Του Αδάμου Ευαγγέλου
Είναι να απορεί κανείς. Από τη μία ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός των οικονομικών προσπαθεί να πείσει τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός του να συνδράμουν κι αυτοί, ώστε να κλείσει η αξιολόγηση το συντομότερο δυνατό, από την άλλη ο Πρωθυπουργός λειτουργεί ανασταλτικά σε αυτή την προσπάθεια του υπουργού του, με αποτέλεσμα αυτή η ανασταλτικότατα να δημιουργεί πλείστα προβλήματα στην ελληνική οικονομία.
Αυτή η παράταση των διαπραγματεύσεων κορυφώνει την αβεβαιότητα και παγώνει τις συναλλαγές, με συνέπεια η οικονομία να στερεύει από χρήμα και να καταρρέει, λόγω διακοπής της χρηματοδότησης από το εξωτερικό. Ακόμη τον κίνδυνο κατάρρευσης αντιμετωπίζουν και οι τράπεζες, καθώς οι καταθέσεις μειώνονται και οι καθυστερήσεις στις πληρωμές των δανείων αυξάνονται, με αποτέλεσμα η ρευστότητά τους να εξαντλείται, δημιουργώντας επιπτώσεις και στα κεφάλαιά τους. Η κατακόρυφη πτώση των καταθέσεων το πρώτο δίμηνο του 2017 ξεπέρασε τα 2 δις ευρώ και αυτό οφείλεται στο ότι οι επενδυτές που είχαν εισαγάγει κεφάλαια προς επένδυση, τα ξανάβγαλαν εκτός χώρας και ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Βλέπετε, όσο δεν κλείνει η αξιολόγηση οι επενδυτές αισθάνονται αβεβαιότητα να τοποθετήσουν κεφάλαια στην Ελλάδα.
Έτσι, για μια ακόμη φορά τα τελευταία 8 χρόνια διατηρείται η ύφεση, παρά τις υπεραισιόδοξες προβλέψεις των κυβερνώντων, ότι η χώρα μπαίνει σε ρυθμό ανάπτυξης. Και η ευθύνη όλη βαραίνει την κυβέρνηση, η οποία με τις επιλογές της μεγεθύνει την ύφεση. Μεγεθύνει την ύφεση η κυβέρνηση, όταν απορροφά τη ρευστότητα από την αγορά και την αποταμιεύει στους λογαριασμούς του Δημοσίου και στην Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να την χρησιμοποιήσει για υποχρεώσεις της χώρας, όσο η αξιολόγηση δεν κλείνει και οι εταίροι δεν εκταμιεύουν χρήμα προς την Ελλάδα.
Αυτή η επιλογή, ίσως να φαίνεται σχετικά λογική, αφού η χώρα δεν δανείζεται για να πληρώνει τους τόκους των δανείων της, στην πράξη όμως είναι μια καταστροφική επιλογή, διότι όλα τα χρήματα που παρακρατά η κυβέρνηση, θα μπορούσε να τα διαθέσει στην ελληνική οικονομία που τόσο πολύ, αυτή την περίοδο τάχει ανάγκη. Αντ’ αυτού μαζεύει πλεονάσματα από τους υπερβολικούς και άδικα κατανεμημένους φόρους, χωρίς να πληρώνει τους πολίτες – ιδιώτες και επιχειρήσεις τα 7 δις ευρώ που τους χρωστάει. Αν είχε πληρώσει η κυβέρνηση τις υποχρεώσεις της και παράλληλα έκανε τις δημόσιες επενδύσεις που είχε υποσχεθεί, τότε θα είχαμε αύξηση της κατανάλωσης, άρα και του Α.Ε.Π και η ύφεση θα είχε υποχωρήσει. Αν αυτά τα χρήματα έπεφταν στην αγορά η οικονομία πράγματι θα είχε μπει σε ανάπτυξη.
Η κυβέρνηση δεν λειτουργεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Ακολουθεί την πολιτική της πρώτης αξιολόγησης και κάνει ξανά το ίδιο σφάλμα, με συνέπεια η οικονομία να μπαίνει σε καθοδική περιδίνηση. Τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν και συνεχίζουν την ίδια τακτική. Αφήνουν να σέρνεται η εκκρεμότητα της αξιολόγησης τόσους μήνες, τότε αυτονόητο είναι ότι θα υπάρξουν οικονομικοί και κοινωνικοί κραδασμοί. Από μόνη της η εκκρεμότητα αυτή, είναι σαν την πληγή. Όσο δεν την κλείνεις άλλο τόσο μεγαλώνει και στο τέλος σε οδηγεί πάντα στο να υπογράψεις δυσκολότερα μέτρα, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός να ανεβαίνει συνεχώς, κάτι που δεν έχουν καταλάβει οι ιθύνοντες που κρατούν τις τύχες μας στα χέρια τους και δεν ακούνε κανέναν. Η συνεχής αναβλητικότητα και η βασανιστική παράταση, οδηγεί σε δυσανάλογα μεγαλύτερες θυσίες, καθώς φορτώνει με νέα οικονομικά βάρη τον Ελληνικό λαό.
Συνεπώς, επιβάλλεται η κυβέρνηση να κλείσει την αξιολόγηση. Επιβάλλεται να συγκρουστεί με την πραγματικότητα και να προσαρμοστεί στους όρους του προγράμματος που η ίδια έχει υπογράψει με τους δανειστές. Σε αντίθετη περίπτωση, το οικονομικό σύστημα της χώρας θα παραμένει σε απόλυτη ακινησία, και δεν θα παράγονται σημαντικά οικονομικά γεγονότα, με αποτέλεσμα οι οικονομικοί δείκτες να εξελίσσονται αρνητικά και με προοπτικές δυσοίωνες. Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η καθυστέρηση δεν ωφελεί την Ελλάδα, ας τελειώνουμε με την αξιολόγηση προτού οδηγηθεί η χώρα σε τροχιά πρωτοφανούς συνολικής κατάρρευσης.