Στο «Ολύμπιο Βήμα» φιλοξενούμε τον ψυχοθεραπευτή και συγγραφέα κύριο Άγγελο Λεβέντη, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Η Επταφράγιστη Βιβλιοθήκη», που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα.
Ένα βιβλίο-ταξίδι στις πιο κρυφές σφραγισμένες αίθουσες της ψυχής μας. Με πρωταγωνιστή το Καλό Βιβλίο και οδηγό τον Βιβλιοθηκάριο, η αφήγηση μάς καλεί να σταθούμε απέναντι στις ερωτήσεις που αποφεύγουμε, να ακούσουμε τη σιωπή μας και να ανακαλύψουμε τις αλήθειες που περιμένουν πίσω από τις σφραγίδες που οι ίδιοι βάλαμε.
Συνέντευξη στη Νεκταρία Βαρσαμή–Πουλτσίδη
Κύριε Λεβέντη η «Η Επτασφράγιστη Βιβλιοθήκη» είναι ένα βιβλίο που μοιάζει με καθρέφτη. Τι ήταν αυτό που σας οδήγησε να γράψετε μια ιστορία που ζητά από τον αναγνώστη να σταθεί γυμνός μπροστά στις δικές του αλήθειες;
Α.Λ.: Αυτό που με ώθησε ήταν η βαθιά ανακούφιση και κάθαρση που βλέπω να συμβαίνει ξανά και ξανά, όταν ένας άνθρωπος συνδέεται με την αλήθεια του. Το έχω βιώσει προσωπικά στη δική μου θεραπεία, και το βλέπω καθημερινά στους θεραπευμένους: εκείνη τη στιγμή που δε χρειάζεται πια να υποκρίνονται, να προστατεύονται ή να φοβούνται. Είναι συγκλονιστικό να βλέπεις έναν άνθρωπο να θυμάται ποιος είναι πίσω από τις σφραγίδες που του επέβαλαν –ή έβαλε ο ίδιος για να αντέξει. Κι από εκεί και πέρα, να μην ζει πια στην επιβίωση, αλλά να αρχίζει να δημιουργεί τη ζωή του.
Το Καλό Βιβλίο και ο Βιβλιοθηκάριος έχουν μια ιδιαίτερη σχέση, σχεδόν αλληγορική. Τι αντιπροσωπεύουν για εσάς αυτοί οι δύο χαρακτήρες και πώς γεννήθηκαν στη συγγραφική σας σκέψη;
Α.Λ.: Η αρχική ιδέα γεννήθηκε αυθόρμητα, μέσα σε μια θεραπευτική συνεδρία. Μια κοπέλα που είχε μάθει να είναι «το καλό παιδί», χωρίς χώρο για τον εαυτό της και μια έντονη ανάγκη να ανακαλύψει την αλήθεια έξω από εκείνη. Κάπως έτσι γεννήθηκε ο χαρακτήρας του Καλού Βιβλίου. Στην πορεία, μέσα από τρία χρόνια συγγραφής και προσωπικών εμπειριών, ο Βιβλιοθηκάριος πλούτισε: έγινε σύμβολο του επαρκούς γονέα, του ασφαλούς συνοδοιπόρου, του θεραπευτή, αλλά και του φίλου που ξέρει να μένει, να σε βλέπει, να σου κρατά το χέρι μέχρι να θυμηθείς ότι μπορείς να σταθείς. Το Καλό Βιβλίο είναι καθένας μας, που βαθιά μέσα του δεν αντέχει άλλο να καταπιέζει τον αυθεντικό του εαυτό.
Η δομή στο «Η Επτασφράγιστη Βιβλιοθήκη», επιτρέπει στον αναγνώστη να ξεκινήσει από όποια σφραγίδα θέλει. Πόσο συνειδητή ήταν αυτή η επιλογή και τι μήνυμα θέλετε να περάσετε μέσα από αυτή την ελευθερία;
Α.Λ.: Ήθελα να αφαιρέσω κάθε πιθανό εμπόδιο από το μονοπάτι της σύνδεσης. Δεν έχει σημασία αν μπαίνεις από την πόρτα, το παράθυρο ή από την υδρορροή, σημασία έχει να μπεις. Αν νιώθεις μέσα σου ένα «θέλω» –να ζήσεις με χαρά, να νιώσεις πληρότητα, να ησυχάσει το μέσα σου– τότε δεν χρειάζεται να ακολουθήσεις κανόνες. Το βιβλίο σού λέει: ξεκίνα από εκεί που σε πονάει περισσότερο ή από εκεί που νιώθεις έτοιμος. Το σημαντικό είναι να μείνεις.
