Όταν ήμουν νέος, πριν από μισό αιώνα, για πρώτη φορά άκουσα στην Πλατεία Κατερίνης έναν προεκλογικό λόγο από το μπαλκόνι του μεγάρου Παπαγεωργίου. Ήταν ένας υποψήφιος της ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση) με το κόμμα του παππού Καραμανλή και του Ευάγγελου Αβέρωφ, ο οποίος ξεκίνησε με τα προκαταρκτικά:
Γράφει ο Θόδωρος Δημητριάδης
«Είμαι βαθειά συγκινημένος, είμαι βαθύτατα συγκινημένος, λέγω, για αυτήν την ανεπανάληπτον υποδοχήν την οποίαν μου επιφυλάξατε. Αυτή δεν είναι απλή συγκέντρωσις, είναι λαοθάλασσα, είναι σεισμός…» κλπ. κλπ.
Κατόπιν έφτασε στις υποσχέσεις, στους λαγούς με τα πετραχήλια:
«Θα φέρουμε άφθονο νερό από την Ελαφίνα, θα πατάξομεν την γραφειοκρατίαν…».
Τον θυμήθηκα προχτές που πήγα στην Τράπεζα Πειραιώς για να κάνω μια κατάθεση σε έναν λογαριασμό ενός οργανισμού που τηρείται σ’ αυτήν την τράπεζα.
Πρώτα – πρώτα περίμενα στην ουρά μισή ώρα. Έξω από την τράπεζα, όρθιος στο πεζοδρόμιο μαζί με πολλούς άλλους.
Όταν άναψε το πράσινο φωτάκι της εξώπορτας, μπήκα μέσα και πήγα στο ταμείο. Η υπάλληλος όμως μού είπε ότι δεν μπορώ να κάνω κατάθεση μετρητά, διότι δεν υπάρχουν ταμεία, έχουν καταργηθεί οι συναλλαγές cash.
– Και πώς θα καταθέσω τα χρήματα;
– Μόνο με κάρτα. Να, εκεί απέναντι, στο μηχάνημα, μόλις τελειώσουν οι άλλοι και έλθει η σειρά σας.
– Τι κάρτα;
– Κάρτα της Τράπεζας.
Έβγαλα και της έδειξα την τραπεζική μου κάρτα.
– Όχι αυτήν, είναι της Alpha Bank. Πρέπει να έχετε κάρτα της δικής μας τράπεζας, της Τράπεζας Πειραιώς.
– Δεν έχω δική σας. Τι πρέπει να κάνω;
– Να ανοίξετε λογαριασμό σε μας και κατόπιν να κάνετε αίτηση να σας δώσουμε κάρτα.
– Και πώς θα ανοίξω λογαριασμό;
– Πηγαίνετε σε εκείνο το γραφείο, θα σας ενημερώσει ο συνάδελφος.
Πήγα σε εκείνο το γραφείο, ο συνάδελφος μου ζήτησε της Παναγίας τα μάτια, ταυτότητα, πρόσφατο εκκαθαριστικό εφορίας, πρόσφατο λογαριασμό ΔΕΗ ή τηλεφώνου όπου να γράφει την ταχυδρομική μου διεύθυνση, αποδεικτικό επαγγέλματος κ.ά.
Από την έκφραση του προσώπου μου ο άνθρωπος κατάλαβε την απόγνωση μου και μου πρότεινε κάτι πιο εύκολο.
– Βρες κάποιον δικό σου, που να είναι πελάτης της Τράπεζας Πειραιώς και να έχει κάρτα, δώσε του τα στοιχεία σου και τα χρήματα να τα κάνει αυτός κατάθεση και μετά θα σου δώσει απόδειξη ότι τα κατέθεσε.
– Δεν υπάρχει άλλος τρόπος;
– Ναι, μπορείς να πας στην δική σου τράπεζα και από εκεί να κάνεις μεταφορά του ποσού σε μάς.
Αυτό το τελευταίο μου φάνηκε το πιο βολικό από όλα.
Πήγα λοιπόν στην τράπεζα μου, την Alpha Bank.
Εκεί είχε απέξω άλλη μια ουρά αναμονής ακόμα μεγαλύτερη. Ήταν μεσημέρι, έκανε μεγάλη ζέστη, ήμουν και κουρασμένος, κόντεψα να λιποθυμήσω καθώς περίμενα να έλθει η σειρά μου να μπω μέσα. Μάλιστα λίγο έλλειψε να μαλώσουμε και να πιαστούμε στα χέρια με κάποιον, που νόμιζε ότι πήρα τη σειρά του, ενώ κάποιος άλλος έβριζε και καταριόταν για κάποιον άγνωστο λόγο…
Όταν κάποτε μπήκα μέσα, Gott sei Dank που λένε και οι Γερμανοί, χάρηκα διότι τουλάχιστον έκανε δροσιά με το κλιματιστικό και συνήλθα κάπως. Υπήρχε και ταμείο για συναλλαγές πάσης φύσεως.
Η ταμίας όμως, όταν της εξήγησα ότι ήθελα να κάνω μεταφορά σε λογαριασμό άλλης τράπεζας, μου είπε ότι δεν μπορώ, διότι τα ατομικά μου στοιχεία που τηρούνται στην τράπεζα «δεν είναι επικαιροποιημένα».
– Τι θα πει «επικαιροποιημένα»;
– Πρέπει να είναι πρόσφατα. Αυτά που έχουμε είναι παλιά και έχει λήξει η ισχύς τους.
– Και τι θα γίνει τώρα;
– Θα κλείσετε ραντεβού στο τηλέφωνο που θα σας δώσω και όταν θα έλθετε πάλι, θα μας φέρετε ταυτότητα, πρόσφατο εκκαθαριστικό εφορίας, λογαριασμό κοινής ωφελείας ΔΕΗ, Ύδρευσης, τηλεφώνου, αποδεικτικό επαγγέλματος…
Να έχετε υπόψη επίσης ότι θα πληρώσετε επιπλέον προμήθεια τραπέζης 12 ευρώ για την μεταφορά και ότι τα χρήματα δεν θα κατατεθούν αμέσως στον λογαριασμό της Τράπεζας Πειραιώς, αλλά με valeur, μετά από 2-3 εργάσιμες ημέρες…
Μετά από όλα αυτά, άρχισα να φιλοσοφώ και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η γραφειοκρατία είναι πανάρχαιο ελληνικό φαινόμενο, από την εποχή των περσικών πολέμων, τότε που ο Αθηναίος ναύαρχος Θεμιστοκλής είχε πει το περίφημο, «Πάταξον μεν, άκουσον δε».
Έψαξα και στο Βικιλεξικό και βρήκα ότι, το ρήμα πατάσσω σημαίνει «παίρνω δραστικά μέτρα για να εξαλείψω κάτι οριστικά, τιμωρώ πολύ αυστηρά».
Δηλαδή, όπως ακριβώς είχε κάνει και ο παππούς Καραμανλής πριν από 50 χρόνια…