Χάρη στα πολύτιμα απομνημονεύματά του με τον παραπειστικό τίτλο «Νίκη χωρίς ρομφαία» γνωρίζουμε από πρώτο χέρι πτυχές της πολιτικοκοινωνικής και επαγγελματικής ζωής της πόλης—μικρό παράδειγμα το παράθεμα που ακολουθεί (ο τίτλος του κειμένου είναι δικός μου). Από το βιβλίο ΚΑΝΤΑΡΤΖΗΣ, ΣΑΒΒΑΣ Ι. Νίκη χωρίς ρομφαία: Η Δαμασκός του 2Οο αιώνα, Απομνημονεύματα, Κατερίνη: Εκδόσεις Ελληνικού Κινήματος Πνευματικής Αναγεννήσεως, Τόμος Ε΄, Αριθ. 11, 1978, σ. 800-815).
ΑΠΟ ΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΗ. ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ
Αμέσως μετά την Συνεταιριστική Σχολή, αποφάσισε να κάνω την πρώτη επίσκεψή μου στην Κατερίνη. Το όνομα αυτής της πόλης μας ήταν εντελώς άγνωστο στον Πόντο. Στο σχολείο, από το μάθημα της γεωγραφίας, ξέραμε όλους τους νομούς της Ελλάδας και τις μεγάλες πόλεις της, μαζί και τα αξιοθέατα όπως τα Μετέωρα, τα Τέμπη, οι Δελφοί, η Ολυμπιάδα, ο Ισθμός της Κορίνθου κ.α. Με τους Βαλκανικούς πολέμους ακούαμε, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, που την ξέραμε και από την ιστορία και το θρησκευτικό μάθημα, για την Ελασσόνα, την Κοζάνη, το Κιλκίς, τα Γιαννιτσά, την Βέροια, τις Σέρρες, τα Γιάννινα και άλλες πόλεις και κωμοπόλεις, που έγιναν ονομαστές με τις μάχες για την κατάληψή τους.
Όμως για την Κατερίνη δεν ξέραμε και δεν ακούσαμε ποτέ τίποτε. Μόνο όταν συγκεντρώθηκαν εδώ πολλοί συγγενείς και συμπατριώτες μας και ίδρυσαν τον γεωγραφικό προσφυγικό τους συνοικισμό, αποκλειστικά για τους ομόδοξους ευαγγελικούς, ακούσαμε το όνομα της Κατερίνης. Γι’ αυτό και ζήτησα από τους δικούς μου, να μου γράψουν ιδιαίτερες πληροφορίες για την άγνωστη πόλη, την τοποθεσία της, την παραγωγή της και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο. Ιδιαίτερα μ’ ευχαρίστησε η τοποθεσία της, κοντά στον ξακουσμένο Όλυμπο, για ορειβασία και παραθερισμό, όπως στο Τσάμπασι, η κοντινή απόστασή της από την θάλασσα, για κολύμπι και καλοκαιρινά μπάνια, που ήταν η αδυναμία μου, και ο σιδηροδρομικός της σταθμός για ταξιδιώτικες ευκολίες.
Έτσι, με ζωηρό ενδιαφέρον και μεγάλη χαρά, αποφάσισα, μόλις ξέκανα με την Σχολή και ήμουνα ελεύθερος, να κάνω το πρώτο ταξίδι μου στην Κατερίνη. Κι ανυπομονούσα να την γνωρίσω το γρηγορότερο από κοντά, να χαρώ το περίφημο βουνό της και την θάλασσα, και ν’ ανταμώσω, ύστερα από δραματικά χρόνια χωρισμού, τους αγαπημένους μου συγγενείς, φίλους και συμπατριώτες.
