Έφυγε από κοντά μας ο γνωστός συμπατριώτης και επιχειρηματίας – ιδρυτής και πρόεδρος της Βιομηχανίας Τροφίμων Κωνσταντόπουλος OLYMP.
Γράφει ο Γ.Α.Παπαβασιλείου
Την κηδεία του που έγινε την μεθεπόμενη ημέρα στον καθεδρικό Ναό της Θείας Ανάληψης, παρακολούθησαν συγγενείς και φίλοι, εκπρόσωποι Αρχών, συνεργάτες, εργαζόμενοι και πλήθος κόσμου.
Δυστυχώς, ένα πρόβλημα υγείας δεν με άφησε να αποχαιρετήσω και να συνοδεύσω ως την τελευταία του κατοικία έναν τόσο στενό κι αγαπητό φίλο. Οδυνηρό πλήγμα που με κρατάει συγκλονισμένο και βαθιά λυπημένο.
Αν και δεν βρίσκομαι σε καλή κατάσταση νηφαλιότητας, αισθάνομαι την ανάγκη ν’ αφιερώσω αυτές τις λίγες γραμμές αποχαιρετισμού, αντί μικρού μνημοσύνου.
Για τον εκλιπόντα θα μιλούν τα έργα του, στον επιχειρηματικό, τον κοινωνικό και φιλανθρωπικό τομέα. Προπαντός όμως θα μνημονεύσουν τ’ όνομα του οι άνθρωποι εκείνοι που γνώρισαν στην πράξη το μεγαλείο της ψυχής του, τη γεμάτη αγκαλιά του, την ειλικρινή ανθρωπιά του.
Εγώ θα περιοριστώ στον άνθρωπο Λεωνίδα όπως τον γνώρισα στη διάρκεια των 70 χρόνων περίπου, απ’ την αρχή της 10ετίας του 50 όταν ήμασταν νέοι και συνομήλικοι. Μόλις είχαμε βγει από έναν αδελφοκτόνο πόλεμο και οι πληγές ήταν ακόμα ανοιχτές. Κι εμείς ανοίγαμε τα καψαλισμένα φτερά μας να πετάξουμε προς το μέλλον. Παράλληλα, και τότε και αργότερα με τις οικογένειες μας συμμετείχαμε, σε διάφορες εκδηλώσεις, σε διασκεδάσεις και ταξίδια. Κι όλα αυτά μας έφεραν πιο κοντά κι έδεσαν τη φιλία μας.
Τα τελευταία χρόνια της πανδημίας βλεπόμασταν όλο και λιγότερο. Θα μας μείνει όμως αξέχαστη μια μέρα του περασμένου καλοκαιριού που επισκεφτήκαμε το ζευγάρι στο εξοχικό τους. Ήταν κι οι δύο τους, Μάρθα και Λεωνίδας, στα καλύτερα τους. Μιλήσαμε και γελάσαμε, όπως στα παλιά. Αυτή ήταν και η τελευταία μας συνάντηση, η τελευταία αγκαλιά με το Λεωνίδα.
Στο επόμενο διάστημα επικοινωνούσαμε σχεδόν καθημερινά. Οι ιστορίες του από τα παιδικά του χρόνια και τα επόμενα δεν είχαν τέλος. Τόσο δυνατή μνήμη!
Τον έχασα όταν σίγησαν τα τηλέφωνα του. Τελικά τον έπιασα στο τηλέφωνο όταν πήγαινε για το Νοσοκομείο. Ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μου οι τελευταίες του λέξεις: «έχω ιό και πάω για το ΑΧΕΠΑ, θα το παλέψουμε πάλι». Κι εδώ κόπηκε για πάντα η γραμμή. Ήταν γενναιότητα, ήταν αυτοπεποίθηση, δε θα το μάθουμε. Πάντως εγώ κρατούσα τις ελπίδες μου ως το τέλος.
Ο Λεωνίδας Κωνσταντόπουλος γεννήθηκε σ’ ένα χωριουδάκι στ’ ανατολικά της Μεσσηνίας, το Κλήμα, κοντά στους πρόποδες περίπου του Ταΰγετου. Μια περιοχή γεμάτη λιόδεντρα και τους κατοίκους ν’ ασχολούνται συστηματικά με την ελιά.
Ο Λεωνίδας, πνεύμα ανήσυχο όμως θέλει ν’ ανοιχτεί σε νέους ορίζοντες. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, εξασφαλίζοντας μια θέση στο Δημόσιο, ξεκινάει το μεγάλο ταξίδι και καταλήγει στην πόλη μας. Κοινωνικός τύπος προσαρμόζεται γρήγορα και κάνει γνωριμίες σ’ όλη την περιοχή. Πλησιάζει το τέλος της 5 ετούς θητείας του και είναι αναποφάσιστος για το μέλλον του. Στο μυαλό του δουλεύει και η ιδέα της μετανάστευσης πέρα από τον Ατλαντικό. Όμως ¨άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, αλλά δε θεός κελεύει¨.
