Φέτος σας συναντούμε στη συμπαραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, «ζ-η-θ, ο Ξένος». Μια επιστροφή στις πηγές: επίσκεψη σε τρεις ραψωδίες της Οδύσσειας, σε μετάφραση Δημήτρη Μαρωνίτη και σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού. Η πρεμιέρα έγινε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Συνεχίζετε την περιοδείά σας και στις 13/8 θα σας συναντήσουμε στο Αρχαίο Θέατρο Δίου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Ολύμπου.
Οι δυο πρώτες μας παραστάσεις στην Επίδαυρο είχαν πολύ θερμή υποδοχή από το κοινό. Με εντυπωσίασε πόσο σιωπηλοί και αφοσιωμένοι στην αφήγησή μας ήταν οι άνθρωποι, αν έκλεινες τα μάτια με τίποτα δεν θα μπορούσες να ακούσεις ότι πρόκειται για χιλιάδες θεατές. Σίγουρα είναι και η Επίδαυρος ένας ιδανικός τόπος. Η εξοχική, ευωδιαστή, γαλήνια νύχτα της και ο απέραντος χώρος της είναι ό,τι πρέπει γι’ αυτό που αφηγούμαστε, μια ιστορία από πολύ, πολύ μακρινούς καιρούς, όπου οι άνθρωποι είναι λιγοστοί και ζουν σ’ ένα κόσμο μαγεμένο από την παρουσία των θεών τους, που την μαντεύουν και την επικαλούνται παντού γύρω τους.
Τι έχετε αποκομίσει μέχρι στιγμής από τη συνεργασία σας με τον κ. Μαρμαρινό; Στην παράσταση σας βλέπουμε στο ρόλο του Αοιδού Δημόδοκου. Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίσατε;
Η συνεργασία αυτή ήταν από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που έχω κάνει. Στους τρεις μήνες της προετοιμασίας, το υλικό μας, ο ομηρικός λόγος, η μουσική και η σκηνική δράση άλλαζε συνεχώς μορφή στα χέρια μας. Τέλος, με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και τον συνθέτη Άντη Σκορδή, χτίσαμε ένα μικτό αρχιτεκτόνημα θεατρικού λόγου και τραγουδιού, σε κάποια σημεία αυτοσχεδιαστικό, με στόχο η μουσική να αντικαθιστά τον λόγο εκεί που το αίσθημα γίνεται ακραίο και η ομιλία πλέον δεν αρκεί. Αυτή η εντατική εναλλαγή πρόζας και τραγουδιού είναι δύσκολη για τη φωνή και χάρηκα πολύ όταν πέτυχα την σωματική και δραματουργική ισορροπία που ήθελα και που οραματίζονταν ο Μιχαήλ και ο Άντης.
Η παράσταση αυτή αποτελεί μια επιστροφή στις ραψωδίες της Οδύσσειας με επίκεντρο φυσικά στον Ξένο. Ποιος είναι ο… Ξένος της σύγχρονης εποχής μας;
Η παράσταση αυτή έχει τον προφανή σκοπό να θίξει ένα από τα δραματικότερα, ίσως και το τραγικότερο ζήτημα της εποχής μας, τις προσφυγικές ροές προς τον δυτικό κόσμο που αντιδρά αμυντικά σαν περιμάχητο, ζηλευτό φρούριο. Ευθείες αναλογίες βέβαια ανάμεσα στην ιστορία του ξένου από την Οδύσσεια και το δικό μας μεταναστευτικό φαινόμενο δεν υπάρχουν. Στο νησί των Φαιάκων ο ξένος είναι ένα σπάνιο, μοναδικό φαινόμενο που στο τέλος, με την παρέμβαση