Σφήνες του Αφεντούλη
Μέρες και μέρες περίμενε, αναγνώστες μου, ο δι’ εντολής εμπειροτέχνη πολιτικού αναλυτή, θείου Αφεντούλη, ντιλετάντης απεσταλμένος της στήλης, μικροσυνταξιούχος «Μήτσος», που κάλυψε τον εν Αθήνησι αυθεντικό Μαραθώνιο της δεύτερης Κυριακής του Νοέμβρη (σ.σ. από τηλεοράσεως, ε! Το Κλεινόν Άστυ πέφτει κομματάκι μακριά για να προσεγγίσουμε, ελλείψει ναύλων, Ι.Π., «ιδιωτικά πόδια», όπως λέμε «Ι.Χ.» ντε(!), τα λόγω αυξανομένων φορολογικών υποχρεώσεων διαρκώς φθίνοντα μηνιάτικα μέσα!) το πιεσόμετρο να αφήσει τα μαύρα κι άραχλα αποτελέσματα αλλά σήμερα «κελάηδησε» επί τέλους: πίεση μεγάλη, μικρή και παλμοί – άπαντα φυσιολογικά.
Έτσι, βρισκόμαστε στην ευχάριστη θέση να αναμεταδώσουμε τα τροχάδην διαμειφθέντα επανασυνδεόμενοι με τη διαδρομή ένθα λαχανιάσαμε από την υπερένταση καθώς παρακολουθούσαμε επί της μικρής οθόνης τους κάθιδρους μαραθωνοδρόμους, και το χειρότερο, εξαντλημένοι τηλεθεατές μου;
Η καθήμενη σε παρακείμενη πολυθρόνα σύζυγος δεν μας άφησε σε χλωρό κλαρί, αναφωνούσα πότε: «Δέσε τα κορδόνια, θα σκοντάψεις!», πότε: «Έλαβες ρουφηξιά ηλεκτρολυτών; Θα αφυδατωθείς!» και πότε Κύριος οίδε τι άλλη χλεύη κατέβαζε το τσερβέλο αυτής αλλά τέλος πάντων.
Με τον εν λόγω Μαραθώνιο να αποτελεί και γιορτινή επέτειο των 120 χρόνων από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, όπου η οικοδέσποινα Ελλάδα θριάμβευσε, μόλις μια τριετία μετά το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη, χαρά στην κράση του Γένους(!), δραττόμαστε της ευκαιρίας να μπούμε στο ψητό σε παράφραση Σουρή, δεινού σχολιαστή της τότε επικαιρότητας, ως γνωστόν, οπότε δώστε βάση.
Βιαστική χώρα με μεγάλη φόρα.
Στην ένδοξη διαδρομή και συ χρεώστη σύρε,
παρά τους τόκους που ‘σταξες κι ο πιστωτής τους πήρε,
το δάνειο επισφαλές, μια δόση ν’ αμελήσεις,
τις κατασχέσεις καθοδόν μπορεί να συναντήσεις,
κι αν σου ‘ρθει, πτωχευμένε μου, όρη, βουνά να πάρεις,
χωρίς ποδάρια δυνατά, πώς θα τεθείς μπροστάρης;
Έτσι, βάλε στο πρόγραμμα γενναίες προπονήσεις,
τον Λούη έχε πρότυπο, τις οφειλές να σβήσεις,
Αμαρουσιώτης κρατερός, πρώτος στον Μαραθώνιο,
της αντοχής του Έλληνα σύμβολο το αιώνιο,
να πέμπει «ζήτω» ο λαός, κι η Ευρώπη να εισπράττει:
Ζήτω η πατρίδα, η φυλή, τα λεύτερα τα κράτη.
Να κόψει απειλές, λοιπόν, η φίλη Γερμανία,
γιατί δεν ξέρει τι θα πει «μαραθωνομανία»,
εμείς μπροστά να σώσουμε όσον μας μένει πλούτο
και στο κατόπι οι δανειστές: «τι σθένος είναι τούτο;»,
να απορούν ασθμαίνοντες μήπως και μας προλάβουν
ό,τι «παρά μη έχοντος», κοψοτιμής να λάβουν.
«Ου να μου χαθείς, αφερέγγυε, μπαταξή στο πιο αναξιόχρεο!», πετάχτηκε στο σημείο αυτό, η μανδάμ, πάντα ειρωνική προς το πρόσωπό μας, το είπαμε, νομίζοντας πως οι σαρκασμοί θα κάμψουν το ηθικό μας έως του σημείου να εγκαταλείψουμε τον αγώνα για να ησυχάσει η ακοή αυτής και να αναθερμανθεί η ελπίδα των εταίρων – δανειστών περί της μέχρι τελευταίο σέντσι αποπληρωμής των οφειλών μας, ανεξαρτήτως ρύθμισης του Αδηφάγου, αλλά πού;
Ολίγη από ενυδάτωση – εις υγείαν, τη δροσιά του να έχετε, αναγνώστες μου! – στάθηκε αρκετή για να ανεβάσουμε στροφές προ του τερματισμού, άδοντες αντί επιλόγου:
Τρεχάτε ποδαράκια μου…
Διαπραγματευτές μας! Πιέσατε την Τρόικα να μη μας διαφεντεύει,
πενήτων η υπομονή άρχισε να στερεύει,
κι εφόσον εκ των Βρυξελλών θυσίες ζητηθούν,
σ’ αγώνα μαραθώνιο τα πάντα θα κριθούν,
ή μήπως όχι, ωκύποδες χρεοφειλέτες μου; Ή μήπως όχι;…




























