Κατηφείς ανέχειας ένεκεν αναγνώστες μου, «Ελλάς Ελλήνων Ευτυχισμένων, 2060 μ.Χ.», είναι το θέμα που σκέφτηκε ο εμπειροτέχνης πολιτικός αναλυτής, θείος Αφεντούλης, να μας απασχολήσει, σήμερα, προκειμένου να γελάσει το χειλάκι μας, κι ο έχων τον πεσιμισμό στο φυσικό του, χαμηλοσυνταξιούχος, σε εναγώνια αναμονή του πρώτου μηνιάτικου, διευκρινίζουμε, «Μήτσος», να μην επιχειρεί αποδιοργάνωση της χαρμόσυνης ατμόσφαιρας, διερωτώμενος πομπωδώς: «Αν στα 67 του παρόντος προσθέσω 43 για να φτάσουμε το 2060, μας κάνουν 120, το όλον. Θα έχει βγει μέχρι τότε η σύνταξη ή θα περιμένω ακόμα;».
Διότι, Κύριος να του δίνει χρόνια, ευχόμαστε, αλλά κατά πάγια αρχή της στήλης, ρουσφέτια και ιδιαίτερα από τον άγιο Πέτρο, δεν αιτούμαστε, ως γνωστόν, μεγάλη η χάρη του(!), οπότε θα μας επιτρέψει να δούμε «το ποτήρι μισογεμάτο» παραθέτοντας:
Ωδές, ν’ αναθαρρήσουμε μαθές.
Κακά τα ψέματα, αναγνώστες μου. Αν, όπως συνηθίζουν άλλα ΜΜΕ, είχαμε πρόθεση, οδεύοντας από Μνημονίου σε Μνημόνιο – βαστάτε, χρεοφειλέτες μου, αυτό το χώμα δεν «είναι δικό τους και δικό μας» που ισχυρίζεται ο ευπατρίδης της ποίησης, Γιάννης Ρίτσος. Δικό μας είναι κι εφόσον θελήσουν να το πάρουν με τίποτα κατασχετήρια, ο κούκος θα τους βγει αηδόνι στα μεταφορικά, ας τολμήσουν να δουν «πόσα απίδια βάζει ο σάκος», αμ πώς, τι γράφω ο άνθρωπος! – ξέρουμε να παραφράσουμε Μάνο Ελευθερίου για να του αναθέσουμε να μας φτιάξει τη μέρα, προοιωνιζόμενος:
Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα
και τους καημούς που σκέπασε καπνός,
το Κουαρτέτο βρήκε αδελφωμένα.
Κι οι ξαφνικές χαρές για τον καθένα
ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός,
ξερόκλαδα στην τύχη στοιβαγμένα,
αλλά ποιο το όφελος με τα εν χορώ μοιρολόγια;
«Μηδέν εις το πηλήκιο!», αποφαινόμαστε, για να θυμηθούμε και τον Γιώργο, του οποίου το πολλά υποσχόμενο τσιτάτο «λεφτά υπάρχουν», παρότι τα υπάρχοντα βγήκαν και βγαίνουν από τις τσέπες μας, για να μην ξεχνιόμαστε, παρώθησε την κυρία «Μήτσαινα», να αισιοδοξήσει, διερωτώμενη:
Το λυκόφως της ύφεσης. Ανάπτυξη είσαι εδώ;…
Η μοίρα κι ο καιρός το ‘χαν ορίσει
στον κόσμο αυτό να ψάχνω δανεικά
κι ο «κόφτης» κοντά αιώνα να κρατήσει,
μα θα φανεί γιορτή να τραγουδήσει
εκείνος που δε γνώρισε δουλειά,
μιας φάμπρικας την πόρτα να χτυπήσει,
ευχηθήκαμε, το λοιπόν.
Όμως, ιδού γουρσούζης να προσαρμόζει το χαρμόσυνο μέλλον στο απελπιστικό παρόν, άδοντας:
Τι μου μιλάς γι’ αυλές και για μπαλκόνια
ή για χαμένους κήπους του Θεού,
ωσάν να περιμένουμε τ’ αηδόνια.
Με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια,
οι φόροι επαυξάνουνε παντού,
χειμώνας μοιάζει η άνοιξη με τα Μνημόνια,
και μέχρι να βρει έμπλαστρο για το στοματάκι του, η μανδάμ, άμα δείτε χαμόγελο να σκάει, κατά τις εξαγγελίες μας, «ειδοποιάτε!»! Θα μας υποχρεώσετε και το χειρότερο;
Επειδή το επίθεμα αργεί, το χαρτί τελειώνει οσονούπω και τα καλά νέα αναβάλλονται, όπως θα ψυλλιαστήκατε ήδη.
Έτσι, ο πεσιμιστής γράφει τον επίλογο μεμψιμοιρώντας:
Κουβέρνα που σκορπίζουνε τον πόνο
θερίζουν την αυγή ωκεανό,
μαύρα πουλιά θα συναντούν στο δρόμο
σημάδι ριζικό στον ουρανό,
κι οι ιθύνοντες θα το δουν, ελπίζουμε, ώστε να αλλάξουν ρότα, πριν η απελπισία γίνει πεπρωμένο μας, καθόσον ειμαρμένη, διά χρόνιων θυσιών, ακριβοπληρωμένη πάει πολύ, αναγνώστες μου, ή μήπως όχι;…