Έφυγα το πρωί με το τοπικό τραίνο Θεσσαλονίκης-Λάρισας. Ο Αξιός και ο Αλιάκμονας με είχαν εντυπωσιάσει, σαν μεγάλα ποτάμια, τα μεγαλύτερα που είχα δει ως τότε στη ζωή μου, αλλά και με τις μεγάλες σιδερένιες γέφυρές τους. Όταν το τραίνο πέρασε τον Αλιάκμονα και σταμάτησε στο Αιγίνιο, που τότε ήταν περισσότερο γνωστό με το όνομα Λιμπάνοβο, κατέβηκα στο κατάστρωμα του σταθμού, νομίζοντας για μια στιγμή ότι έφτασα κι’ όλας στην Κατερίνη. Γρήγορα όμως βεβαιώθηκα ότι δεν ήταν ο σταθμός της Κατερίνης. Κύτταξα ολόγυρά μου να δω κάποιον να ρωτήσω αν είναι κοντά ή μακριά η Κατερίνη. Όμως όλοι έτρεχαν άνω κάτω με βαλίτσες, μπόγους και μωρά στα χέρια τους- άλλοι κατεβαίνοντας από το τραίνο και άλλοι ανεβαίνοντας. […]
Έτσι, ανέβηκα στο τραίνο και κάθε φορά που σταματούσε για ν’ ανέβουν και να κατέβουν επιβάτες, μετρούσα τις στάσεις: “Μια, δύο, τρεις, τέσσαρες”. Όταν πλησίασε στην Πέμπτη στάση, κατάλαβα από τις πολλές γραμμές μπροστά στον σταθμό, τις ξύλινες αποθήκες δεξιά κι’ αριστερά, τις ζωηρές κινήσεις ολόγυρα, ότι βρίσκομαι πια στην Κατερίνη, πράγμα που μου το βεβαίωνε και το όνομα της Κατερίνης, που ήταν γραμμένο στην πλάγια προμετωπίδα του διώροφου πέτρινου κτιρίου του σταθμού.
Κατέβηκε στο κατάστρωμα ολομόναχος, ξένος ανάμεσα σε ξένους, όμως και με μάτια δεκατέσσερα να δω κανένα γνωστό, φίλο συμπατριώτη. Δεν χρειάστηκε να κρατήσει πολύ αυτή η έρευνά μου ανάμεσα στο πλήθος, που είχε πλημμυρίσει το κατάστρωμα από επιβάτες, που ήλθαν ή έφευγαν, και από περίεργους.
Προτού κι’ όλας προσανατολιστώ στο περιβάλλον, μπροστά μου βρέθηκε ξαφνικά, με χαρούμενο πρόσωπο ο φίλος και συμμαθητής μου από την Ορδού Χαράλαμπος Λεμονόπουλος, γιος του Χρήστου κι’ αδελφός του Φιλόθεου. […]
Ο Χαράλαμπος ήταν υπάλληλος του Εποικισμού Κατερίνης και είχε, στη δικαιοδοσία του, την υπηρεσία των αποθηκών ξυλείας και υλικού οικοδομών, που βρίσκονταν στην περιοχή του σιδηροδρομικού σταθμού. Το υλικό αυτό προοριζόταν για τους γεωργικούς προσφυγικούς συνοικισμούς- για σπίτια, σχολεία κι’ εκκλησίες. Έτσι, ο φίλος και συμμαθητής μου, έμενε στον σταθμό, παραλάβαινε υλικό, το αποθήκευε και το παράδινε με εντολές του γραφείου σε πρόσφυγες αγρότες και σε προσφυγικές ομάδες. Αυτή η υπηρεσία του τον έκανε από ανάγκη ή από περιέργεια, να βρίσκεται στο κατάστρωμα του σιδηροδρομικού σταθμού όσες φορές έφτανε τραίνο. Και η συνήθειά του αυτή έγινε αφορμή για το ουρανοκατέβατο αυτό συναπάντημα με τον καλό φίλο και συμμαθητή, όταν κατέβηκα από το τραίνο και έψαχνα για κάποιο οδηγό. […]
Μικροϊστορικά του Αντώνη Κάλφα




























