Ο ουρανός ήταν γαλάζιος και ο άνεμος είχε διπλώσει τα φτερά του και επικρατούσε νηνεμία. Ο ήλιος έλαμπε και ο καιρός γλυκός και σχεδόν ζεστός ήταν μια παρένθεση άνοιξης μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Ίσως να είχαν παραταθεί, εκείνη τη χρονιά, οι αλκυονίδες ημέρες, πέρα από το πρώτο δεκαπενθήμερο του Γενάρη που ήταν συνήθως.
Γράφει ο Θεοχάρης Στύλος
Είχε πλέον έρθει επιτέλους η πολυπόθητη Αποκριά που περιμέναμε όλον τον χρόνο. Το Πάσχα θα ερχόταν φέτος νωρίς, στις 14 Απριλίου. Πως και πως περιμέναμε όλα τα παιδιά αυτήν την ημέρα για να ανάψουμε τις αποκριάτικες φωτιές στις γειτονιές του χωριού μας.
Σκίρτησε η καρδιά μου με τη σκέψη που έκανα. Αυτή τη χρονιά ήταν η πρώτη χρονιά που δραστηριοποιήθηκα πρώτος απ’ τους φίλους μου και από τα γειτονόπουλα μου για να ανάψουμε φωτιά έξω στον δρόμο της γειτονιάς μας.
Ήταν περίπου τρεις η ώρα το απόγευμα όταν ζήτησα από την μητέρα μου να μου επιτρέψει να πάω στο σπίτι του φίλου μου Κώστα, που έμενε λίγο πιο πέρα απ’ το δικό μου, για να μιλήσουμε για τη φωτιά.
Στο σπίτι του Κώστα βρήκα την σιδερένια πράσινη αυλόπορτα κλειστή. Πάτησα με το μεγάλο δάκτυλο του χεριού μου τον σύρτη, την άνοιξα και μπήκα μέσα στη τσιμεντένια σκουπισμένη και νοικοκυρεμένη αυλή που την στόλιζαν γλάστρες γεμάτες με λουλούδια καθώς επίσης και νεαρά φυτά βιολέτας και μοσχομπίζελου. Τον φώναξα με δυνατή συρτή φωνή επαναλαμβάνοντάς λίγες φορές ακόμη το όνομα του και φυσικά δεν άργησε να ανταποκριθεί και αυτός και τα αδέλφια του στο κάλεσμα μου βγαίνοντας στην αυλή του σπιτιού τους.
Αφού συνενοηθήκαμε όλα μαζι πήγαμε από σπίτι σε σπίτι στη γειτονιά μας προκειμένου να μαζέψουμε κλαδιά για το βράδυ. Άλλοι μας έδωσαν κλωνάρια από τα δεντρά της αυλής τους που τα είχαν κλαδέψει και άλλοι κλήματα από κληματαριές που είχαν στις αυλές τους. Μαζεύοντάς τα λίγα-λίγα τα βάζαμε μέσα στο μικρό χωράφι που ήταν εκεί ανάμεσα στα σπίτια μας.
Ο μικρός αυτός κήπος ήταν κατάφυτος από καταπράσινα ξινά, φυτά όμοια με τριφύλλια, μεγάλα όμως, με όμορφα κίτρινα άνθη. Σε κάποια γωνιά του υπήρχαν μεγάλοι και ψηλοί αμπέλοχοι (μολόχες) που τους έλεγαν «ύπνους» διότι το αφέψημα από τα άνθη τους το έδιναν τα πιο παλιά χρόνια στα μωρά για να κοιμηθούν. Την άνοιξη όταν άνθιζαν οι αμπέλοχοι ήταν φανταστικοί με τα μεγάλα σαν χωνιά άνθη τους σε χρώματα ροζ, φούξια, μωβ, κίτρινο και λευκό. Στα ξερολίθια του φράχτη φώλιαζαν τεράστιες μπεζ πεταλούδες μεγέθους παλάμης χεριού με πουά γραμμές και πιτσίλες καφετιές.
Αυτός λοιπόν ο μικρός κήπος ήταν ο κήπος των θαυμάτων. Έμοιαζε με τόπο εξωτικό, μαγευτικό, παραμυθένιο. Ένας παιδότοπος της εποχής για όλα τα παιδιά της γειτονιάς μας που περνούσαμε τις ελεύθερες ώρες μας παίζοντας . Και παίζοντας απολαμβάναμε σαν μια εξαιρετική λιχουδιά, τους νόστιμους μίσχους των ξινών (τριφυλλιών) και τα μεγάλα σαν φουντούκια «ψωμάκια» όπως έλεγαν τους καρπούς των αμπελόχων. Απ’ την άλλη πλευρά του σπιτιού που μέναμε ήταν μια αυλή γεμάτη αμυγδαλιές φουντουκιές και λεύκες.
Μέχρι το σούρουπο λοιπόν εκείνης της Κυριακής του Φλεβάρη του 1985 είχε μαζευτεί μέσα στον μικρό μας αυτον κήπο πίσω από το σπίτι ένας μεγάλος σωρός από κλαριά και κλωνάρια για το άναμμα της φωτιάς.
