Η καλή μου η γιαγιά με αγαπούσε πολύ. Μαγείρευε τα αγαπημένα μου φαγητά, μού έκανε όλα τα χατίρια και παρά τη μικρή σύνταξη που έπαιρνε, πάντα μού έδινε ένα χαρτζιλίκι για να πάρω παγωτό. Μόνον ένα πράγμα μού απαγόρευε: να πειράξω το γλυκό κουταλιού. Και για να μη μπω στον πειρασμό, το έκρυβε στα πιο δυσπρόσιτα μέρη του σπιτιού. Εγώ όμως, περίεργος και ανικανοποίητος – όπως η Εύα και ο Αδάμ στην Εδέμ – είχα συνέχεια το μυαλό μου στον απαγορευμένο καρπό.
Φαίνεται ότι κάπως έτσι είναι η αμαρτία. Το λέει η χριστιανική μας θρησκεία. Το είπε ο Χριστός, για την κλεψιά και τη μοιχεία (Ματθ. 5:27). Την αμαρτία την έχουμε στο αίμα μας, στο DNA, από την πρώτη στιγμή που θα επιθυμήσουμε το απαγορευμένο, αυτό που δεν μάς ανήκει. Κι αυτό σημαίνει βαριά τιμωρία, μιζέρια και θάνατο αιώνιο – κάτι που δεν μάς το λένε συχνά στην εκκλησία. Εκτός κι αν μετανοήσουμε, μπολιαστούμε με πίστη και υπακοή στον Χριστό. Και αναγεννηθούμε. Όπως ξεκάθαρα είπε στον Νικόδημο, που ήταν ξερόλας νομικός και νόμιζε ότι είναι καλός και αναμάρτητος (Ιωάν. 3:2-14).
Από τον Άκη Δημητριάδη, Φιλόλογο



