του γενναιόδωρου βασιλιά Αλκινόου γίνεται αφορμή πάνδημης γιορτής. Παρόλα αυτά, η παρουσία του Οδυσσέα στο νησί θέτει, όπως καθετί ασυνήθιστο κάποια άβολα, ηθικά ερωτήματα σε όλους. Πρώτη η πριγκίπισσα Ναυσικά πρέπει να αποφασίσει τι θα κάνει με αυτόν τον γυμνό ανυπεράσπιστο ναυαγό. Αν θα τον αγνοήσει ή αν θα τον θεωρήσει προστατευόμενο του Ξένιου Δία και θα του δείξει το δρόμο προς το παλάτι του πατέρα της, με κίνδυνο να την πιάσει στο στόμα της ο φιλοπερίεργος όχλος. Αλλά και ο Αλκίνοος, απαιτεί από τους υπηκόους του μια αρκετά μεγάλη θυσία γι’ αυτόν τον άγνωστο, ανώνυμο ξένο. Προστάζει να του δώσουν ολόκληρο πρωτοτάξιδο πλοίο για να τον πάει στην πατρίδα του και ξέρουμε πόσο επικίνδυνα ήταν τα ταξίδια την εποχή εκείνη. Υπό αυτήν την έννοια και πριν μιλήσουμε για τους μετανάστες από τις μακρινές χώρες με τους οποίους λίγοι από εμάς έχουμε ευθεία επαφή, ξένος για μας είναι ο καθένας που έστω και μόνο με την παρουσία του μας προ-καλεί να ανατρέψουμε την καθημερινότητά μας, να θέσουμε τον εαυτό μας, τον χρόνο μας και τις δυνάμεις μας στις υπηρεσίες του άλλου. Και με αυτόν τον τρόπο ο «ξένος» έστω και παροδικά, αμφισβητεί και κλονίζει την συνήθεια και την αυτάρκειά μας που κάνουν το αίσθημά μας ατροφικό και αδρανές. Γιατί στη δική μας ζωή, ο ξένος που θα μας παρουσιαστεί δεν θα είναι απαραίτητα ένας συναρπαστικός Οδυσσέας, βασιλιάς της Ιθάκης, μεγαλειώδης αφηγητής και ρήτορας, ήρωας του Τρωικού Πολέμου. Είναι συνταρακτικό το ότι ο Όμηρος βάζει τη θεά Αθηνά να περιβάλει τον αγαπημένο της Οδυσσέα με θείο υπερκόσμιο κάλλος πριν φτάσει στο παλάτι, για να κερδίσει σίγουρα την εύνοια των Φαιάκων. Είναι νομίζω ένα πολύ αιχμηρό σχόλιο για το ανθρώπινο γένος και για το πόσο δύσκολο μας είναι να ανοίξουμε την καρδιά μας μπροστά στην ασχήμια, την ένδεια ή την αθλιότητα που μας απωθούν, γιατί μας θυμίζουν πόσο τρωτοί και θνητοί είμαστε κι εμείς.
Είστε λυρική τραγουδίστρια, ποιήτρια και μεταφράστρια. Αλληλένδετα;
Όλες τις τέχνες τις κυβερνούν οι ίδιοι νόμοι. Όμως το κλασικό τραγούδι, η λογοτεχνία και το θέατρο είναι ιδιαίτερα συγγενικές τέχνες. Εμένα με οδήγησε στο κλασικό τραγούδι η αγάπη για το θέατρο που είχα από παιδί. Έχοντας σπουδάσει μουσική από πολύ μικρή ηλικία, στο τέλος διάλεξα το είδος μουσικής που συγγένευε περισσότερο με το θέατρο. Και αργότερα, όταν ξεκίνησα να γράφω λογοτεχνία, ο τρόπος σκέψης μου που ήταν πια ο τρόπος σκέψης μιας μουσικού, με οδήγησε κατευθείαν στην ποίηση. Που μοιράζεται με την μουσική το υπόγειο ρεύμα του ρυθμού και τα ελλειπτικά, αφαιρετικά νοήματα που δεν λογοδοτούν απαραίτητα στην λογική και τον ρεαλισμό.





