Όταν πλέον έπεσε ο ήλιος πίσω απ’ τα βουνά, όλα τα παιδιά της γειτονιάς μαζί με τους γονείς τους μαζεύτηκαν μπροστά στον δρόμο και άναψαν φωτιά. Σιγά-σιγά η φωτιά τροφοδοτούμενη συνεχώς με κλωνάρια και κλαριά έγινε μεγάλη με τεράστιες πύρινες γλώσσες. Γύρω απ’ τη φωτιά που έτριζε και βούιζε σαν θεριό, έπιασαν χορό τα κοριτσόπουλα τραγουδώντας, συγχρόνως αποκριάτικα τραγούδια με περιεχόμενο σκωπτικό, ερωτικό και αστείο.
Όμορφες στιγμές, χαρούμενες γεμάτες με κέφι και διασκέδαση. Οι φλόγες της φωτιάς πύρωναν τα πρόσωπα και ζέσταιναν τις καρδιές όλων μας, μικρών και μεγάλων που γέμιζαν αισιοδοξία και όλων των ειδών τα όμορφα συναισθήματα. Τα κορίτσια χόρευαν και τ’ αγόρια κουβαλούσαν απ’ τον κήπο μέσα κλαριά και η φωτιά θέριευε και το κέφι μεγάλωνε. Σε λίγο μαζεύτηκαν και μερικά παιδιά από την πιο κάτω γειτονιά που περνώντας από εκεί με τα τσέρκια τους (στεφάνια-ζάντες ποδηλάτων) παίζοντας, στάθηκαν να διασκεδάσουν κι αυτά και να χαρούν στο όμορφο αγνό πανηγύρι που τ΄αστεία και τα τραγούδια διαδέχονταν το ένα το άλλο.
Κάποια στιγμή στην παρέα ήρθαν να προστεθούν και άλλα παιδιά αγόρια και κορίτσια από άλλες γειτονιές του χωριού μαζί με τους γονείς τους και το κέφι απλώθηκε μονομιάς στην όμορφη αυτή παρέα η οποία απέκτησε ακόμη πιο χαρούμενο και διασκεδαστικό ύφος στο μικρό εκείνο γειτονικό αποκριάτικο γλεντάκι. Τότε δημιουργήθηκε μια πιο όμορφη και πιο χαρούμενη ατμόσφαιρα και διασκέδασαμε όλοι μέχρι που το σκοτάδι έγινε πυκνό και νύχτωσε. Τότε άφησαμε τη φωτιά να σβήσει σιγά σιγά έως ότου έμεινε στην εστία της ένας σωρός από ροδοκόκκινα κάρβουνα.
Τότε η μητέρα του Γιώργου έφερε ένα φαράσι κι έναν μικρό τετράγωνο τενεκέ με συρμάτινο χερούλι και ένα καρότσι και μάζεψε όλα τα κάβουρνα τα οποία πήγε και έθαψε. Η μητέρα μου με το λάστιχο από την βρύση της αυλής μας έριχνε πάνω στα μικρά κάρβουνα που είχαν απομείνει να λαμπιρίζουν στην στάχτη για να σβήσουν. Και αφού έσβησαν τα κάρβουνα και δεν υπήρχε πια κίνδυνος και αφού μαζεύτηκε και το τελευταίο ιχνος στάχτης από τον δρόμο η όμορφη παρέα διαλύθηκε με μια εγκάρδια «καληνύχτα» απ’ όλους με την υπόσχεση να ξαναβρεθούμε Όλοι μαζί του χρόνου.
Έπειτα Όλοι πήγαμε στα σπίτια μας. Βάλαμε στις αυλόπορτες τον σύρτη και τις κλείδωσαμε. Οι πόρτες των δωματίων έκλεισαν και ένα ένα τα φώτα των σπιτιών έσβησαν.
Παντού ησυχία. Ο δρόμος άδειος. Έμεινε μόνο η μικρή λάμπα με το αμυδρό της φως πάνω στην ξύλινη γκρίζα κολόνα της Δ.Ε.Η στον δρόμο κάτω από τον Κουκουρίκο κρεμασμένη από ένα μαύρο σιδερένιο μπράτσο και κάτω από ένα στρογγυλό τσίγκινο πράσινο καπέλο το οποίο βοηθούσε να συναγωνιστεί το λαμπρό φεγγάρι του φλεβάρη που έμοιαζε με ήλιο της ημέρας καθώς λέει και η παροιμία, όπου μέσα στο φωτεινό ροζ διάφανο σαν οργαντίνα «αλώνι» του φώτιζε και ομόρφαινε την νύχτα.
Ήταν η τελευταία μας αποκριά στο χωριό, από τον άλλον χρόνο ο πατερας μου μετατέθηκε στην Κονταριώτισσα., καινούργιο σπίτι, καινούγιοι φίλοι, καινούργια γειτονιά ….
Καλή Αγία Τεσσαρακοστή με υγεία για Όλες και Όλους μας !!




