Μια συνάντηση με τη μέλλουσα σύζυγο του, τη Μάρθα, τον προσγειώνει οριστικά και κάνει την επιλογή του. Θ’ ασχοληθεί με αντικείμενο που γνωρίζει, που βιώνει στην πάτρια γη, την ελιά.
Ξεκινάει έχοντας δίπλα του, συμπαραστάτη και εμψυχωτή μια γυναίκα, προσφυγικής καταγωγής και γνωστής οικογενείας της περιοχής.
Με βήματα αργά και σταθερά αρχίζει με μια ατομική επιχείρηση που γρήγορα θα εξελιχθεί σε ΟΕ και μετά σε ΑΕ. Ένα μικρομάγαζο γρήγορα γίνεται βιοτεχνία και μετά συγκρότημα επεξεργασίας της ελιάς. Οι αποθήκες γεμίζουν με πρώτες ύλες απ’ όλες σχεδόν τις ελαιοπαραγωγές περιοχές και τα παραγόμενα προϊόντα κατακτούν στην αρχή μόνο την εσωτερική αγορά και στη συνέχεια κάνουν την παρουσία τους σε πάμπολλες χώρες του εξωτερικού.
Ψυχή, μυαλό και δύναμη σε όλες αυτές τις εντυπωσιακές εξελίξεις άμεση η παρουσία κι ο έλεγχος του Λεωνίδα. Πολύ γρήγορα έρχεται η αναγνώριση και οι διακρίσεις από διάφορους φορείς.
Η ελιά απλώνεται αλλά και η οικογένεια μεγαλώνει. Το ζευγάρι έχει αποκτήσει 2 γιούς που με τις θαυμάσιες σπουδές τους εξελίχθηκαν και λάμπρυναν την οικογένεια. Ο Γιώργος, πανεπιστημιακός γιατρός κι αργότερα Βουλευτής και Υπουργός κι ο Προκόπης, πτυχιούχος κι αυτός, γίνεται διευθύνων Σύμβουλος στην Επιχείρηση.
Έτσι δημιουργήθηκε ένας κολοσσός. Με μόχθο, αντιξοότητες και εμπόδια. Ένας αγώνας δρόμου μακρύς και δύσκολος.
Δεν μπορώ να μη σημειώσω πως για το μεγάλο αυτό επίτευγμα ο Λεωνίδας δεν εκφράστηκε ποτέ με έπαρση, με αυτοέπαινο και αλαζονεία. Δεν άλλαξε τρόπο ζωής και συμπεριφοράς. Ούτε συνήθειες. Ζούσε ταπεινά μέσα σε μια οικογενειακή γαλήνη.
Για τις επιτυχίες και τα έργα του αναγνώριζε πρώτα την πρόθυμη συμμετοχή των συνεργατών του. Το ενδιαφέρον του για τους εργαζόμενους ήταν πατρικό. Για τον καθένα και τη καθεμιά είχε έναν καλό λόγο, κι όχι μόνον.
Ο Λεωνίδας νοσηλεύτηκε 1 περίπου μήνα στο Νοσοκομείο. Οι άνθρωποι του αγρυπνούν δίπλα του απαρηγόρητοι κι απελπισμένοι για την ανημποριά τους. Ο θάνατος, είτε έρχεται πρόωρα, είτε σαν φυσική συνέπεια του κύκλου ζωής είναι σκληρός, σκορπίζει πόνο και θλίψη.
Ο Λεωνίδας ήταν άνθρωπος που άφησε ανεξίτηλα τα ίχνη του. Ζούσε για ν’ αγωνίζεται, να δημιουργεί, ζούσε για να προσφέρει. Φωτεινό παράδειγμα ανθρώπου γεμάτου ζωή, αισιοδοξία και κέφι. Άτομο αξιόλογο, γεμάτο καλοσύνη.
Η φυσιογνωμία του θα μείνει ζωντανή ανάμεσα στους ανθρώπους που τον γνωρίσαμε.
Με αυτόν τον άνθρωπο ευτύχησα να είμαι φίλος του για 70 τόσα χρόνια.
Είναι δύσκολο να πεις αντίο σ’ έναν άνθρωπο με ξεχωριστή προσωπικότητα, με σπάνιο ήθος, αξιοπρέπεια, ευγένεια, λεπτότητα κι ένα επίσης σπάνιο χαμόγελο, διανθισμένο με λεπτό χιούμορ. Όσοι σε γνωρίσαμε, αγαπητέ φίλε, αισθανόμαστε περήφανοι για ότι υπήρξες και για ότι δημιούργησες.
Σε πείσμα του θανάτου θα ζεις στις σκέψεις μας και στις καρδιές μας. Και η μνήμη είναι ζωή.
Καλή αντάμωση.
Υ.Γ. Όμως έφυγες απότομα και γρήγορα, αλησμόνητε φίλε μου, κι αφήσαμε την κουβέντα στη μέση… εκείνο το βράδυ.
Γ.Α.Π.