Μετά τον τορπιλισμό της Έλλης, οι Γερμανοί άσκησαν πίεση προς τη Ρώμη. Και οι εφημερίδες στην Ιταλία κατέβασαν τους τόνους τους. Ταυτόχρονα το Ελληνικό Γενικό Προξενείο Τιράννων επεσήμαινε με συνεχή διαβήματα μετακινήσεις Ιταλικών στρατευμάτων από την Κεντρική Αλβανία προς τα Ελληνικά σύνορα.
Του Κων/νου Τζέκη
Ο Α. Βλάχος γράφει: «Κυρίως χάρη στα τηλεγραφήματα αυτά, το Γενικό Επιτελείο Στρατού ήταν λεπτομερέστατα πληροφορημένο για τη δύναμη, τη σύνθεση και τη διάταξη των Ιταλικών μονάδων».
Περί τα τέλη Αυγούστου η Ιταλική πολιτική άλλαξε μέθοδο. Οργάνωσε την κατάπτυστη ιστορία της δολοφονίας του Αλβανού «πατριώτη» με δυο πράκτορές της και κατηγόρησε την Ελλάδα γι’ αυτήν.
Ταυτόχρονα με την είσοδο του Σεπτεμβρίου 1940 τα Προξενεία της χώρας μας στην Αλβανία τηλεγραφούσαν για την έναρξη στρατολογίας Αλβανών από τους Ιταλούς, για τον σχηματισμό άτακτου στρατού ο οποίος θα περνούσε κρυφά στη χώρα μας με σκοπό να δημιουργήσει έκρυθμη κατάσταση στην περιοχή της «Τσαμουριάς» -Θεσπρωτίας.
Τόσο ο Μεταξάς, όσο και ο Πρέσβης της χώρας μας στην Ιταλία κ. Πολίτης αναρωτιόνταν αν όλη η δραστηριότητα αφορούσε μόνο την «Τσαμουριά» και την Κέρκυρα την οποία επιθυμούσε διακαώς να καταλάβει ο Μουσολίνι, ή αν ήταν προεόρτια γενικής επίθεσης των ιταλικών δυνάμεων στα Αλβανικά σύνορα. Παρήγορο ήταν το γεγονός της μη ύπαρξης ακόμη επαρκών για επίθεση δυνάμεων των Ιταλών καίτοι αναγνωρίζονταν ότι ήταν πολύ περισσότερες από τις δυνάμεις που απαιτούταν να κρατήσουν την οικειοθελώς παραδοθείσα Αλβανία υπό την Ιταλική κατοχή.
Ο τορπιλισμός της Έλλης ήταν το εφαλτήριο την ώστε να καταλαμβάνεται η κοινή γνώμη από ιερή αγανάκτηση και θυμό, που θα τον έδειχνε μερικούς μήνες αργότερα ζητώντας όχι εκδίκηση, αλλά τιμωρία των δραστών αυτής της άνανδρης και ατιμωτικής ενέργειας, για την οποία θα πρέπει να ντρέπεται η ίδια η κοινωνία των Εθνών και γιατί όχι και η ίδια η ιστορία.
Η συνέχιση των Ιταλικών προκλήσεων
Η Ελληνική Κυβέρνηση προ αυτού του γεγονότος, της κίνησης δηλαδή στρατευμάτων προς τα Αλβανικά σύνορα, άρχισε να ενισχύει τις μονάδες της Ηπείρου και της ανατολικής Μακεδονίας, με προσκλήσεις ατομικές, χωρίς έστω μια μερική επιστράτευση.
Ο ιταλικός τύπος μετά το φιάσκο της Τσαμουριάς, άλλαξε ρότα και πρόβαλε την πατροπαράδοτη φιλία Αγγλίας και Ελλάδος, πράγμα πολύ μισητό στο μυαλό και στα σχέδια της φασιστικής Ιταλίας.
Βέβαια οι ιταλικές προσκλήσεις με πτήσεις αεροπλάνων της Ιταλικής Αεροπορίας, πάνω από τον Σαρωνικό εξακολουθούσαν να πραγματοποιούνται, παρά τις διαμαρτυρίες της Ελληνικής πλευράς.