Στο βιβλίο σας ρωτάτε διαρκώς τον αναγνώστη αν τόλμησε να μιλήσει, να ρωτήσει, να ψάξει. Πιστεύετε πως οι άνθρωποι σήμερα φοβούνται περισσότερο να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους παρά με τους άλλους;
Α.Λ.: Πιστεύω πως πολύ συχνά δεν ξέρουμε καν ότι έχουμε Εαυτό. Μας έχει αφαιρεθεί η δυνατότητα να τον γνωρίσουμε. Δεν είναι απλός φόβος· είναι φόβος για τον ίδιο τον φόβο. Κι επειδή δεν έχουμε μάθει να μένουμε με την άγνοια, με το αίσθημα του «δεν ξέρω», προτιμούμε να μένουμε έξω από το βιβλίο μας. Η πρόσκληση είναι να τολμήσουμε να δούμε τι υπάρχει μέσα. Και μετά να επιλέξουμε αν θέλουμε να συνεχίσουμε να το φοβόμαστε.
Οι «σπουδές για τη ζωή» στο τέλος κάθε κεφαλαίου μοιάζουν με ψυχοθεραπευτική άσκηση. Πόσο σημαντική θεωρείτε τη σύνδεση της λογοτεχνίας με την ψυχολογία και την αυτοβελτίωση;
Α.Λ.: Για μένα είναι κρίσιμο να μη μείνουμε στη συνειδητοποίηση. Η λογοτεχνία αγγίζει, συγκινεί, μας «σπάει» κάποιες στιγμές, και αυτό είναι πολύτιμο. Όμως, τι γίνεται μετά; Τι κάνω με αυτό που κατάλαβα; Οι «Σπουδές για τη Ζωή» στο τέλος κάθε κεφαλαίου είναι η πρόταση μου για αυτή την επόμενη κίνηση: μικρές ασκήσεις, ερωτήσεις, πρακτικά βήματα για να φέρεις αυτή τη συνειδητοποίηση μέσα στην καθημερινότητά σου ώστε να πάρεις τις αποφάσεις και να κάνεις τις αλλαγές που θέλεις.
Η διήγηση σας έχει έναν ρυθμό εσωτερικού μονολόγου, σχεδόν ποιητικό. Πόσο δύσκολο ήταν να διατηρήσετε αυτή την ισορροπία ανάμεσα στην αλληγορία και τη γλώσσα της καθημερινότητας;
Α.Λ.: Αρχικά, σας ευχαριστώ για αυτό που λέτε, είναι ιδιαίτερη χαρά να το ακούω αυτό στο πρώτο μου ολοκληρωμένο συγγραφικό εγχείρημα. Ήταν για εμένα αναγκαιότητα, να μιλήσω για αυτά τα βαθιά υπαρξιακά και φλέγοντα ζητήματα με έναν τρόπο που και θα προσκαλεί -έμμεσα μέσα από την αλληγορία- την στροφή της προσοχής προς τα μέσα χωρίς να απειλεί, και παράλληλα θα γίνεται με έναν απτό και κατανοητό τρόπο που μέσα από την καθαρή γλώσσα θα κρατά τον αναγνώστη συνδεδεμένο με τον εαυτό του.
Τελικά, ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερη σφραγίδα που βάζουμε στον εαυτό μας και ποια ελπίζετε να σπάσει πρώτα ο κάθε αναγνώστης σας;
Α.Λ.: Αν έπρεπε να διαλέξω μία, θα έλεγα: «Γιατί δεν πιστεύω σε μένα;» Από εκεί γεννιούνται πολλές άλλες: η αναβλητικότητα, η τελειομανία, η υπερκόπωση, η ανάγκη επιβεβαίωσης, η δυσκολία στη σύνδεση. Αν μπορούσαμε να σπάσουμε αυτή τη σφραγίδα –όχι με το ζόρι, αλλά με κατανόηση, αγκαλιά, αποδοχή, αγάπη– θα ήταν σαν να ανοίγει η πύλη για μια ζωή που δεν χρειάζεται να την αποδείξουμε σε κανέναν. Μόνο να τη ζήσουμε.




























