Στο προαύλιο της εκκλησίας λίγο πιο πέρα από τη νεκροφόρα ένας άνδρας έλεγε στον συνομιλητή του: «Ο άνθρωπος κάθε μέρα πρέπει να κάνει μία βόλτα στο νεκροταφείο για να θυμάται τι είναι ζωή». Το έλεγε με χριστιανική χαρά, με χαρμόσυνο χαμόγελο. Τα ίδια άλλωστε δεν έγραφε και ο Κωστής Παπαγιώργης; «Ο σημερινός άνθρωπος οφείλει να κυκλοφορεί με έναν κουβά με κόκκαλα για να μην ξεχνά την ανθρώπινη του φύση». Ή, σε άλλο του βιβλιαράκι, «την παρτίδα με τη ζωή δεν την κέρδισε ποτέ κανείς».
Από τον Ιερό Ναό του Αγίου Αντωνίου εξέρχονταν με τη σειρά οι γονείς του Σάββα, -καίτοι τα πρόσωπά τους φλεγόντουσαν από τον πόνο, δεν καιγόντανε. Η ίδια αξιοπρέπεια, η ίδια ομορφιά μιας ζωής. Είχαν άλλωστε γεννήσει από τα πιο όμορφα παιδιά που περπάτησαν στους δρόμους της Κατερίνης, το κάλλος τους υπερέβαινε εκείνο των αστέρων του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Ο Χάρης, – παρόλο που ο Σάββας ήταν μικρότερος, τον είχε πάντα σαν μεγαλύτερό του αδερφό-, καίτοι ορθομέτωπος, ήταν σαν τον είχε κατακάψει κεραυνός. Φορούσε λευκό πουκάμισο, λευκά πουκάμισα φορούσαν και οι δύο γιοι του Σάββα.
Τα δύο μισοζαλισμένα κοπάδια κόσμου, -τόσο από το συννεφόκαμα, όσο και από το αδόκητο, το πρόωρο του χαμού- που είχαν έρθει για να αποχαιρετίσουν και να τιμήσουν, καίτοι αναμείχθηκαν κατά την πορεία τους πεζή προς το κοιμητήριο, παρέμεναν διαφορετικά. Άλλη αρχοντιά οι ντόπιοι του Σβορώνου, άνθρωποι της γης γαρ, οι καλλιέργειες ήσαν ξακουστές σε όλη την χώρα: καπνά, φράουλες, ακτινίδια. Διαφορετικό ήθος οι άνθρωποι της πόλης. Δεν είχαν χάσει μόνο τη σύνδεση με τη γη, έδειχναν να έχουν απωλέσει τη σχέση τους με τον εαυτό τους.
Ο δρόμος για τα μνήματα ήταν ανηφορικός, οι πιστοί διέσχιζαν την κεντρική οδό, ενώ τα σπίτια του χωριού όσο πιο παλαιά τόσο πιο εξαίσιο στο μάτι το θέαμα που προσέφεραν. Η νεκροφόρα έστριψε δεξιά, ο κόσμος περπατούσε τώρα μέσα σε ένα εγκαταλελειμμένο στρατόπεδο, οι άντρες φωναχτά θυμόντουσαν την στρατιωτική τους θητεία και μοιράζονταν τις μνήμες με τις γυναίκες. Στο τέλος του στρατοπέδου, δίπλα σε μία μικρή εκκλησιά ορθώνονταν η είσοδος του κοιμητηρίου.
Τι όμορφο νεκροταφείο, τι όμορφη εύφορη γη, τι δέντρα, δεν ήσαν κυπαρίσσια. Τι όμορφη ώρα, χρυσή, να αποχαιρετίσουν έναν αγαπημένο. Η ώρα του δειλινού, θέλει ο θρύλος, είναι μαγική, είναι η ώρα που ανοίγουν οι ουρανοί, που ουρανός και γη γίνονται ένα. «Σάββα!!!!», αντήχησε μία μόνο κραυγή, που έκανε να σειστούν τα σωθικά όλων, να ήταν ο Χάρης; Και η ψυχή του Σάββα ελευθερώθηκε για μία αιωνιότητα στον ουρανό.
Το κοπάδι που επέστρεφε ήταν πια ένα, ο θάνατος ενώνει τα πάντα. Όπως κατηφόριζαν δεξιά ανάμεσα από τα δέντρα σε έναν ρόδινο ουρανό σιγομιλούσε ο Όλυμπος με τα Πιέρια. Όποιος είχε αυτιά, άκουγε. «Ένα βράδυ κάθισα την ομορφιά στα γόνατά μου, την βρήκα πικρή και την βλαστήμησα», έγραφε ο Ρεμπώ. Αντέχεται η τόση ομορφιά;
Στο χωριό, τα τραπέζια από την καφετερία δίπλα στην εκκλησία όπου θα προσέφεραν καφέ, ήσαν τα μισά ήδη γεμάτα. Όλοι οι τόποι της εξόδου αυτής ήσαν κατάμεστοι.
-Χριστός Ανέστη, Αποστόλη.
-Αληθώς ο Κύριος! Τον πήρε η Παναγία.
-Τώρα έχεις έξι παιδιά.
-Μα και η Κατερίνα έξι έχει.
Ο Φώντας σε ένα τραπέζι με την οικογένειά του και στενούς φίλους ήταν κεραυνοβολημένος.
-Φώντα, γιατί είσαι έτσι; Δεν σε έχω δει ποτέ έτσι.
-Για τον Αποστόλη και την Κατερίνα. Τη Δευτέρα ήμασταν όλοι μαζί στην κηδεία της κόρης του Προέδρου. Που να φανταζόμασταν τι περίμενε εμάς.
Η κηδεία του Σάββα Αμανατίδη Δεκαπενταύγουστο στην πιερική γη ήταν σαν πίνακας του Μονέ, σαν ταινία του Κισλόφσκι, σαν δοκίμιο για τον θάνατο και τη ζωή από τον Κωστή Παπαγιώργη, σαν πρώτο κεφάλαιο από μυθιστόρημα της Ζυράννας Ζατέλη.
Η κηδεία του Σάββα ήταν για όλους ένα δώρο. Σε εκείνο το νεκροταφείο –«Πόσο όμορφο νεκροταφείο, δεν είναι σαν το δικό μας στην Κατερίνη»-, οι παρευρισκόμενοι αγκάλιασαν ο καθένας τον δικό τους τεθνεώτα για μία στιγμή. Έδωσαν ξανά τον τελευταίο ασπασμό καθείς στον δικό του αγαπημένο που τώρα πια είναι πιο ζωντανός από τους ζωντανούς, άφατος σαν την Αγάπη του Χριστού, άρρητος σαν την Ομορφιά της Πιερίας.
Στην κηδεία του Σάββα ο καθένας αποχαιρέτισε τον εαυτό του. Έτσι, ώστε όταν ρθει η ώρα, να είναι έτοιμος.
Χριστός Ανέστη.
Μυρένα Σερβιτζόγλου




























