Όταν 25χρονο παλικάρι με μια βαλίτσα στο ένα χέρι και συντροφιά τη χήρα μητέρα του έφτανε στον νομό Πιερίας (επαρχία τότε) για να υπηρετήσει ως δάσκαλος, δεν φανταζόταν ότι θα ρίζωνε στα χώματα της Μακεδονίας, που τον υποδέχτηκαν πριν από λίγες μέρες στο στερνό του ταξίδι.
Μοναχοπαίδι, ορφανό του πολέμου ‒ο πατέρας του κίνησε για το Αλβανικό μέτωπο, όπου έπεσε ηρωικά, όταν ήταν μόνο λίγων μηνών‒ μεγάλωσε κάτω από τις φτερούγες της δυναμικής μητέρας του Ειρήνης, που στάθηκε γι’ αυτόν ο πολυτιμότερος άνθρωπος στη ζωή του: μάνα, πατέρας κι αδελφός. Παρά τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, σπούδασε στην παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου, όπου ανακάλυψε και την πραγματική του κλίση στη διδασκαλία, την αγάπη του για τα βιβλία και το διάβασμα, που δεν εγκατέλειψε ούτε λεπτό.
Υπηρέτησε ως δάσκαλος στα πιο δυσπρόσιτα χωριά του νομού Πιερίας, σε μονοθέσια κυρίως σχολεία: Βροντού, Άνω Σκοτίνα, Μικρή Μηλιά, έπειτα Λόφος και τέλος Σβορώνος, όπου έκλεισε και την καριέρα του.
Για πολλούς συναδέλφους, φίλους και μαθητές ήταν ο αρχετυπικός δάσκαλος: εμβριθείς γνώσεις, παιδαγωγικές αρχές, αρκετή αυστηρότητα, δοτικότητα κι αγάπη, πολλή αγάπη για τα παιδιά.
Κοφτερό μυαλό, οξύνους, πληθωρική προσωπικότητα, δεινός αφηγητής, διαμόρφωσε γενιές και γενιές μαθητών που πέρασαν από τα χέρια του.
Κινητή βιβλιοθηκη τον έλεγαν οι φίλοι του, γιατί ρουφούσε κάθε γνώση σαν το σφουγγάρι κι εξέπληττε πάντα τους συνομιλητές του με την ευρυμάθειά του.
Κυνηγός, φιλόζωος και φυσιολάτρης, κατόρθωσε το οξύμωρο, να συνδυάζει την πρόκληση του κυνηγιού με την άδολη αγάπη για κάθε ζωντανό (καναρίνια, σκυλιά και γάτες δεν έλειπαν ποτέ από την αυλή του).
Καλοφαγάς και γαλαντόμος, λάτρευε το καλό φαγητό και απολάμβανε το καλό ποτό, πάντα όμως με παρέα, που δεν έλειπε ποτέ από το σπίτι.
Με την επί 50 χρόνια σύντροφό του Ολυμπία απέκτησαν 4 παιδιά και 9 εγγόνια, για να αναπληρώσει, όπως έλεγε, και το κενό της ορφάνιας και της μοναξιάς των παιδικών του χρόνων.
Ο νόστος του για την Κρήτη δεν έσβησε ποτέ, κυρίως τα τελευταία χρόνια που τα προβλήματα υγείας δεν του επέτρεπαν να επισκεφτεί το αγαπημένο του Χαμέζι, να γευτεί και να μυρίσει την Κρήτη, που πάντα κουβαλούσε στην ψυχή, στο μυαλό και την καρδιά του και κατάφερε να κοινωνήσει στα παιδιά και τα εγγόνια του. Χώμα από το αγαπημένο του χωριό ζήτησε να τον σκεπάσει στην τελευταία του κατοικία, χώμα που φύλαγε ευλαβικά γι’ αυτή τη στερνή ώρα, σαν τους πρόσφυγες από τη Μικρασία, που πήραν φεύγοντας μια χούφτα χώμα στον κόρφο τους, ανάμνηση της χαμένης πατρίδας.
Θα τον θυμόμαστε πάντα ευσταλή κι αγέρωχο, με το λεβέντικο κρητικό μουστάκι του και την ανεξίτηλη κρητική προφορά, να διδάσκει στους μαθητές του με πάθος.
Θα τον θυμόμαστε να αφηγείται ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια στην Κρήτη, δοξασίες και έθιμα στα εγγόνια του, να τους προκαλεί να λύσουν γρίφους και σπαζοκεφαλιές.
Θα τον θυμόμαστε σαν έναν άνθρωπο αλεξίκακο, φιλάνθρωπο και ανιδιοτελή, που μόνο πρόσφερε, χωρίς αντάλλαγμα.
Θα τον θυμόμαστε σαν έναν γευσιγνώστη και καλοφαγά, που παίνευε πάντα την απαράμιλλη νοστιμιά και τη θρεπτική αξία των κρητικών προϊόντων.
Θα τον θυμόμαστε να γηράσκει αεί διδασκόμενος, να λύνει σταυρόλεξα και να διαβάζει βιβλία μέχρι την τελευταία ώρα, με το άγχος μην τον προδώσει το μυαλό του. Αυτό δεν τον πρόδωσε όμως ποτέ, τον πρόδωσε μονάχα η αδύναμη καρδιά του.
Έφυγε, αφήνοντας μισοτελειωμένο το τελευταίο του σταυρόλεξο, με τον σελιδοδείκτη στο μισοδιαβασμένο του βιβλίο, ανολοκλήρωτο το τελευταίο του ποίημα…
Έφυγε, αν όχι πλήρης ημερών, τουλάχιστον πλήρης αγάπης. Έφυγε περιστοιχισμένος από πλήθος ανθρώπων που τον εκτιμούσαν, με τα αγαπημένα του πρόσωπα αγκαλιασμένα και συντετριμμένα.
Έφυγε αφήνοντας παρακαταθήκες ανεκτίμητες.
Από εκεί ψηλά, από τις νήσους των Μακάρων, είδε το τελευταίο του κατευόδιο και σίγουρα χαμογελούσε ευτυχισμένος, γιατί η γνωστή ρήση του Σόλωνα «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε», που συνήθιζε να λέει ως μότο ζωής, αφορούσε πλέον τον ίδιο.
Ειρήνη, Αριάδνη, Μαρία, Παντελής


