Ο Πρεσβευτής μας στη Ρώμη κ. Πολίτης, μετέφερε στην Ελλάδα έναν ψίθυρο που αναπτύσσονταν ότι δήθεν η χώρα μας κρατούσε εχθρική στάση, ότι η επιρροή της Ιταλίας στα Βαλκάνια έπρεπε να στερεωθεί και να αυξηθεί, εξουδετερώνοντας κάθε αντίσταση ή εμπόδιο, έστω και με βίαιο τρόπο, ότι η Αγγλική παρουσία στην Ελλάδα θα αποτελούσε εμπόδιο στην υλοποίηση των σχεδίων του Μουσολίνι.
Όλα τα παραπάνω κάτω από τη σκιά του Χίτλερ, ο οποίος επιθυμούσε, επί του παρόντος, ηρεμία στα Βαλκάνια.
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1940, σημειώθηκαν οι πρώτες μεγάλες μετακινήσεις του Ιταλικού στρατού προς τα σύνορά μας.
Τηλεγράφημα της Πρεσβείας μας στα Τίρανα, ανέφερε τις λεπτομέρειες αυτής της μεταβολής, το οποίο, ο Διευθυντής Πολιτικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών έτρεξε να το διαβάσει σε συνάντηση υψηλών παραγόντων ενώπιον του Πρωθυπουργού Μεταξά. Παρίσταντο οι Μανιαδάκης, Μαυρουδής, Παπάγος, Μελάς και ο Πιτσίκας (Διοικητής Στρατιάς Ηπείρου).
Μετά την ανάγνωση του τηλεγραφήματος ο Στρατηγός Πιτσίκας, απευθυνόμενος προς τον Μεταξά του είπε: «Κύριε Πρόεδρε, θα διατάξετε επί τέλους επιστράτευση;» για να πάρει αμέσως την κατηγορηματική απάντηση του Μεταξά «Άκουσε Πιτσίκα. Δεν κινδυνεύεις εσύ να σε βγάλει προδότη η Ιστορία, αλλά εγώ. Αν διατάξω επιστράτευση για έναν στρατιώτη που θα στείλω στα σύνορα ο Μουσολίνι θα στείλει δύο και τότε η ελάχιστη ελπίδα που έχομε να μην επιτύχει το σχέδιο τους θα εξατμισθεί».
Ο Α. Βλάχος στο βιβλίο του «Μια φορά και έναν καιρό ένας διπλωμάτης» τόμος Α΄ σελίδα 57, γράφει για τη διαμάχη της ορθής ή όχι απόφασης της μη επιστράτευσης: « …..ο νους μου πήγε πίσω μακριά σ’ άλλες στιγμές που βρήκαν τον Ελληνισμό εν αγωνία. Προδότης ο Θεμιστοκλής αν δεν είχε επιτύχει η παγίδα που είχε στήσει στον Ξέρξη, προδότης ο Παυσανίας στις Πλαταιές, αν διατάζοντας, νύχτα, μυστικά, αλλαγή μετώπου, επικίνδυνη για όλη την παράταξη, δεν είχε προκαλέσει την ίδια κίνηση του εχθρού κι’ έτσι βρέθηκαν οι δύο αντίπαλοι στις ίδιες αντίστοιχες θέσεις, προδότης ο Κολοκοτρώνης που αρνήθηκε πεισματικά να προσπαθήσει να εμποδίσει τον Δράμαλη να ξεχυθεί στον κάμπο του Άργους για να τον εξασθενήσει, να τον κάνει να εξαντλήσει τα εφόδια του κι’ ύστερα να του επιτεθεί κόβοντάς του την υποχώρηση στα Δερβενάκια.
Τιμή σ’ εκείνους που, όταν βλέπουν ότι υπάρχει άλλη πιθανή σωτηρία παρά το ριψοκίνδυνο τέχνασμα και τα έχουν όλα σταθμίσει, κατορθώνουν να υπερνικήσουν το άγχος τους και το άγχος των γύρω τους κι’ αποδέχονται το ενδεχόμενο της αυτοθυσίας».
Χωρίς να επιδιώκουμε καμία διάθεση κριτικής, αλλά έχοντας σκοπό να εξιστορούμε τα πραγματικά γεγονότα χωρίς πάθος, αφήνοντας στον αναγνώστη την ικανοποίηση της εξαγωγής των δικών του συμπερασμάτων, θέλουμε τη στιγμή αυτή να δηλώσουμε ότι το Σχέδιο του Μεταξά να παρουσιάσει μια χώρα χωρίς βούληση και χωρίς στρατό αξιόμαχο, κρυμμένο παρά τις σκανδαλώδεις προκλήσεις των Ιταλών, πέτυχε αφού κατάφερε να κοιμίσει τον αλαζόνα Μουσολίνι και τους υποτακτικούς του Στρατηγούς, οι οποίοι ξεκίνησαν να πιούν καφέ στην Αθήνα σε 24 ώρες, όπως χαρακτηριστικά καυχούνταν.
