– Πως πας έτσι;
– Πως πάω δηλαδή;
– Τι να σου πω τώρα;
– Όχι να μου πεις!
– Να σου πω, ε; Πάμε κατά διαόλου μεριά!
– Τώρα το κατάλαβες;
– Νόμιζα ότι κάπου θα βρίσκαμε άλλο δρόμο, πήραμε μια καλύτερη βόλτα αλλά …άνθρακες ο θησαυρός!
– Πες μου, πες μου!
– Μόλις χτες και προχτές άκουσα ότι τρία φιλικά ζευγάρια ετοιμάζονται για αναχώρηση από αυτήν την όμορφη χώρα που έχει το όνομα Ελλάς και οι κάτοικοι της είναι οι Έλληνες! Φεύγουνε, παίρνουν τα μικρά παιδιά μαζί τους και άλλοι πάνε Καναδά, άλλοι Αγγλία, φεύγει ο κόσμος, εεεε! Σου λέει δουλεύουμε και οι δυο από το πρωί μέχρι το βράδυ έχουμε τρία παιδιά, ευτυχώς έχουμε γιαγιάδες, αλλά τα παιδιά τα κάναμε εμείς. Πότε θα τα ζήσουμε; Όταν μεγαλώσουν και δεν θα μας έχουν ανάγκη; Φίλε μου φεύγει ο κόσμος, θα έρθει άλλος. Άμα δεν βγαίνεις κάνεις τα πάντα για να βγεις. Όταν έξω είναι άλλα τα μισθά, άλλες οι τιμές, θα φύγω ρε και θα ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου, θέλω να ζήσω ρε, να ζήσω κατάλαβες; Όχι να ζητιανεύω και να κλειδώνομαι μέσα για να μην ξοδέψω κι άλλα. Και άμα λάχει θα κλείσω τα φώτα, θα βάλω και μια λάμπα πετρελαίου, ξες τις παλιές, και θα μαζευόμαστε όπως τότε, οι παλιοί και ζούσαν μια χαρά κι ευτυχισμένοι, εμείς όμως τώρα δεν μπορούμε να το κάνουμε, ούτε να αλλάξουμε το ψυγείο με το φανάρι, ούτε το πλυντήριο με τη σκάφη, ήρθε ο πολιτισμός και τα έκανε όλα άνω κάτω, και ανάθεμα ποιος ξέρεις τι ακριβώς είναι πολιτισμός, όποιος το βρει ας σηκώσει το χέρι κι ας πιάσει το κέντρο και ας απαγγείλει το ποίημα ! Να μας εξιστορήσει όλη αυτήν την ιστορία του πολιτισμού και της δημοκρατίας και της ελεύθερης ζωής και όλα τα καλά και όλα …τα αχαμνά! Άντε παγαίνετε από δω ρε!
– Ησύχασε λίγο ηρέμησε!
– Γιατί να ηρεμήσω ρε; Όχι δεν ηρεμώ! Φεύγουμε, ρε, χανόμαστε, βυθιζόμαστε!




























