εμπορία του φόβου. Κερδίζεται—αν κερδίζεται—με το κλίμα θεσμικής σοβαρότητας που θα επιτρέψει στη Δικαιοσύνη να κάνει αυτό που οφείλει: να κρίνει με βάση το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, όχι με βάση τη δημόσια θερμοκρασία.
Και αν θέλουμε μια τελική, απλή φράση για να μείνει στο μυαλό μιας κοινωνίας που εύκολα χάνει τη σύνδεση, ας είναι αυτή:
Η δικαιοσύνη δεν είναι μηχανισμός. Είναι σχέση. Είναι εμπιστοσύνη. Είναι κοινός τόπος. Είναι η στιγμή όπου ένας άνθρωπος βλέπει έναν άλλον άνθρωπο και αναγνωρίζει την αξία του.
Το 2001 μάθαμε πόσο εύκολα εκατομμύρια συγχρονίζονται γύρω από μια ταυτότητα. Το 2011 μάθαμε πόσο εύκολα μια πλατεία γίνεται καθρέφτης μιας κοινωνίας που δεν αντέχει άλλο. Το 2023 μάθαμε—με τον πιο ακριβό τρόπο—ότι η αμέλεια σκοτώνει. Και το 2025 βλέπουμε πώς δύο αριθμοί, 2260 και 2261, μπορούν να γίνουν δοκάρι λογοδοσίας, επειδή η ερμηνεία δεν είναι ρητορική: είναι η γεωμετρία του κράτους δικαίου.
Αν θέλουμε αυτή τη φορά να μη σβήσει η στιγμή, τότε το καθήκον μας είναι απλό και δύσκολο μαζί: να μη μετατρέψουμε την αλήθεια σε προϊόν. Να μη μετατρέψουμε τη Δικαιοσύνη σε θέαμα. Να μη μετατρέψουμε τον πολίτη σε πελάτη. Να δημιουργήσουμε, επιτέλους, εκείνη τη σιωπηλή, ώριμη στήριξη που δεν πιέζει αλλά προστατεύει. Γιατί οι δικαστές, όταν έρθει η ώρα να σταθούν όρθιοι, πρέπει να ξέρουν ότι δεν θα σταθούν μόνοι.
Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 2025
Δικηγόρος Αθηνών
ΑΜ ΔΣΑ 026001
Λεωφόρος Αλεξάνδρας 197 – Αθήνα 11522
2103821774 / 6997191919















