Όμως δεν μπορούμε να μη σταματήσουμε και στη σκέψη ότι ο Μεταξάς δίσταζε να διατάξει γενική επιστράτευση, πριν από την κήρυξη του πολέμου, αφού φοβούνταν την επαναφορά χιλιάδων Αξιωματικών που είχε αποστρατεύσει επειδή ήταν Δημοκρατικοί και κατ’ αυτόν τον τρόπο κινδύνευε να απωλέσει τον έλεγχο του στρατεύματος.
Όμως εδώ, σ’ αυτή την κρίσιμη στιγμή, βρίσκεται ολόρθη η Ελληνική ψυχή. Κανένας Έλληνας μη στρατεύσιμος, καμιά Ελληνίδα, δεν σκέφθηκε τότε να αυτομολήσουν προς άλλη χώρα. Αντίθετα πολλοί Έλληνες που ήταν διάσπαρτοι ανά τα κράτη του κόσμου, εύρισκαν τρόπο να γυρίσουν στην Πατρίδα ό,τι και αν γίνονταν. Από τον τορπιλισμό της Έλλης και ύστερα η ελληνική ψυχή κόχλαζε από συγκρατημένη οργή και αγανάκτηση.
Οι Ιταλικές παραβιάσεις πάνω από τον Σαρωνικό, εξακολουθούσαν να ενοχλούν την υπομονή του Ελληνισμού.
Ο ιταλικός τύπος, όργανο του Μουσολίνι, κατηγορούσε τη χώρα μας, υπογραμμίζοντας παράλληλα την ανάγκη να καταστεί η Ιταλία ρυθμιστής των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Η Ιταλία με διάβημά της απαίτησε την άμεση ανάκληση του Υποπρόξενου της Ελλάδας στο Αργυρόκαστρο κυρίου Δ. Νικολαρεϊζη.
Την 15 Οκτωβρίου ο Πολίτης πρεσβευτής της Ελλάδας στη Ρώμη, τηλεγραφούσε ότι η επίθεση εναντίον της χώρας μας ήταν ζήτημα ωρών, καθώς κυκλοφορούσε έντονα φήμη σε κάθε κύκλο και σε κάθε τάξη.
Την ίδια ημέρα πρώτος εξ όλων ο Πρεσβευτής της Ελλάδος στη Βούδα-Πέστη Π. Σκέφερης σήμαινε τον κώδωνα του κινδύνου τηλεγραφώντας: «Πληροφορούμαι εξ αρίστης πηγής ότι κύκλοι ενταύθα Υπουργείου Εξωτερικών θεωρούν ως επικειμένην επίθεσιν Ιταλίας εναντίον Ελλάδος».
Την 21 Οκτωβρίου ο Υποπρόξενος στους Αγίους Σαράντα τηλεγραφούσε: «Στρατιωτικαί δυνάμεις της περιοχής Αγίων Σαράντα προωθήθησαν προς ημέτερα σύνορα».
Την 23 Οκτωβρίου ο Πολίτης τηλεγραφούσε: «Εξακολουθούν διαδόσεις περί επικείμενης επιθέσεως εναντίον μας. Πληροφορίαι στρατιωτικής πηγής καθορίζουν ημερομηνίαν ενάρξεως εχθροπραξιών εναντίον Ελλάδος μεταξύ 25ης και 28ης τρέχοντος μηνός».
Την 25 Οκτωβρίου ο Πρεσβευτής της Ελλάδας στη Βέρνη Κ. Ψαρούδας τηλεγραφούσε: « Συμφώνως προς πληροφορίας προερχομένας εκ Βερολίνου επίθεσις κατά Ελλάδος είναι ζήτημα ημερών».
Την 26 Οκτωβρίου ο Πολίτης από τη Ρώμη τηλεγραφούσε ότι: « Υπουργείον Αεροπορίας διέταξε χθες διακοπήν πτήσεων μέχρι νεωτέρας διαταγής, γραμμής Αθηνών- Ρόδου. Ουδεμία δίδεται εξήγησις περί τούτου».




























