Απαπά, η απαισιοδοξία του σημερινού τίτλου δεν καταπίνεται με τίποτα, όσο να πείτε.
Ωστόσο, ουδεμία ευθύνη φέρουμε, όταν ο μικροσυνταξιούχος, «Μήτσος», έπιασε να αναστοχάζεται περί του πώς η κραταιά Δύση των θαυμαστών επιτευγμάτων αδυνατεί να διαλύσει τα «σύννεφα φόβου» που «βρέχουν όλεθρο», τελευταία, αναγκάζοντας τον εμπειροτέχνη πολιτικό αναλυτή, θείο Αφεντούλη, να διερευνήσει την κρίσιμη συζυγία:
Ευρώπη, ώρα μηδέν;…
Απαπά, η απαισιοδοξία του σημερινού τίτλου δεν καταπίνεται με τίποτα, όσο να πείτε.
Ωστόσο, ουδεμία ευθύνη φέρουμε, όταν ο μικροσυνταξιούχος, «Μήτσος», έπιασε να αναστοχάζεται περί του πώς η κραταιά Δύση των θαυμαστών επιτευγμάτων αδυνατεί να διαλύσει τα «σύννεφα φόβου» που «βρέχουν όλεθρο», τελευταία, αναγκάζοντας τον εμπειροτέχνη πολιτικό αναλυτή, θείο Αφεντούλη, να διερευνήσει την κρίσιμη συζυγία:
Εκμηδενίσεις κι αποθησαυρίσεις.
«Ανεκτίμητος ο πλούτος των νέων τεχνολογιών», ισχυρίζονται οι ειδήμονες, οσάκις το ζήτημα απασχολήσει τα κανάλια, αλλά πώς να πείσουν τον «Μήτσο» που είδε, φέρ’ ειπείν, Boeing της «FLY DUBAI» να συντρίβεται, κατά την προσγείωση στο Ροστόφ της Ρωσίας, παρότι υπερσύγχρονο, Θεός σχωρέσ’ τις εξήντα δύο αδικοχαμένες ψυχές;
Έλα μου, ντε(!), και το χειρότερο; Η πολλά υποσχόμενη οικονομία της γνώσης δεν κατάφερε να εμποδίσει την απαξίωση της ανθρώπινης ζωής σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, που, αν γλιτώσει από την αφρισμένη θάλασσα, αναζητεί ασφαλές καταφύγιο στην πολιτισμένη Ευρώπη.
Όπου μην ρωτάτε τι συμβαίνει, αναγνώστες μου, με τη φιλειρηνική οικουμένη να πενθεί ακόμα τα αθώα θύματα του πέραν πάσης λογικής αιμοδιψή φονταμενταλισμού που έπληξε την καρδιά της ΕΕ στις Βρυξέλλες, σε συνέχεια της συσκότισης της πρωτεύουσας του φωτός, για να μην ξεχνιόμαστε, προς μεγάλη θλίψη της αλληλέγγυας κυρίας «Μήτσαινας», άδουσας στα χνάρια της Φωτεινής Μαυράκη:
Μικροί μεγάλοι, πλούσιοι και φτωχοί
χρωστάμε όλοι, στο χάρο μια ψυχή.
Μουσαφιραίοι είμαστε, στο χώμα που πατάμε,
απ’ το μηδέν προήρθαμε και στο μηδέν θα πάμε,
κι ο «Μήτσος», να μην αναφωνεί: «Μας μαύρισε τη ζωή η Μαυράκη!».
Διότι, παραβλέπει τη Φωτεινή πλευρά τής αοιδού, που βοήθησε να βγουν σε κοινή θέα κάτι πανάρχαιοι θρήνοι, ονόματι:
Ιάλεμοι.
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, διδάσκει η «Μυθολογία» του μέγιστου Τσιφόρου, ο θεός Απόλλωνας αποφάσισε να χαρίσει στους θνητούς καλλικέλαδο παρηγορητή, ανώτερο από Μανιάτισσα μοιρολογίστρα, αλλά το «δώρο» απαιτούσε τη συνεργασία μίας Μούσας τουλάχιστον κι ως εκ τούτου ιδού Καλλιόπη να κάνει τη δύσκολη, κατά το «savoir vivre».
Εις μάτην, όμως, αφού ολίγου χρόνου διελθόντος υπάκουσε στα θεία κελεύσματα και σε εννιά μήνες οι αρχαίοι ημών πρόγονοι υποδέχτηκαν τον Ιάλεμο που σπούδασε λυράρης στα καλύτερα ωδεία της εποχής, για να απαλύνει τον πόνο τους.
Σε αντίθεση με τις αφεντιές μας, βεβαίως – βεβαίως, που κλαίμε αράδα κάτι άλλες λίρες χρηματιστηριακές κι όσο για παρηγοριά; Αν κάνει πως πιάνει λύρα κανένας τεράστιος της «σχολής του Σικάγου» θα επαναστατήσουν οι χορδές, το λιγότερο, οπότε κάλλιο να αναθέσουμε τη συνέχεια της έρευνας σε ταλαντούχο δημιουργό μικρότερου ονόματος, όπως ο Θάνος Μικρούτσικος, φέρ’ ειπείν, καλό, ε, τι γράφω ο άνθρωπος (!), σε παράφραση του οποίου, ο «Μήτσος» γράφει τον επίλογο, άδοντας:
Το μηδέν και το άπειρο.
Περνάμε ώρες φονικές,
στιγμές απείρως τραγικές,
λαλιά δεν βγάζουν τα αηδόνια,
που έσερναν κάτι μπαλόνια
για ευτυχισμένα χρόνια.
Κι εσύ ανέστιε, κατατρεγμένε,
απ’ την πατρίδα κυνηγημένε,
έλεος μηδέν – το ξέρεις – σε Ευρώπη φοβισμένη,
που χωρίς βηματισμό θα ‘ναι πάντα ηττημένη.
«Παιδεία να εξοβελίσει το μηδέν και το άπειρο στο πυρ το εξώτερο, πριν πιάσουμε τα “έχετε γεια βρυσούλες”, δεν υπάρχει;» αναρωτήθηκε, ευλόγως, η αλληλέγγυα, και για τη συνέχεια ίδωμεν.
Ίδωμεν, τους αναστοχασμούς μέσα!…
-Ω-