Του Αδάμου Ευαγγέλου
Την τελευταία 8ετία όλες οι συζητήσεις περιστρέφονται, γύρω από την βελτίωση της οικονομίας, της ποιότητας των υπηρεσιών στην υγεία, τη Δικαιοσύνη και την διοίκηση, αν γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αποτελούν αντικείμενο για σφοδρές αντιπαραθέσεις, μεταξύ των πολιτικών και όχι μόνο. Ετσι όταν ο λαός ακούει μεταρρυθμίσεις τις ταυτίζει με περικοπές σε συντάξεις και μισθούς και αύξηση της φορολογίας, τις ταυτίζει με πολιτικές λιτότητας. Αυτό από μόνο του δείχνει, ότι στο επίπεδο της κοινής γνώμης, υπάρχει πραγματική άγνοια για το τι ακριβώς σημαίνουν οι μεταρρυθμίσεις, με συνέπεια για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, η λέξη μεταρρύθμιση να έχει χάσει τη σημασία της και να εκλαμβάνεται σαν μια ακόμη απειλή σε όσα είχαμε συνηθίσει.
Κι ενώ η οικονομική χρεοκοπία μας στερεί το χώρο μας και μας ελαττώνει το χρόνο μας, οι κυβερνώντες με την ανεπάρκεια που τους διακρίνει, ωθούν τη χώρα συνεχώς προς τα βράχια με τις επιλογές τους. Σε άλλες εποχές, πράγματα που θα μας φαίνονταν ακραία και επικίνδυνα, σήμερα για αρκετούς από τους ιθύνοντες μοιάζουν λογικά. Αυτή η «λογική» κάθε μέρα που περνά προκαλεί μεγαλύτερη ζημιά στον τόπο. Και αυτή η ζημιά έχει άμεση σχέση πρωτίστως με την υπονόμευση και ματαίωση των μεταρρυθμίσεων. Ματαιώνονται οι μεταρρυθμίσεις, γιατί τα παιδιά της πρώτης φοράς αριστερά, δεν τις θέλουν. Δεν τις θέλουν, γιατί δεν ταιριάζουν στην ιδεολογία τους, γιατί όλα τα προηγούμενα χρόνια τις πολεμούσαν και τώρα αδυνατούν να εφαρμόσουν μια πολιτική την οποία πολεμούσαν στους δρόμους επί δεκαετίες.
Είναι ν’ απορεί κανείς με τις συμπεριφορές τους. Ενώ χρειαζόμαστε να εφαρμόσουμε δραστικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος και στην οικονομία, αυτοί συνεχίζουν τις σφοδρές πολιτικές και κοινωνικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες επιδεινώνουν ακόμα περισσότερο την οικονομική κατάσταση της χώρας. Κι αυτό θα συνεχιστεί όσο η κυβέρνηση, δείχνει να πάσχει στο πεδίο της υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων που θα σηματοδοτούσαν τη φυγή προς τα εμπρός.
Δεν είναι δυνατόν, από τη μια ο κ. Τσίπρας να δηλώνει ότι το κράτος χρειάζεται τομές, αλλαγή νοοτροπίας και στρατηγική προκειμένου η χώρα να ορθοποδήσει οικονομικά και από την άλλη, κυβερνητικά στελέχη να εμφανίζονται τουλάχιστον απρόθυμα αν όχι αρνητικά να υλοποιήσουν μεταρρυθμίσεις που συνδέονται άμεσα από τις απαιτήσεις των δανειστών, προκειμένου να συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την ουσιαστικά χρεοκοπημένη Ελλάδα.
Και τις μας ζητούν οι δανειστές; Μας ζητούν να νοικοκυρέψουμε τα δημοσιονομικά μας, να μειώσουμε το μέγεθος του κράτους και να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητα του, να περιορίσουμε την φοροδιαφυγή, να αντιμετωπίσουμε τη διαφθορά στον χώρο της υγείας, να δώσουμε μια λύση στο συνταξιοδοτικό – χρειαζόμαστε ανταποδοτικό σύστημα συντάξεων – και να προωθήσουμε τη διαφάνεια στο κράτος και στις οικονομικές συναλλαγές, ν’ αλλάξουν οι δομές που εξυπηρετούν τα ίδια τα συμφέροντα. Στην προκειμένη περίπτωση, όλοι γνωρίζουμε ό τι ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής οικονομίας ελέγχεται από συντεχνίες, οι οποίες φρενάρουν τις διαρθρωτικές αλλαγές που ανοίγουν τα κλειστά επαγγέλματα στον ανταγωνισμό.
Από μόνη της αυτή η αλλαγή, θα δημιουργούσε οφέλη στην οικονομία. Κάποτε πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι το συμφέρον ολόκληρου του λαού, υπερβαίνει το συμφέρον της Α ή Β συντεχνίας.
Οι αναφερθείσες μεταρρυθμίσεις θα έπρεπε να εφαρμοστούν ακόμη κι αν δεν μας το επέβαλλαν οι δανειστές.
Μόνοι μας θα έπρεπε να κάνουμε την «επανάσταση» για το αυτονόητο, θέτοντας στο περιθώριο τις καθυστερήσεις οι οποίες σχετίζονται, είτε με πολιτικά κριτήρια, όπως η εξυπηρέτηση του κομματικού – πελατειακού ακροατηρίου, είτε με την ιδεολογική αντίθεση σε αυτές.
Δεν είναι δυνατό στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων τα βήματα να είναι, όχι απλά διστακτικά αλλά απρόθυμα και υπό την πίεση των χρονοδιαγραμμάτων υλοποίησης του μνημονίου και να καρκινοβατούν στη συνέχεια. Αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που η οικονομία δεν μπορεί να επανέλθει στην κανονικότητα.
Κι εδώ γεννάται το ερώτημα. Εμείς μπορούμε να κάνουμε κάτι γι αυτό; Ναι, αν αντιληφθούμε και εξηγήσουμε πειστικά ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι αυτές που εξασφαλίζουν, εάν θα υπάρχει δουλειά την επόμενη μέρα. Οι μεταρρυθμίσεις επιτρέπουν σε μια οικονομία να παράγει περισσότερο πλούτο και να στοχεύει πόρους στην κοινωνική προστασία και στις ευκαιρίες των αδυνάτων.
Οι μεταρρυθμίσεις είναι αυτές που ανοίγουν το δρόμο, μέσα από την κρίση, να γεννηθεί κάτι το νέο. Αυτό όμως για να επιτευχθεί, χρειάζεται συνέπεια, σύνεση και αποφασιστική μεταρρυθμιστική δράση, με πνεύμα εθνικής συνεννόησης.




























